του Βασίλη Βιλιάρδου
Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ: Η σταδιακή ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, τα τεχνάσματα της ΕΚΤ, η ισπανική τραγωδία, η αδυναμία εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, η παραγωγή πλούτου, τα μνημόνια της ντροπής και η αναγκαιότητα της ανάπτυξης, για την έξοδο από την κρίση
“Η τάση για αναγνώριση, η οποία σημαίνει ότι δίνει κανείς πολύ μεγάλη βαρύτητα στη γνώμη των άλλων, βγάζει κυρίως τέσσερις «βλαστούς»: τη φιλοδοξία, τη μισαλλοδοξία (επιθυμώ τη δική μου δόξα - μισώ τη δόξα των άλλων, η οποία μειώνει τη δική μου), τη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια.
Η διαφορά ανάμεσα στις δύο τελευταίες έγκειται στο ότι, η μεν υπερηφάνεια είναι η ήδη εδραιωμένη πεποίθηση που έχει κανείς στον εαυτό του (αυτοπεποίθηση), η δε ματαιοδοξία η επιθυμία που έχει κανείς να δημιουργήσει μία τέτοια πεποίθηση στους άλλους – επιθυμία συνοδευόμενη πολλές φορές από τη σιωπηρή ελπίδα ότι, ως συνέπεια, θα μπορέσει να την κάνει και δική του πεποίθηση.
Με βάση τα παραπάνω, η υπερηφάνεια προέρχεται από τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και η ματαιοδοξία από τον εξωτερικό – ενώ μέσω της ματαιοδοξίας προσπαθεί κανείς να αποκτήσει εκείνη την αυτοπεποίθηση, την οποία δεν διαθέτει. Κατ’ επακόλουθο, η μεν ματαιοδοξία κάνει τους ανθρώπους ομιλητικούς (ένα βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων πολιτικών «ανδρών» της Δύσης), η δε υπερηφάνεια σιωπηλούς.
Όταν λοιπόν προσπαθεί κανείς να αξιολογήσει τόσο τον εαυτό του, όσο και τους άλλους, οφείλει προηγουμένως να έχει επιλέξει τα σωστά κριτήρια – γνωρίζοντας ότι η υπερηφάνεια, άρα η άμεση, υψηλή αυτοπεποίθηση, είναι σιωπηλή και σαφής” (Schopenhauer).
Άρθρο
Έχουμε την πεποίθηση ότι, η εχθρότητα, η επιθετικότητα, οι αντιπαλότητες και οι διαξιφισμοί μεταξύ των Πολιτών της Ευρωζώνης, της ΕΕ ευρύτερα, δεν οφείλονται στους λαούς της – αλλά στους ηγέτες των εκάστοτε κρατών, στους επαγγελματίες πολιτικούς, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εκπροσωπούν σωστά τους Πολίτες, οι οποίοι τους έχουν εκλέξει.
Οι περισσότεροι δε από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των διορισμένων και όχι εκλεγμένων στελεχών της Κομισιόν, έχουν ήδη υποκύψει στην ισχύ των αγορών - προσπαθώντας ουσιαστικά να ανακαλύψουν έναν τρόπο, με τον οποίο θα αποφύγουν τις ευθύνες που ενέχει το δημοκρατικό πολίτευμα. Στην πραγματικότητα λοιπόν αναρωτιούνται τι θα κάνουν με τα προβλήματα που τους προκαλεί η Δημοκρατία – ενώ οι αγορές προτιμούν εκείνους τους τεχνοκράτες, οι οποίοι μπορούν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα δικά τους συμφέροντα.
Στα πλαίσια αυτά, η κατάρρευση τόσων κυβερνήσεων υπό το βάρος της μάλλον σκόπιμης κρίσης χρέους και δανεισμού είναι χαρακτηριστική – ενώ οι εκλογές σπάνια αναδεικνύουν ηγέτες, οι οποίοι θέτουν τα συμφέροντα των χωρών τους πάνω από τις επιδιώξεις των αγορών. Αργά αλλά σταθερά λοιπόν, οι τράπεζες αναλαμβάνουν τα ηνία – με την ΕΚΤ να αποτελεί τον πραγματικό ηγεμόνα της Ευρωζώνης.
