Ως άλλος Κουταλιανός υπόσχεται ο Τόνυ Πατώνει να φάει τα σίδερα, προκειμένου να επιτύχει να φέρει στη χώρα ξένες επενδύσεις. Πόσο το έχω βαρεθεί αυτό το story.
Πόσο αφόρητα μικροκομματική και πολιτικάντικη είναι αυτή η διακήρυξη. Ένα τεράστιο ΘΑ που βάζω στοίχημα ότι ποτέ δεν θα υλοποιηθεί ευχόμενος, όμως, ταυτοχρόνως να χάσω το στοίχημα. Μόνον ένα μικρό κοριτσάκι, σαν αυτό που...
αναρωτιέται στο κατάπτυστο πλέον σποτάκι «γιατί η Ελλάδα δεν έχει ευρώ», θα μπορούσε να χάψει αυτή την προεκλογική υπόσχεση κύριε.
Παρατήρηση πρώτη: όταν αντελήφθης ότι ο Γιωργάκης μάς οδηγεί στον γκρεμό, γιατί δεν κήρυξες πανστρατιά για να έλθουν στην Ελλάδα ξένοι επενδυτές; Δεν σε αφορούσε το θέμα, επειδή ήταν άλλος ο πρωθυπουργός; Και η πατρίδα; Αξίζει των προσπαθειών μας μόνον όταν κυβερνούμε;
Παρατήρηση δεύτερη: δεν πάνε πολλοί μήνες που ο Πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων δήλωνε ότι οι Γερμανοί επιχειρηματίες είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στην Ελλάδα, αρκεί να επενδύσουν στη χώρα τους και οι Έλληνες επιχειρηματίες. Έκτοτε δεν άκουσα ούτε έναν πολιτικό να προτρέπει τους Έλληνες βιομηχάνους να επενδύσουν στην Ελλάδα. Δεν τους είδα να καταβάλλουν την παραμικρή προσπάθεια για να σχηματισθεί μία κοινοπραξία από Έλληνες επενδυτές, προκειμένου να γίνει κάποια επένδυση π.χ. στον Αστακό ή στο Ελληνικό, τα αγαπημένα πεδία επενδύσεων των πολιτικών μας και των κολλητών τους. Απλώς εζάλιζαν εμάς τους χαχόλους με ταξίδια στο Κατάρ και ειδήσεις ή διαρροές περί επικείμενης μεγάλης επένδυσης δισεκατομμυρίων δολαρίων. Γιατί κύριε;
Παρατήρηση τρίτη: ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών [μετονομασθείς άραγε από Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, για να εξοβελισθεί το υπό του Γεωργίου Παπανδρέου ρηθέν «Η χώρα διαθέτει πλούσιους βιομήχανους και φτωχές βιομηχανίες»;] αρέσκεται μόνον στην παράδοση μαθημάτων περί ανταγωνιστικότητος, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις. Κάπου κάπου περιορίζεται στον εξορκισμό των απεργιών και αναλίσκεται σε μύδρους κατά της δυσβάσταχτης φορολογίας και των υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών που ταλανίζουν τους επενδυτές. Είχε, μάλιστα, το θράσος ο Πρόεδρός του να αναφωνήσει το περίφημο «Κάτω τα χέρια από τα Ασφαλιστικά Ταμεία μας», όταν οι «όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω» Λοβέρδος και Κουτρουμάνης τα διέλυαν. Ο λόγος; Επειδή και οι εργοδότες εισφέρουν στα εν λόγω Ταμεία. Ακόμη και σήμερα, όμως, που έχουν εξαερωθεί οι συλλογικές συμβάσεις και τα ημερομίσθια, σήμερα που 1.200.000 Ελλήνων αναζητούν απεγνωσμένα εργασία έστω και με μισθό €500, δεν βλέπω κάποια ελληνική επένδυση. Τί τους εμποδίζει; Μήπως δεν υπάρχουν τομείς, για να επενδύσει κανείς; Αν δεν υπάρχουν, τότε ποιοί ξένοι θα έλθουν να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους και πού;
Παρατήρηση τέταρτη: όταν ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τιμά, τρόπος του λέγειν, με την παρουσία του τα εγκαίνια μονάδος που κατασκευάσθηκε στη Βουλγαρία, για να μεταφερθεί εκεί επιχειρηματική μονάδα που λειτουργούσε στη Βόρειο Ελλάδα, ποιόν ξένο επενδυτή θα προσελκύσετε κύριε; Γιατί δεν καταχερίσατε τότε τον κ. Αντιπρόεδρο κύριε;
