Δεδομένο πρώτο είναι ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως το Μνημόνιο, ήτοι τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η «λαοπρόβλητη» [04.10.2009, 14.11.2010] κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, είναι σύμφωνα προς το Σύνταγμα. Πρόεδρος ο κ. Πικραμμένος, ..
μετέπειτα «υπηρεσιακός» πρωθυπουργός που οδήγησε τη χώρα στις εκλογές της 17.06.2012.
Ας θυμηθούμε παρεμπιπτόντως πως ο αλήστου μνήμης πρωθυπουργός Γ. Α. Παπανδρέου όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο «Τί θα γίνει αν το ΣτΕ αποφανθεί ότι το Μνημόνιο είναι αντισυνταγματικό;», είχε απαντήσει ως εξής: «Αυτή θα είναι μία νομική άποψη». Δηλαδή, το Μνημόνιο το ψηφίσαμε 157 αντιπρόσωποι του Έθνους, οι οποίοι θα γράψουμε στα παλαιότερα των υποδημάτων μας μία τέτοια απόφαση του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, για το οποίο είχε δηλώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την έναρξη λειτουργίας του: «Ίδρυσα το ΣτΕ, για να μου τρίψει τη μούρη, αν παραβιάζω το Σύνταγμα ή τον νόμο».
Δεδομένο δεύτερο είναι ότι το Ειρηνοδικείο Αθηνών απεφάνθη ότι οι περικοπές μισθών βάσει του Μνημονίου έρχονται σε αντίθεση με βασικές διατάξεις του Συντάγματος, της σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Σιεθνών Συμβάσεων Εργασίας, οι διατάξεις των οποίων, ειρήσθω εν παρόδω, υπερισχύουν παντός Μνημονίου ως εμπεριεχόμενες σε διεθνείς συμβάσεις κυρωμένες από το Κοινοβούλιο. Αυτή την ισχύ προσδίδει το Σύνταγμα στις κυρωμένες από το Κοινοβούλιο διεθνείς συμβάσεις που υπογράφουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών ασφαλώς και είναι υποδεέστερο του ΣτΕ, αφού το ΣτΕ είναι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, ενώ το Ειρηνοδικείο αποτελεί την κατώτατη βαθμίδα απονομής Δικαιοσύνης σε ιδιωτικές διαφορές, ανεξαρτήτως του ότι κατά τεκμήριο συγκροτείται από δικαστές κάποιας ηλικίας με τεράστια πείρα και γνώση. Ποία απόφαση θα υπερισχύσει; διερωτώνται οι μη νομικοί. Η απάντηση είναι ότι καμμία απόφαση δεν θα υπερισχύσει. Και τούτο, διότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Πράγματι, οι εργοδότες που ηττήθηκαν στις υποθέσεις, επί των οποίων οι αποφάσεις του Ειρηνοδικείου, έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν έφεση, οπότε οι υποθέσεις θα επανακριθούν σε δεύτερο βαθμό από το Πρωτοδικείο Αθηνών, στη συνέχεια δε υπάρχει και το στάδιο της αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, στον οποίο θα μπορεί να προσφύγει όποιος ηττηθεί στο Πρωτοδικείο, αν η απόφαση του τελευταίου παρουσιάζει νομικές πλημμέλειες. Μπορούν, μάλιστα οι εργοδότες να προσφύγουν απ’ ευθείας στον Άρειο Πάγο κατά των αποφάσεων του Ειρηνοδικείου, αφού παραιτηθούν του δικαιώματος ασκήσεως εφέσεως, επικαλούμενοι κακή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Μνημονίου.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο εργοδότης αποφασίζει, προκειμένου να επιταχύνει την οριστική επίλυση της διαφοράς, να προσφύγει απ’ ευθείας στον Άρειο Πάγο. Τί διαβλέπω ότι θα γίνει: εν πρώτοις θα ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, η οποία θα έχει καταστεί τελεσίδικη με την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης έφεσης. Εικάζω ότι λόγω και της σπουδαιότητος του νομικού ζητήματος ο Άρειος Πάγος αφ’ ενός θα αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης του Ειρηνοδικείου μέχρις ότου αποφανθεί ο ίδιος επί του μείζονος νομικού ζητήματος αφ’ ετέρου θα ορίσει συντομότατη δικάσιμο και μάλιστα ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου.