Δυστυχώς, το μέσον για την επιβολή της δικτατορίας των τραπεζών δεν είναι άλλο από το κοινό νόμισμα, από το ευρώ – το οποίο χρησιμοποιείται εκβιαστικά από τους πολιτικούς υπαλλήλους της οικονομικής εξουσίας, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι, δεν υπάρχει δρόμος ασφαλούς μονομερούς επιστροφής κάποιας χώρας στο εθνικό της νόμισμα.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας (την οποία θα ακολουθήσουν μικρά, διαφορετικά κείμενα), με την κρίση να επεκτείνεται, καταστρέφοντας τη μία χώρα μετά την άλλη, η Δημοκρατία είναι αντιμέτωπη με έναν πόλεμο, από τον οποίο πολύ δύσκολα θα εξέλθει αλώβητη.
Η αποκρατικοποίηση της εξουσίας λοιπόν, εκ μέρους των αγορών, είναι σε πλήρη εξέλιξη – με την εγκατάσταση τυπικών κυβερνήσεων, οι οποίες απλά θα καλύπτουν τους σκιώδεις εντολείς τους, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες τους και ιδιωτικοποιώντας τα κέρδη.
Ας μην ξεχνάμε δε ότι, “όταν ξεσπάει μία αρκετά σοβαρή οικονομική κρίση (κάτι που ορίζεται από την κατάρρευση ενός νομίσματος, από ένα κραχ στην αγορά, από μία μεγάλη ύφεση), σκόπιμα κάποιες φορές, επισκιάζονται όλα τα άλλα – οπότε οι «κατ’ επίφαση» ηγέτες είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν, στο όνομα της αντιμετώπισης μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Κατά μία έννοια λοιπόν, οι κρίσεις είναι περίοδοι αναστολής της δημοκρατίας – κενά δηλαδή στο συνηθισμένο πολιτικό βίο, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν φαίνεται να υφίσταται η ανάγκη για συγκατάθεση και συναίνεση των Πολιτών”.
Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Η ΕΚΤ, με τη βοήθεια ενός σχετικά νέου εργαλείου της (Long Term Refinancing Operation – LTRO), συνολικού ύψους περί το 1 τρις €, φροντίζει ουσιαστικά για την επιτάχυνση της εξόδου των ξένων κεφαλαίων από την Ισπανία. Ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, οι ξένοι επενδυτές περιορίζουν με γρήγορους ρυθμούς τις τοποθετήσεις τους στα ομόλογα του Ισπανικού Δημοσίου – ενώ αγοραστές είναι οι ισπανικές εμπορικές τράπεζες, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας (υποθέτουμε ότι αγοραστές θα είναι επίσης τα ασφαλιστικά ταμεία, τα Πανεπιστήμια, οι ιδιώτες αποταμιευτές κλπ. - μέσω της κεντρικής τράπεζας της Ισπανίας και εν αγνοία τους, όπως συνέβη στη χώρα μας).
Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, οι ισπανικές τράπεζες έχουν σήμερα στην ιδιοκτησία τους κρατικά ομόλογα της τάξης των 263 δις € - από 178 δις € το Νοέμβρη του 2011. Η ΕΚΤ φυσικά έχει δηλώσει επίσημα ότι, με τη βοήθεια του LTRO προσπαθεί να προστατεύσει την Ισπανία από την παγίδα ρευστότητας – όπως επίσης τις άλλες χώρες της περιφέρειας (οι ιταλικές τράπεζες κατέχουν ομόλογα του δικού τους δημοσίου άνω των 350 δις € - μία επόμενη βραδυφλεγής βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της οικονομίας της Ευρωζώνης).
Φυσικά είναι ίσως περιττό να υπενθυμίσουμε ότι, ο διοικητής της ΕΚΤ, όπως και ο διορισμένος πρωθυπουργός της Ιταλίας, θεωρούνται υψηλά στελέχη της Goldman Sachs – η οποία λέγεται ανεπίσημα πως έχει αναλάβει «υπό τη προστασία της» την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης.