Παρατήρηση πέμπτη: μετά από 10 χρόνια πολέμου [εμφυλίου και μη] η καθημαγμένη χώρα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί. Ήταν τότε που κτίσθηκε ο σύγχρονος Παρθενώνας στη Μακρόνησο με παραρτήματα μικρών Παρθενώνων σε απομονωμένα αιγαιοπελαγίτικα νησιά για την ανάνηψη των «κόκκινων κομμουνιστοληστοσυμμοριτών» και ο έλληνας πρωθυπουργός έλεγε κομψευάμενος στον Αμερικανό στρατηγό «Ιδού ο στρατός σας» καθώς επεδείκνυε τον παρελαύνοντα ενώπιόν τους υπερήφανο ηττημένο-νικητή του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ελληνικό στρατό. Τότε που στα στρατοδικεία εσύροντο ηττημένοι του εμφυλίου με κατηγορίες τύπου «σε μη εξακριβωμένο τόπο και σε απροσδιόριστο χρόνο εφόνευσε άγνωστο αριθμό χωροφυλάκων». Τότε που η χώρα απέκτησε νέο Σύνταγμα [02.01.1952], το άρθρο 112 του οποίου προέβλεπε την εφ’ άπαξ έκδοση νόμου, με τον οποίον θα παρείχετο εξαιρετική προστασία στα κεφάλαια που θα εισήγοντο από το εξωτερικό: απαγόρευση απαλλοτρίωσης-εθνικοποίησης, σταθερός φορολογικός συντελεστής, μειωμένες έως και μηδενικές ασφαλιστικές εισφορές, μειωμένοι συντελεστές χαρτοσήμου, πλείστες όσες φορολογικές απαλλαγές κ.λπ. Έτσι, θεσπίσθηκε το ν.δ. 2687/1953, το οποίο κατέληξε να προστατεύει κυρίως το εφοπλιστικό κεφάλαιο, αφού εθεωρείτο εισαγωγή κεφαλαίου και η ανύψωση της ελληνικής σημαίας σε πλοία. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, σημείο του νόμου εκείνου ήταν η πρόβλεψη ότι οι όροι της επένδυσης που θα έχει εγκριθεί και υπαχθεί στις διατάξεις του δεν θα μπορούν να τροποποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση του επενδυτή. Τόσο κρα κάναμε για επενδύσεις και τόση εμπιστοσύνη είχαν οι επενδυτές στην Ελληνική Διοίκηση, ώστε απαιτούσαν τέτοιους όρους υποτελείας για να φέρουν κεφάλαια στη χώρα. Και μετά; Μετά, όσες μη ναυτιλιακές επενδύσεις έγιναν με τεράστιο κόστος, το οποίο πλήρωσε ο ελληνικός λαός για χάρη της ανάπτυξης, κατέληξαν σε χέρια ελλήνων «επενδυτών» αντί πινακίου φακής.
Ας αντικαταστήσουμε, λοιπόν, τον όρο «επενδυτής» του ν.δ. 2687/1953 με τον όρο «δανειστές» στο Μνημόνιο και στη Δανειακή Σύμβαση και θα αντιληφθούμε γιατί ο Μπαίνει Βγαίνει, ο Τόνυ Πατώνει, ο Φώτης της Έλλης και ο Καρατζ-αφρένης κάνουν λόγο για διαπραγμάτευση και όχι για κατάργηση των Μνημονίων. Άδικο, λοιπόν, έχω όταν ισχυρίζομαι ότι γυρίζουμε ολοταχώς 50 και 60 χρόνια πίσω; Ή μήπως βρισκόμαστε ανέκαθεν εκεί κολλημένοι και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει;
Γιατί δεν ξεκολλάς από τις παλαιοκομματικές πρακτικές κύριε; Ο λαός θέλει όραμα και όχι πανόραμα παπαρολογίας. Θέλει πράγματα εφικτά και μακρυά από τα λαμόγια που μια ζωή το παίζουν επενδυτές και μας απομυζούν για να μιζάρουν εσάς. Ο λαός δεν γουστάρει το εργολαβοπολιτικό σύμπλεγμα. Μπορείς να απαγκιστρωθείς κύριε; Αν ναι, τότε θα απαγκιστρωθούμε και εμείς από τα Μνημόνια, θα τα διαπραγματευθούμε, θα τα αναδιαπραγματευθούμε, θα τα καταργήσουμε, θα τα τροποποιήσουμε, πες το όπως θέλεις κύριε. Θέλεις να το πούμε «άλλο μείγμα πολιτικής»; Μαζί σου, αλλά ξεκόλλα από τη δεκαετία του ΄50 και του ΄60.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Πόσο αφόρητα μικροκομματική και πολιτικάντικη είναι αυτή η διακήρυξη. Ένα τεράστιο ΘΑ που βάζω στοίχημα ότι ποτέ δεν θα υλοποιηθεί ευχόμενος, όμως, ταυτοχρόνως να χάσω το στοίχημα. Μόνον ένα μικρό κοριτσάκι, σαν αυτό που...
