Ευθυμογράφημα του Σωτήριου Καλαμίτση
Δέκα εκατομμύρια μικροπωλητές, κυρίως οπωροπώλες, αλλά και παντοπώλες, έχουν στήσει μία εκπληκτική λαϊκή αγορά στο «εξοχικό του Θεού», όπως χαρακτήρισε την πατρίδα μας η δημοσιογράφος Μαίρη Πολάλη από τον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM. Eίπε η ΚΥΡΙΑ Πολάλη σε ελεύθερη μεταφορά: «Όταν ο Θεός έπλασε τον κόσμο, ξέχασε τους Έλληνες. Εκείνοι παραπονέθηκαν, οπότε ο Θεός, τούς ...
χάρισε ό,τι του είχε απομείνει. Το εξοχικό του». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό ακούγοντας την αναμετάδοση των λόγων της.
Τόση ομορφιά σε τόσο λίγες λέξεις. ΄Ολος ο Ελύτης συμπυκνωμένος σε τρεις αράδες. Το φως του ήλιου, το γαλάζιο του Αρχιπέλαγου, το πράσινο των κάμπων και των βουνών, τ’ άσπρα σπίτια με τις ασβεστωμένες αυλές. Μόλις συνήλθα από την ευχάριστη έκπληξη, έπεσα σε βαρειά κατάθλιψη αναλογιζόμενος τα καψουροτράγουδα του κάθε τυχάρπαστου στιχουργού που γίνεται φίρμα, επειδή τους στίχους του ερμηνεύουν λαϊκοί βάρδοι που αρκουδιαρίζουν στα πολιτιστικά κέντρα/σκυλάδικα και προωθούνται έναντι αδρού ανταλλάγματος από τα ΜΜΕ.
Και τί δεν έχει αυτό το εξοχικό. Όλα τα καλά του Θεού. Μέχρι την ώρα που ο Πρόεδρος της αγοράς αποφάσισε να φέρει επί τέλους την Αλλαγή που άφησε στη μέση ο πατέρας του, μαζί με ένα ατάλαντο, άλλως τενεκέ ξεγάνωτο, τσογλάνι από την παρέα του. Και τούτο, αφού είχε αφήσει και αυτός ασύδοτα στον χώρο πολλά κολλητάρια, τα οποία πωλούσαν την πραμάτεια τους χωρίς άδεια. Αυτά έδιναν το κάτι τίς τους και σε τούτον τον Πρόεδρο και στην οικογένειά του και, έτσι, τον κρατούσαν και αυτόν στο χέρι.
Όλα κυλούσαν σχετικά ήρεμα. Οι κολλητοί εμπορεύονταν τη λαθραία πραμάτεια τους δίνοντας στον Πρόεδρο και στο παρεάκι του το μερτικό τους. Τί πετρέλαια, τί δάνεια, τί τζόγος, τί κινητά και ροζ τηλέφωνα, τί παρτούζες, τί σνίφες. Μέχρι που ο Πρόεδρος απαίτησε μεγαλύτερο ποσοστό. Και τότε οι κολλητοί πήραν την απόφαση να δείξουν στον Πρόεδρο τί εστί βερύκοκκο.
Κατέφθασαν, έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωϊνό κάτι αψηλά παιδιά με αχυρένιο κοντό μαλλί, κόντρα διπλοξυρισμένα και με γαλανά μάτια που γυάλιζαν παράξενα σαν καλογυαλισμένα κολένια. Ήταν και θηριώδεις. Άρχισαν να ελέγχουν ποιός έχει άδεια και ποιός όχι. Σταμάτησαν μπροστά στον πάγκο του κυρ Σωκράτη που είχε από τα πιο μεγάλα και περιποιημένα στέκια, αλλά εστερείτο αδείας. Τους έκλεισε το μάτι και τ’ αψηλά παιδιά προχώρησαν πάρα κάτω. Το ίδιο έγινε με τον κυρ Αριστείδη, τον κυρ Μιχάλη, τον κυρ Σπύρο, τον κυρ Γιώργη και μερικούς άλλους. Οι περισσότεροι οπωροπώλες, όμως, είχαν άδεια από το 4.000 π.Χ.