Εν τούτοις, η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων εκ μέρους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ισπανία, καθώς επίσης στις υπόλοιπες χώρες της «περιφέρειας», έχει ήδη καταρρεύσει – ενώ οι τράπεζες συνεχίζουν να «καίνε χρήματα», αρνούμενες να εγκρίνουν νέα δάνεια. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλα ερωτηματικά, σε σχέση με το LTRO – αφού θεωρείται ότι έχει τεθεί σε λειτουργία, με στόχο να διευκολύνει τις γαλλικές, τις γερμανικές και τις ιταλικές τράπεζες να «ξεφορτώσουν» τα ομόλογα του ισπανικού δημοσίου που κατέχουν, στις ισπανικές τράπεζες (τα χρέη των οποίων θα κληθούν να αναλάβουν, αργά ή γρήγορα, οι Πολίτες της Ισπανίας - όπως δυστυχώς συνέβη και στην Ιρλανδία).
Προφανώς προβλέπεται η μετάδοση της πυρκαγιάς, από την αγορά ακινήτων της Ισπανίας, στο τραπεζικό της σύστημα και στο Δημόσιο – ενώ η ΕΚΤ, μη έχοντας τη δυνατότητα να διασώσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης, φαίνεται να θυσιάζει την Ισπανία, ένα πιόνι στο σκάκι με το διάβολο, προσπαθώντας να αποφύγει τη μετάδοση της ασθένειας στην Ιταλία (γεγονός που θα μπορούσε να αποβεί θανατηφόρο για ολόκληρη την ΕΕ).
Φυσικά, πριν αναγκασθούν οι χρεοκοπημένες ισπανικές τράπεζες, μαζί με το ισπανικό δημόσιο να καταφύγουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη ένα νομισματικό εργαλείο εκ μέρους της ΕΚΤ. Θα μπορούσε δηλαδή να επιτραπεί στην ισπανική κεντρική τράπεζα, όπως έχει ήδη συμβεί με την ιρλανδική και την ελληνική, να εκτυπώσει χρήματα – έτσι ώστε να μπορέσει να αναπνεύσει τεχνητά το τραπεζικό σύστημα της χώρας, χωρίς να επιβαρυνθεί ο μηχανισμός αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.
Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού υπάρχει η «βοήθεια έκτακτης παροχής ρευστότητας» - το Emergency Liquidity Assistance (ELA). Με τη συγκεκριμένη αυτή διευκόλυνση, η εκάστοτε εθνική κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί («τυπώνει») μόνη της χρήματα – με την προϋπόθεση της συμφωνίας των δύο τρίτων των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ.
Ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ενημέρωσης εκ μέρους της εθνικής κεντρικής τράπεζας - η οποία μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να τυπώνει χρήματα «κατά το δοκούν», βοηθώντας τις εμπορικές τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδας το κάνει ήδη – αφού στον ισολογισμό της υπάρχουν από καιρό «ELA-Positions» (λογαριασμοί διευκόλυνσης, φρεσκοτυπωμένο χρήμα), της τάξης των 100 δις €.
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Με βάση τα παραπάνω, είναι μάλλον ανόητο να θεωρεί κανείς ότι, μπορεί μία χώρα να «εκβιαστεί» για να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, μέσω της στέρησης της ρευστότητας των τραπεζών της εκ μέρους της ΕΚΤ – αφού έχει τη δυνατότητα η κεντρική της τράπεζα να παρέχει την απαιτούμενη ρευστότητα στις εμπορικές, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η έξοδος μίας χώρας από την Ευρωζώνη είναι, στην παρούσα κατάσταση, εντελώς αδύνατη – αφού, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισσαβόνας, η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ είναι «αμετάκλητη και τελεσίδικη» (πηγή: FT).