αναρωτιέται στο κατάπτυστο πλέον σποτάκι «γιατί η Ελλάδα δεν έχει ευρώ», θα μπορούσε να χάψει αυτή την προεκλογική υπόσχεση κύριε.
Παρατήρηση πρώτη: όταν αντελήφθης ότι ο Γιωργάκης μάς οδηγεί στον γκρεμό, γιατί δεν κήρυξες πανστρατιά για να έλθουν στην Ελλάδα ξένοι επενδυτές; Δεν σε αφορούσε το θέμα, επειδή ήταν άλλος ο πρωθυπουργός; Και η πατρίδα; Αξίζει των προσπαθειών μας μόνον όταν κυβερνούμε;
Παρατήρηση δεύτερη: δεν πάνε πολλοί μήνες που ο Πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων δήλωνε ότι οι Γερμανοί επιχειρηματίες είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στην Ελλάδα, αρκεί να επενδύσουν στη χώρα τους και οι Έλληνες επιχειρηματίες. Έκτοτε δεν άκουσα ούτε έναν πολιτικό να προτρέπει τους Έλληνες βιομηχάνους να επενδύσουν στην Ελλάδα. Δεν τους είδα να καταβάλλουν την παραμικρή προσπάθεια για να σχηματισθεί μία κοινοπραξία από Έλληνες επενδυτές, προκειμένου να γίνει κάποια επένδυση π.χ. στον Αστακό ή στο Ελληνικό, τα αγαπημένα πεδία επενδύσεων των πολιτικών μας και των κολλητών τους. Απλώς εζάλιζαν εμάς τους χαχόλους με ταξίδια στο Κατάρ και ειδήσεις ή διαρροές περί επικείμενης μεγάλης επένδυσης δισεκατομμυρίων δολαρίων. Γιατί κύριε;
Παρατήρηση τρίτη: ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών [μετονομασθείς άραγε από Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, για να εξοβελισθεί το υπό του Γεωργίου Παπανδρέου ρηθέν «Η χώρα διαθέτει πλούσιους βιομήχανους και φτωχές βιομηχανίες»;] αρέσκεται μόνον στην παράδοση μαθημάτων περί ανταγωνιστικότητος, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες λύσεις. Κάπου κάπου περιορίζεται στον εξορκισμό των απεργιών και αναλίσκεται σε μύδρους κατά της δυσβάσταχτης φορολογίας και των υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών που ταλανίζουν τους επενδυτές. Είχε, μάλιστα, το θράσος ο Πρόεδρός του να αναφωνήσει το περίφημο «Κάτω τα χέρια από τα Ασφαλιστικά Ταμεία μας», όταν οι «όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω» Λοβέρδος και Κουτρουμάνης τα διέλυαν. Ο λόγος; Επειδή και οι εργοδότες εισφέρουν στα εν λόγω Ταμεία. Ακόμη και σήμερα, όμως, που έχουν εξαερωθεί οι συλλογικές συμβάσεις και τα ημερομίσθια, σήμερα που 1.200.000 Ελλήνων αναζητούν απεγνωσμένα εργασία έστω και με μισθό €500, δεν βλέπω κάποια ελληνική επένδυση. Τί τους εμποδίζει; Μήπως δεν υπάρχουν τομείς, για να επενδύσει κανείς; Αν δεν υπάρχουν, τότε ποιοί ξένοι θα έλθουν να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους και πού;
Παρατήρηση τέταρτη: όταν ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τιμά, τρόπος του λέγειν, με την παρουσία του τα εγκαίνια μονάδος που κατασκευάσθηκε στη Βουλγαρία, για να μεταφερθεί εκεί επιχειρηματική μονάδα που λειτουργούσε στη Βόρειο Ελλάδα, ποιόν ξένο επενδυτή θα προσελκύσετε κύριε; Γιατί δεν καταχερίσατε τότε τον κ. Αντιπρόεδρο κύριε;
