Γράφει για ta xalia ο Δημοσιογράφος Χρήστος Νικολαίδης
Στα παιδικά μου καλοκαίρια, συνυφασμένα με θορυβώδεις βραδιές- οικογενειακά μαζώματα,
λόγω της επιστροφής για διακοπές δεκάδων συγγενών μου από τη Γερμανία και την
Ελβετία, τους λέγαμε κοροϊδευτικά «Λαζογερμανούς»…
Αυτούς τους ψηλομύτηδες, βαρετούς και ενοχλητικούς δήθεν
προοδευμένους αλλά και τα όσα τους σούρναμε μπροστά και πίσω από την πλάτη τους,
μού θύμισε αυτός ο Σιδερής Τασιάδης, με την κωλοπαιδαρίστικη συμπεριφορά έναντι
της...
Ελλάδας. Το παιδί δεν φταίει, οι γονείς του πρέπει να υποστούν την κριτική
και τις βολές όλων μας. Αυτός μας τα εξήγησε όλα με τα (λέμε τώρα) αθώα λόγια
του, «τώρα που θα με διορίσουν στην αστυνομία, λόγω του μεταλλίου μου, δεν
υπάρχει περίπτωση να γυρίσω ποτέ στην Ελλάδα».
Η περίπτωση του όμως αποδεικνύει ότι η πατριωτική στάση και
η οικοδόμηση μίας συλλογικής συνείδησης είναι ζητήματα που δεν φυτρώνουν ή δεν
βρίσκονται αυτονοήτως μέσα στο ελληνικό DNA. Εάν δεν καλλιεργηθούν και δεν προετοιμαστούν μεθοδικά
απλούστατα δεν υπάρχουν. Είναι (κατά την ταπεινή μου άποψη) σοβαρότατη θεματική
για την Ελλάδα της κρίσης. Εάν δεν φτιάξουμε στην Ελλάδα μία μηχανή παραγωγής
πατριωτών πολύ δύσκολα θα αντέξουμε την πίεση που μας ασκεί η κρίση και ακόμη δυσκολότερα θα βγούμε απ’ αυτήν.
Χωρίς τη μηχανή αυτή θα γεμίσουμε από τέτοιες
κωλοπαιδαρίστικες συμπεριφορές, που ήδη βλέπουμε να φύονται τριγύρω μας από
ανθρώπους που η κρίση τους κάνει να κοιτάνε ακόμη περισσότερο τον κώλο τους και
μόνο αυτόν, να απομονώνονται και να βλέπουν κάθε μέρα και με περισσότερη επιφυλακτικότητα τους άλλους και να ξενερώνουν με τον ασχημότερο τρόπο ελληνικά
ιδανικά, αρχές, σύμβολα και παραδόσεις.
Να μην υπάρξουν άλλοι Τασιάδηδες στην Ομογένεια και να μην
γίνουμε και εμείς Τασιάδηδες, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας.
Για τους Τασιάδηδες, όπως και για όλους τους «Λαζογερμανούς»
η Ελλάδα δεν είναι κράτος ούτε Πατρίδα αλλά τόπος διακοπών. Οι συνέλληνες δεν
είναι έθνος αλλά πληθυσμός και μάλιστα κακής ποιότητας. Τους θυμάμαι στα παιδικά
μου καλοκαίρια να έρχονται πάνω στα Βόλβο των γονιών τους, με ύφος-μπλαζέ στο
χωριό επειδή είχανε «Αντίντας» μπάλες και σετάκι ποδοσφαιρικά παπούτσια με
τάπες, των οποίων εμείς οι αυθόχθονες αγνοούσαμε
ακόμη και την ύπαρξη! Δεν ήταν όλοι οι ομογενείς και ξενιτεμένοι έτσι, οι
περισσότεροι ήταν φλογεροί πατριώτες και δάκρυζαν μπροστά στη γαλανόλευκη ακόμη
κι αν μιλούσαν σπαστά τα ελληνικά.