Όποιος δε σκεφθεί ή απειλήσει να εκδιώξει ένα κράτος, με ήπιο ή με επιθετικό τρόπο, οδηγείται αναμφίβολα σε ένα πολύ δύσκολο νομικό πεδίο – επειδή η έννοια «αμετάκλητη» σημαίνει ότι, δεν είναι δυνατή ούτε η καταναγκαστική, ούτε η εθελούσια «αποπομπή μίας χώρας».
Η μοναδική δυνατότητα που υπάρχει, είναι η εθελούσια έξοδος ενός κράτους από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση – επειδή, εάν ένα κράτος δεν είναι μέλος της ΕΕ, δεν μπορεί να είναι μέλος της Ευρωζώνης.
Εάν βέβαια όλοι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνούσαν να παραβιάσουν τον νόμο και απλά επέτρεπαν την έξοδο ενός μέλους από την Ευρωζώνη, χωρίς να υπάρξει έξοδος από την ΕΕ, εάν δηλαδή όλοι, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, λειτουργούσαν παράνομα, δεν θα ασκείτο προφανώς σε κανέναν δίωξη.
Εάν όμως η χώρα, η οποία θα αποχωρούσε από την Ευρωζώνη παρέμενε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε θα εξακολουθούσε να υπόκειται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εάν εγκατέλειπε το ευρώ για όλες τις εσωτερικές συμβάσεις, αλλά το κρατούσε για όλες τις συμβάσεις στο εξωτερικό, η συνέπεια θα ήταν ένας καταιγισμός μηνύσεων, οι οποίες θα είχαν πολύ σοβαρή βάση.
Κάθε πολίτης της αποχωρούσας χώρας θα μπορούσε να κινηθεί νομικά εναντίον της κυβέρνησής του - ενδεχομένως εναντίον των κυβερνήσεων και των άλλων κρατών μελών. Η έξοδος δε από την Ευρωζώνη θα συνιστούσε διάκριση λόγω ιθαγένειας - η μεγαλύτερη απαγόρευση, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις ανόητες απειλές, σε σχέση με το αυθαίρετο, «εχθρικό» σταμάτημα της χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ κλπ., έτσι ώστε να αναγκασθεί εκ των πραγμάτων να αποχωρήσει μία χώρα από την Ευρωζώνη – γεγονός που είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί, ενώ θα οδηγούσε σε ένα απίστευτο χάος όχι μόνο την ένωση, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ
Η παραγωγή πλούτου σε ένα κράτος στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο προϋποθέσεις (α) στην αρχή μίας συσσώρευσης κεφαλαίων, βασισμένης στην άνιση αναδιανομή των εισοδημάτων και (β) σε μία κοινωνία, η οποία δεν εργάζεται για τις μικρές ηδονές του σήμερα, αλλά για τη μελλοντική ασφάλεια και τα βελτίωση του γένους – επομένως, για την ανάπτυξη και την πρόοδο.
Η Δύση κατάφερε να γίνει η πλουσιότερη «περιοχή» του πλανήτη, επειδή ήταν κοινωνικά και οικονομικά οργανωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Η κοινωνία της δηλαδή ήταν με τέτοιον τρόπο σχεδιασμένη, ώστε ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος να παραμένει στον έλεγχο εκείνης της τάξης, η οποία ήταν λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει – μία «καπιταλιστικής τάξης», η οποία δεν ανατρεφόταν υπό το πνεύμα των μεγάλων δαπανών, αλλά προτιμούσε τη δύναμη που της παρείχε η επένδυση, από τις ηδονές της άμεσης κατανάλωσης.
Το σύστημα αυτό, το οποίο δημιούργησε πολύ μεγάλες συσσωρεύσεις παγίου κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει σε μία κοινωνία, στην οποία ο πλούτος θα ήταν διανεμημένος ακριβοδίκαια, «σοσιαλιστικά» – ενώ εξαρτιόταν για την ανάπτυξη του από μία διπλή απάτη ή ψευδαίσθηση:
(α) Από τη μία πλευρά οι εργαζόμενες τάξεις αποδέχθηκαν μία κατάσταση, στην οποία μπορούσαν να ονομάσουν δικό τους ένα πολύ μικρό μέρος του παραγομένου προϊόντος, το οποίο αυτοί, η φύση και οι κεφαλαιοκράτες συνεργάζονταν για να το παράγουν.