Παρατήρηση πέμπτη: μετά από 10 χρόνια πολέμου [εμφυλίου και μη] η καθημαγμένη χώρα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί. Ήταν τότε που κτίσθηκε ο σύγχρονος Παρθενώνας στη Μακρόνησο με παραρτήματα μικρών Παρθενώνων σε απομονωμένα αιγαιοπελαγίτικα νησιά για την ανάνηψη των «κόκκινων κομμουνιστοληστοσυμμοριτών» και ο έλληνας πρωθυπουργός έλεγε κομψευάμενος στον Αμερικανό στρατηγό «Ιδού ο στρατός σας» καθώς επεδείκνυε τον παρελαύνοντα ενώπιόν τους υπερήφανο ηττημένο-νικητή του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ελληνικό στρατό. Τότε που στα στρατοδικεία εσύροντο ηττημένοι του εμφυλίου με κατηγορίες τύπου «σε μη εξακριβωμένο τόπο και σε απροσδιόριστο χρόνο εφόνευσε άγνωστο αριθμό χωροφυλάκων». Τότε που η χώρα απέκτησε νέο Σύνταγμα [02.01.1952], το άρθρο 112 του οποίου προέβλεπε την εφ’ άπαξ έκδοση νόμου, με τον οποίον θα παρείχετο εξαιρετική προστασία στα κεφάλαια που θα εισήγοντο από το εξωτερικό: απαγόρευση απαλλοτρίωσης-εθνικοποίησης, σταθερός φορολογικός συντελεστής, μειωμένες έως και μηδενικές ασφαλιστικές εισφορές, μειωμένοι συντελεστές χαρτοσήμου, πλείστες όσες φορολογικές απαλλαγές κ.λπ. Έτσι, θεσπίσθηκε το ν.δ. 2687/1953, το οποίο κατέληξε να προστατεύει κυρίως το εφοπλιστικό κεφάλαιο, αφού εθεωρείτο εισαγωγή κεφαλαίου και η ανύψωση της ελληνικής σημαίας σε πλοία. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, σημείο του νόμου εκείνου ήταν η πρόβλεψη ότι οι όροι της επένδυσης που θα έχει εγκριθεί και υπαχθεί στις διατάξεις του δεν θα μπορούν να τροποποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση του επενδυτή. Τόσο κρα κάναμε για επενδύσεις και τόση εμπιστοσύνη είχαν οι επενδυτές στην Ελληνική Διοίκηση, ώστε απαιτούσαν τέτοιους όρους υποτελείας για να φέρουν κεφάλαια στη χώρα. Και μετά; Μετά, όσες μη ναυτιλιακές επενδύσεις έγιναν με τεράστιο κόστος, το οποίο πλήρωσε ο ελληνικός λαός για χάρη της ανάπτυξης, κατέληξαν σε χέρια ελλήνων «επενδυτών» αντί πινακίου φακής.
Ας αντικαταστήσουμε, λοιπόν, τον όρο «επενδυτής» του ν.δ. 2687/1953 με τον όρο «δανειστές» στο Μνημόνιο και στη Δανειακή Σύμβαση και θα αντιληφθούμε γιατί ο Μπαίνει Βγαίνει, ο Τόνυ Πατώνει, ο Φώτης της Έλλης και ο Καρατζ-αφρένης κάνουν λόγο για διαπραγμάτευση και όχι για κατάργηση των Μνημονίων. Άδικο, λοιπόν, έχω όταν ισχυρίζομαι ότι γυρίζουμε ολοταχώς 50 και 60 χρόνια πίσω; Ή μήπως βρισκόμαστε ανέκαθεν εκεί κολλημένοι και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει;
Γιατί δεν ξεκολλάς από τις παλαιοκομματικές πρακτικές κύριε; Ο λαός θέλει όραμα και όχι πανόραμα παπαρολογίας. Θέλει πράγματα εφικτά και μακρυά από τα λαμόγια που μια ζωή το παίζουν επενδυτές και μας απομυζούν για να μιζάρουν εσάς. Ο λαός δεν γουστάρει το εργολαβοπολιτικό σύμπλεγμα. Μπορείς να απαγκιστρωθείς κύριε; Αν ναι, τότε θα απαγκιστρωθούμε και εμείς από τα Μνημόνια, θα τα διαπραγματευθούμε, θα τα αναδιαπραγματευθούμε, θα τα καταργήσουμε, θα τα τροποποιήσουμε, πες το όπως θέλεις κύριε. Θέλεις να το πούμε «άλλο μείγμα πολιτικής»; Μαζί σου, αλλά ξεκόλλα από τη δεκαετία του ΄50 και του ΄60.
Σωτήριος Καλαμίτσης