Αλλά οι «Λαζογερμανοί»
όπως και όλοι οι Τασιάδηδες είχαν βαθιά την πεποίθηση ότι ήταν πολύ
καλύτεροι από εμάς, σε όλα τα επίπεδα, από το ποδόσφαιρο μέχρι τον Πολιτισμό,
τα μαθηματικά και τις ξένες γλώσσες. Όχι επειδή πραγματικά ήταν. Αλλά επειδή
πήγαιναν σε καλύτερα σχολεία από εμάς, ή όταν αρρώσταιναν τους πήγαιναν σε καλύτερα
νοσοκομεία από ό,τι εμάς. Πίστευαν ότι επειδή ζούσαν σε πιο προηγμένη χώρα από
τη δική μας ήταν κι αυτοί σπουδαιότεροι. Η λεπτομέρεια ότι ούτε αυτοί έχτισαν τη
χώρα που τους δέχθηκε αλλά ούτε και εμείς προσωπικά ευθυνόμαστε για τα χάλια της
δικής μας, έμενε στο περιθώριο στις σχετικές συζητήσεις.
Κάθε καλοκαίρι μας έπρηζαν τα αυτιά με τα όσα κατάφερναν στις
σπουδές ή τις δουλειές τους, το πόσο υψηλής ποιότητας υπηρεσίες απολάμβαναν στην
καθημερινότητά τους οικτίροντάς μας γιατί ημείς οι αυθόχθονες αγνοούσαμε μέχρι
και την ύπαρξη τους… Είχαν περισσότερα λεφτά αλλά ήταν περισσότερο τσιγκούνηδες
από εμάς…
Όλα λέγονταν με μία ισχυρά δόση έπαρσης και κακεντρέχειας,
πασπαλισμένη με ολίγη συμπόνοια επειδή εμείς δεν ξέραμε τι ήταν μηχανοργάνωση
δημόσιας υπηρεσίας, αποδοτικός δημόσιος υπάλληλος, φοιτητικό δάνειο,
ανταγωνιστικό σχολείο, λεωφορείο και τρένο στην ώρα του, εξασφαλισμένη θέση
εργασίας και πτυχίο με σοβαρό αντίκρυσμα ή μία αστραφτερή BMW.
Αλλά όλα είχαν προσωπικό τόνο: αυτοί που τα κατάφερναν και
εμείς που μια ζωή υπολειπόμασταν. Ενώ δεν ήταν έτσι… Με την ίδια ευκολία που
ταύτιζαν τον εαυτό τους με τις προοδευμένες κοινωνίες στις οποίες ζούσαν,
ταύτιζαν και εμάς με την ψωροκώσταινα!
Το πιο εκνευριστικό ήταν όταν οι «Λαζογερμανοί»
αμφισβητούσαν (λόγω όλων των παραπάνω)
τη συνολική βαρύτητα καθετί του ελληνικού, όπως αυτό το μαλακισμένο με το
ολυμπιακό μετάλλιο. Αλλά και όταν, επειδή συνεχώς «ψηλώνονταν» έφταναν στο
σημείο να απαρνηθούν την ελληνικότητά τους καθώς την αντιλαμβάνονταν ως ένα
βαρίδιο που τους εμπόδιζε να φτάσουν την ελβετική ή γερμανική ταυτότητα.
Θυμάμαι ότι μία θυελλώδη τέτοια συζήτηση, γύρω από το
οικογενειακό τραπέζι μπροστά στα οκτάχρονα μάτια μου, με έκανε να εκτιμήσω
βαθιά τον πατέρα μου και να τον θαυμάσω για δεύτερη φορά στη ζωή μου (η πρώτη
ήταν όταν τον είδα- με την αστραφτερή στολή του χωροφύλακα- να δέρνει έναν αλήτη που είχε βρίσει μια
γιαγιά). «Θα μπορούσαμε κι εμείς να φύγουμε για την Ελβετία και να γίνουμε σαν
κι εσάς, αλλά προτιμήσαμε να μείνουμε στην Πατρίδα μας και να αγωνιστούμε για
να την κάνουμε καλύτερη», είχε πει σε κάποιους μετανάστες συγγενείς του, που
τον είχαν πρήξει με την ανωτερότητά τους.
Οι Τασιάδηδες πρέπει να μας αφυπνίσουν. Και να μας δείξουν
το δρόμο. Στην Ελλάδα της κρίσης, της ανέχειας και της διαρκούς λιτότητας όλοι μας
δίνουμε καθημερινά μάχες. Μάχες επιβίωσης, συντήρησης, επικράτησης και
επιβεβαίωσης. Στις μάχες αυτές πρέπει να διατάξουμε τις δυνάμεις μας σωστά.
Ανάλογα με τη συγκεκριμένη μάχη απαιτείται και συγκεκριμένη διάταξη. Και η μάχη
της κρίσης θέλει εθνική συνοχή, ενότητα, κοινή πορεία, συλλογικότητα, δηλαδή με
μία λέξη Πατριωτισμό.