Αν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφανθεί ότι η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι εσφαλμένη, θα την αναιρέσει και θα στείλει την υπόθεση πίσω στο Ειρηνοδικείο, το οποίο είναι πλέον υποχρεωμένο εκ του νόμου να ακολουθήσει την ερμηνεία που θα έχει δώσει ο Άρειος Πάγος στις διατάξεις του Μνημονίου περί περικοπής μισθών. Αν, όμως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κρίνει ότι η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι ορθή, τότε θα βρεθούμε προ του ουχί σπανίου φαινομένου να έχουμε δύο αντίθετες αποφάσεις επί του αυτού θέματος από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, ήτοι τον ΄Αρειο Πάγο και το ΣτΕ. Ποία θα υπερισχύσει; Στην περίπτωση αυτή προβλέπει το Σύνταγμα ότι επειδή δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις μεταξύ των δύο ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες εξ ορισμού προκαλούν ανασφάλεια δικαίου, το όλο θέμα άγεται ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου [ΑΕΔ] , το οποίο συντίθεται από αρεοπαγίτες, συμβούλους της επικρατείας, καθηγητές της νομικής και δικηγόρους. Αν το ΑΕΔ ταχθεί υπέρ της απόψεως της Ολομέλειας του ΣτΕ, τότε το Μνημόνιο και οι περικοπές που αυτό έφερε τσιμεντώνεται και ουδέν δικαστήριο μπορεί πλέον να εκδώσει απόφαση αντίθετη με την απόφαση του ΑΕΔ. Αν, όμως, το ΑΕΔ ταχθεί υπέρ της απόψεως του Αρείου Πάγου, τότε όλες οι διατάξεις του Μνημονίου οι σχετικές με περικοπές κ.λπ. παύουν να ισχύουν από τη δημοσίευση της απόφασης του ΑΕΔ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως*. Αυτά ορίζει το Σύνταγμα. Συνεπώς, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας.
Με την ευκαιρία αυτή και επειδή εξ αφορμής των ρηξικέλευθων αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών διατυπώθηκε η άποψη ότι αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων [Ειρηνοδικείου και ΣτΕ εν προκειμένω] σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της ανάγκης ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει την αντισυνταγματικότητα των νόμων και οι αποφάσεις του οποίου θα είναι αμέσως εφαρμοστέες από όλα τα δικαστήρια της χώρας [διοικητικά, πολιτικά, ποινικά], χρήσιμο είναι να πούμε δυο λόγια και για το ζήτημα αυτό. Σήμερα ισχύει το λεγόμενο «σύστημα του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων», το οποίο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και επιβάλλει σε κάθε δικαστή οποιασδήποτε βαθμίδας να μην εφαρμόζει νόμους, τους οποίους εκείνος κρίνει κατά συνείδηση αντισυνταγματικούς. Παράδειγμα αυτού του ελέγχου αποτελούν οι επίμαχες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Ο Ειρηνοδίκης έκρινε ότι οι διατάξεις του Μνημονίου περί περικοπής μισθών είναι αντισυνταγματικές και δεν τις εφάρμοσε κατ’ επιταγή του Συντάγματος. Τί θα είχε γίνει αν είχαμε Συνταγματικό Δικαστήριο; Το ζήτημα της συνταγματικότητος ή μη του Μνημονίου θα είχεν αχθεί εξ αρχής ενώπιόν του και η απόφασή του θα δέσμευε πλέον όλα τα δικαστήρια της χώρας. Ένας τέτοιος θεσμός έχει τα «υπέρ» και τα «κατά». Υπέρ αυτού είναι το στοιχείο της ταχύτητας της απονομής της δικαιοσύνης, αφού ένα μείζον θέμα θα λυνόταν γρήγορα και θα αποτελούσε οδηγό για όλους τους συναλλασσομένους και τα δικαστήρια. Το «κατά» αφορά στον τρόπο συγκρότησης ενός τέτοιου δικαστηρίου. Πώς θα συγκροτείται ένα τέτοιο δικαστήριο; Ποιός θα ορίζει τα μέλη του; Η εκάστοτε Κυβέρνηση; Θα έχουμε εν τοιαύτη περιπτώσει επανάληψη του σημερινού φαινομένου της προαγωγής Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων [Αρείου Πάγου, ΣτΕ και Ελεγκτικού Συνεδρίου] από την κυβέρνηση που τυχαίνει να βρίσκεται στην εξουσία κατά την κένωση των αντίστοιχων θέσεων. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι προαγωγές αυτές ενέχουν πολιτικά χαρακτηριστικά. Αν, όμως, η σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου οριζόταν π.χ. δια κληρώσεως μεταξύ όλων των Προέδρων Εφετών, όλων των Αρεοπαγιτών, όλων των Συμβούλων Επικρατείας και όλων των καθηγητών Νομικών Σχολών της χώρας, ασφαλώς και το Συνταγματικό δικαστήριο θα ήταν η προτιμότερη λύση, αφού τα πολιτικά φρονήματα των υποψηφίων μελών του Δικαστηρίου θα έπαιζαν ελάχιστο ρόλο. Βέβαια, αυτός ο τρόπος ορισμού των μελών του εν λόγω δικαστηρίου δεν είναι ο ιδανικός, αλλά μήπως υπάρχει ιδανικός τρόπος; Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το οποίο απαρτίζεται από εννέα δικαστές διοριζόμενους από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1970, λοιπόν, ο δικαστής Ντάγκλας, μη συντηρητικών αντιλήψεων, ηρνείτο, αν και υπέργηρος, να παραιτηθεί, επειδή στη θέση του θα διόριζε ο ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος Νίξον συντηρητικό δικαστή και έτσι θα διεταράσσετο η πλειοψηφία 5-4 που σχημάτιζαν οι μη συντηρητικοί δικαστές .
Σωτήριος Καλαμίτσης
*Παρεμπιπτόντως: το Σύνταγμα αναφέρεται στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και όχι «της Κυβέρνησης». Μπορούμε, λοιπόν, να αναφερόμεθα σε υπουργό της κυβέρνησης, αλλ’ όχι στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.