(β) Από την άλλη πλευρά επιτράπηκε στις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να ονομάσουν το μεγαλύτερο μέρος του παραγομένου προϊόντος («πίτας») δικό τους, θεωρητικά ελεύθερους να το καταναλώσουν – εν τούτοις, με την άρρητη βαθύτερη προϋπόθεση ότι, δεν θα το κατανάλωναν, αλλά θα το (επαν)επένδυαν, σχεδόν στο σύνολο του.
Για ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, εργαζομένους και κεφαλαιοκράτες, το καθήκον της αποταμίευσης έγινε τα εννέα δέκατα της αρετής, τα «ιλιγγιώδη» πλεονεκτήματα του ανατοκισμού εξυμνηθήκαν, ενώ η συνεχής αύξηση του παραγομένου προϊόντος (ανάπτυξη, μεγάλωμα της «πίτας») αποτέλεσε ένα αντικείμενο αληθινής θρησκείας. Η αρετή της συσσώρευσης έγκειτο δε στο ότι, ο παραγόμενος πλούτος δεν επρόκειτο ποτέ να καταναλωθεί ούτε από τους ίδιους τους ανθρώπους, ούτε από τα παιδιά τους μετά από αυτούς (Keynes).
Σήμερα, μετά από μία περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, βασισμένης στους παραπάνω «κανόνες» (1945-1980), τους οποίους στη συνέχεια διαδέχθηκε η κάπως δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου (μέσω των σοσιαλιστικών συστημάτων ή/και της δημιουργίας του κοινωνικού κράτους πρόνοιας), ο δανεισμός και η άμετρη κατανάλωση (1980-2007), η Δύση είναι αντιμέτωπη με ένα αδιέξοδο – αφού η επάνοδος στην καπιταλιστική ανάπτυξη, απαιτεί ουσιαστικά την αλλαγή νοοτροπίας του συνολικού πληθυσμού της (εάν εξετάσει κανείς τα συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, ολόκληρης της δύσης, των Η.Π.Α., της ΕΕ της Ιαπωνίας κλπ., θα διαπιστώσει αμέσως τη γενικότερη αύξηση του μετά το 1980 – ενώ η αύξηση του ελληνικού συνολικού χρέους, πόσο μέλλον σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, είναι από τις μικρότερες).
Επί πλέον, ο συσσωρεμένος πλούτος της Δύσης, ο οποίος έχει πλέον τοποθετηθεί στις τράπεζες αντί στην πραγματική οικονομία, έχει αυτονομηθεί – με αποτέλεσμα να μην παρέχει εκείνο το χρονικό διάστημα «ανακωχής», το οποίο απαιτείται για την «εκλογίκευση» και την αλλαγή νοοτροπίας.
Παράλληλα, οι αδυναμίες αυτές έχουν δημιουργήσει μεγάλες διαστρεβλώσεις στις κοινωνίες - με τους εργαζομένους να μην είναι καθόλου πρόθυμοι να αποδεχθούν την εγκράτεια, καθώς επίσης με τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις, αβέβαιες για το μέλλον, εντελώς απρόθυμες να επενδύσουν.
Στα πλαίσια αυτά, η Πολιτική αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυξανόμενη πίεση των αγορών κεφαλαίου, στα συσσωρεμένα χρέη και στη δυσαρέσκεια των Πολιτών – μία κατάσταση η οποία λύνεται είτε με την απόφαση μαζικής διαγραφής χρεών, σε συνδυασμό με την «εκ βάθρων» αλλαγή νοοτροπίας, είτε με τη ριζική «μετατροπή» του πολιτικού συστήματος (κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, κλπ.), είτε με τη «δημιουργική καταστροφή» (πόλεμοι κλπ.).
Κατά την άποψη μας λοιπόν, όλες εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς.