Μετά τον πάγκο του κυρ Γιώργη κοντοστάθηκαν τα μπρατσωμένα φιλαράκια μπροστά στον πάγκο του κυρ Πέτρου. Κάτι δεν τους καλάρεσε. Δεν διακρίνονταν, λέει, καλά οι σφραγίδες από την πολυκαιρία και του είπαν πως πρέπει να απομακρυνθεί. «Μα είμαι εδώ πάνω από 6.000 χρόνια» ψέλλισε, «δεν υπήρχαν σφραγίδες όταν πήρα την άδεια». «Και λοιπόν;» τον αγριοκοίταξαν. «Δεν πάω πουθενά» αντείπε ο κυρ Πέτρος, οπότε οι μαντραχαλάδες μαζί με άλλους 15 που πετάχτηκαν πίσω από τους πάγκους του κυρ Σωκράτη, του κυρ Αριστείδη, του κυρ Μιχάλη, του κυρ Σπύρου και του κυρ Γιώργη, αναποδογύρισαν τον πάγκο του κυρ Πέτρου, κλώτσησαν τα ροδάκινα, τα ακτινίδια και τα πεπόνια, έσπασαν τα τελάρα, έσκισαν την τέντα, τσάκισαν τις δοκούς και έκαναν πατητήρι στις μπανάνες.
O κυρ Πέτρος έτρεξε αλαφιασμένος, καταϊδρωμένος και πατώντας τη γλώσσα του στον Πρόεδρο της λαϊκής για να ζητήσει βοήθεια. Ο κ. Ταραμάς τον κοίταξε στα μάτια και του είπε «Πρέπει να δείξουμε χαρακτήρα. Να καταλάβουν ότι είμαστε αξιόπιστοι, για να μας εμπιστεύονται και να μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να πουλάμε την πραμάτεια μας. Έχε μου εμπιστοσύνη». «Ποιά πραμάτεια μας κύριε Πρόεδρε; Ποιά εμπιστοσύνη; Μου έκαναν τον πάγκο λιάδα». «Δεν πειράζει, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά σου θάναι. Το 2021 δεν είναι μακρυά που θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία». «Και μέχρι τότε τί κάνω εγώ κύριε Ταραμά; Πώς θα θρέψω τα παιδιά μου;». «Μην ζητάς να σε βοηθήσω εγώ. Σκέψου πώς εσύ μπορείς να βοηθήσεις εμένα και τον κυρ Σωκράτη, τον κυρ Αριστείδη, τον κυρ Μιχάλη, τον κυρ Σπύρο, τον κυρ Γιώργη τις κρίσιμες αυτές ώρες που περνάει η αγορά μας. Πώς θ’ αποκτήσουμε αξιοπιστία, αν με δουν να σε αβαντάρω; Πώς θα κατευνάσουμε τις ορέξεις τους; Ενώ αν με είχες ψηφίσει πριν τρία χρόνια, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.» «Διαφορετικά; Και πρέπει, δηλαδή, εγώ να τουρλωθώ, για να γίνω αξιόπιστος;». «Κι’ αυτό, αν χρειασθεί, θα το κάνεις». «Μα τότε δεν θα λέγομαι αξιόπιστος κυρ Αντώνη μου. Θα λέγομαι αξιόπουστας». «Πες το κι’ έτσι, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Πρέπει να δείξουμε χαρακτήρα».
Και τότε το μάτι του κυρ Πέτρου γύρισε ανάποδα. Έκανε μεταβολή και με μία αριστοτεχνική πιρουέτα άπλωσε τα χέρια του στον πάγκο του κυρ Μένιου του αυγουλά από τα Μέγαρα, άρπαξε δέκα καρτέλες αυγά και τα εκσφενδόνισε στη μούρη των νταγκλαράδων και του Ταραμά. Σύμφωνα με μαρτυρία μύωπος αυτόπτου μάρτυρος, ο οποίος μίλησε στο Glamour TV, καθώς τα αυγά διέγραφαν την τροχιά τους προς τον Πρόεδρο της λαϊκής έμοιαζαν να χρυσίζουν κάτω από τον λαμπερό ήλιο.
Σωτήριος Καλαμίτσης