Επομένως η Δύση, με αφετηρία την Ελλάδα, φαίνεται ότι θα απειληθεί από μία περίοδο έντονης αστάθειας, εσωτερικών αναταραχών, κοινωνικών εξεγέρσεων, εθνικιστικών εξάρσεων, προστατευτισμού, μεταβατικών κυβερνήσεων και αλλεπάλληλων εκλογών, με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
Η Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ (μετά τη ραγδαία υποτίμηση) και χρέος τραπεζών στο 1.000% του ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης. Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, διαγράφοντας μέρος των χρεών των νοικοκυριών - ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές.
Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9% - επίσης, το τρίτο χαμηλότερο συνολικό χρέος στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών.
Μετά τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ – συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο, παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, Πανεπιστημίων, ιδιωτών κλπ. από τη διαγραφή).
Το μνημόνιο ήταν πράγματι ένα φάρμακο για την οικονομία - όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι υπερασπιστές του. Ένα φάρμακο όμως δραστικό και δηλητηριώδες, το οποίο σκοτώνει, αργά αλλά σταθερά, αυτόν που θα υποχρεωθεί να το δοκιμάσει - μία δολοφονία εκ προμελέτης, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν φανταζόμαστε ότι θα μείνει ατιμώρητη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχουμε την άποψη πως όταν μία χώρα είναι βυθισμένη σε μία τεράστια κρίση, όταν βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, είναι ανόητο να συζητεί κανείς για αναδιάρθρωση της οικονομίας της - ακόμη και αν είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη τέτοιων μέτρων, τα οποία θα την ωφελήσουν μακροπρόθεσμα, με απόλυτη σιγουριά. Δεν είναι δε μόνο από οικονομικής πλευράς ανόητο, αλλά και από ηθικής - όταν την ίδια στιγμή χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνται στην ανεργία ή/και αυτοκτονούν.
Μεταφορικά, θα ήταν σαν να συζητούσαν οι άνδρες της πυροσβεστικής, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας τους να σβήσουν μία πυρκαγιά, για τη λογική ή όχι των πυροσβεστικών μέτρων ή για την ελλιπή πυροπροστασία του κτιρίου που καίγεται - αντί να ασχολούνται με τη μη μετάδοση της σε γειτονικούς χώρους και, στη συνέχεια, με την κατάσβεση της. Στα νοσοκομεία οι γιατροί, κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης χειρουργικής επέμβασης, δεν συζητούν για τον τρόπο ζωής και για τα σφάλματα του ασθενή - απλά προσπαθούν να τον σώσουν.
Τόσο η Ελλάδα λοιπόν, όσο και η Ευρωζώνη, δεν έχουν αυτή τη στιγμή χρόνο για να διορθώσουν τα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής και του ευρώ - ενώ θα ήταν δεδομένη η διάλυση των Η.Π.Α. εάν η εκεί κυβέρνηση συζητούσε την αποβολή ή μη της Καλιφόρνιας, λόγω της χρεοκοπίας της.
Αυτό που επείγει είναι η λήψη άμεσων μέτρων για την από κοινού ανάπτυξη ολόκληρης της ηπείρου, καθώς επίσης για τον περιορισμό των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών - μέσω των χαμηλών επιτοκίων, του ελεγχόμενου πληθωρισμού και της μερικής διαγραφής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως η εσωτερική υποτίμηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κλπ., απαιτούν πολύ χρόνο για την επίτευξη τους. Όπως λοιπόν κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς οι πυροσβέστες δεν συζητούν για τις αιτίες της, αλλά προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αφήνοντας για αργότερα τη διαπίστωση των αιτίων της και την καταπολέμηση τους, έτσι οφείλουμε να λειτουργήσουμε και στην περίπτωση της Ευρωζώνης – με την άμεση υιοθέτηση βραχυπρόθεσμων «κατασταλτικών» μέτρων, τα οποία θα επιτρέψουν σταδιακά την υιοθέτηση μακροπροθέσμων, «ανασταλτικών» και προληπτικών.