Του Σεραφείμ Χ. Μηχιώτη
Η φιλοσοφία της Αριστεράς εις την Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο, συνεχίζεται-αν και ανομολογήτως-να χαρακτηρίζεται από το κόμπλεξ της ήττας και ουσιαστικώς της άρνησης αποδοχής της. Αυτό χαρακτηρίζει και τώρα την όλη αντίληψη του ΚΚΕ, ..
αλλά-όπως φαίνεται- έχει διαποτίσει και την αντίληψη της παρ’ ημίν ριζοσπαστικής Αριστεράς, πράγμα το οποίο έχει.. αρχίσει να διαφαίνεται και δημοσίως.
Άλλωστε πρώτος ο αρχηγός της μείζονος αντιπολιτεύσεως και πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Αλέξης Τσίπρας έχει πει δημοσίως ότι «ήταν λάθος μας που καταθέσαμε τα όπλα».
Έκτοτε και παρά τις επελθούσες μεταβολές, την πρόοδο αντικειμενικώς εις τη χώρα, την εδραίωση μίας σταθερής συνταγματικής βάσεως και αδιατάρακτης δημοκρατικής πορείας, ιδίως από το 1974 και ακόμη περισσότερο από το 1981 και μετά, η προηγουμένη Αριστερά δεν έχει παύσει να διακατέχεται από μία σταθερή, αν και διακριτική, καχυποψία και έμφυτη αντιπαλότητα προς τα Σώματα Ασφαλείας. Άλλως πώς προς τους «μηχανισμούς καταστολής των λαϊκών κινητοποιήσεων».
Βεβαίως παραμένει γεγονός ότι είναι οι πολίτες που αποβλέπουν εις την προστασία των μηχανισμών της Αστυνομίας όταν τους συμφέρει ή τους αφορά, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, είναι απέναντί τους οι «κακοί μπάτσοι». Αντικειμενικώς δε η Αστυνομία είναι ο εξουσιοδοτημένος μηχανισμός της Πολιτείας- και βεβαίως ο μόνος-ο οποίος έχει τη νόμιμη εξουσιοδότηση να εφαρμόζει το νόμο, να αντιμετωπίζει την ανομία και να πατάσσει την παρανομία, όπου, όποτε και όπως απαιτείται. Ένα έργο άχαρο κάποτε, αλλά και απαραίτητο εξ ίσου κάποτε, σε δημοκρατικά καθεστώτα όπου είναι ελεύθερες οι κινητοποιήσεις των πολιτών, εν αντιθέσει με τα ισχύοντα σε ολοκληρωτικά ή δικτατορικά καθεστώτα.
Από την άποψη αυτή, η συμπαράταξη-εκπροσώπηση εκπροσώπων των κομμάτων όλου του φάσματος της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας εις τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των αστυνομικών κατά των νέων περικοπών των αποδοχών ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Έσπευσε δε να τονίσει ο Τσίπρας, ότι «είναι και αυτοί κομμάτι του λαϊκού κινήματος».
Όπως προκύπτει όμως εκ των υστέρων, ο τελών υπό την επιτροπεία των συνιστωσών του πολιτικού του συνοθυλεύματος νεόκοπος πολιτικός αρχηγός, το «τράβηξε πολύ» και άρχισαν να του τραβούν το αυτοί οι «οργανικοί διανοοούμενοι» του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, κάτι ανάλογο με την «ιδεολογική επιτροπή» της ΚΕ του ΚΚΕ.
Σχετικό είναι σχετικό άρθρο εις τη σημερινή «ΑΥΓΗ» φέρον την υπογραφή ενός Βαγγέλη Γέττου, νομικού και μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτοπαρουσιάζεται. Το άρθρο υπό τον τίτλο «θεσμική ιππποσύνη» παραπέμπει εις την ανάγκη ενός ιδιότυπου ένοπλου αγώνα, υπό την αυτάρεσκη-υφέρπουσα φασιστοειδή αντίληψη ότι «εμείς είμαστε οι μόνοι και τελευταίοι που υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία και το σύνταγμα, ας τα αντιληφθούμε έγκαιρα ότι τα όπλα αυτά δεν είναι άσφαιρα, η χρήση τους, όμως, είναι πολύ απαιτητική».
Επιφυλάσσων δι΄ εαυτόν το τακτικό πλεονέκτημα να ενεργεί ως ελεύθερος σκοπευτής, ο Γέττος επισημαίνει: «Να τους ταράξουμε λοιπόν στη νομιμότητα, όχι στις αβρότητες και στις θεσμικές ευγένειες. Δεν είμαστε οι θεσμικοί ιππότες, αλλά οι εξεγερμένοι ιπποκόμοι. Συγκρατώντας την έκρηξη της θεσμικής μας οργής, συνεχίζουμε να προκαλούμε στους εαυτούς μας ένα ιδιαίτερο θεσμικό κόμπλεξ»(…)
Το πρόβλημα του Γέττου είναι οι αυξανόμενες δραστηριότητες των Χρυσαυγιτών, συνεπεία των οποίων θεωρεί ότι «ο νεοναζισμός επενδύει στον τρόμο, στην αποκλειστικότητα της βίαιης παρουσίας ενάντια στους αντιπάλους του και στο αίσθημα της καθαρά σωματικής, βίαιης παρουσίας του». Ως προς την αντιμετώπισή τους διερωτάται: «Κυριαρχεί σταθερά το ερώτημα πώς πολεμάς έναν αντίπαλο που φαντάζει ανώτερος επειδή αυτός δεν εγκλωβίζει τη δράση του μέσα στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο, γιατί απλούστατα δεν το αναγνωρίζει, ενώ εσύ, χωρίς να εγκλωβίζεσαι σε αυτό, το σέβεσαι και το αξιοποιείς ή, τουλάχιστον, προσπαθείς». Συνεπώς; Λύση είναι ο ανταγωνισμός με τους Χρυσαυγίτες σε δραστηριότητες στα όρια του νόμου ή και έκνομες;
Ο Γέττος, με αφορμή τα εκλογικά ποσοστά της ΧΑ εντός της Αστυνομίας, θεωρεί ότι.. «επηρεάζει το επιχειρησιακό σκέλος της Αστυνομίας». Εισηγείται την επ΄ανταλλάγματι συνδικαλιστική στήριξη των αστυνομικών, με αντίτιμο «να απαιτήσουμε να αποκαλύψουν και να καταγγείλουν επισήμως και ονομαστικά τους εγκληματίες νεοναζί αστυνομικούς», ενώ φθάνει στο σημείο να προτείνει «να προωθήσουμε τη ρύθμιση ιδιώνυμου εγκλήματος, που επιφέρει συν τοις άλλοις άμεση αποπομπή από το σώμα αστυνομικού, ο οποίος προέβη σε ρατσιστικές βιαιότητες ή προκάλεσε συστηματικά ρατσιστικό μίσος».
Αν δεν ξέρει από ιστορία ο Γέττος, ας μάθει ότι η τελευταία του πρόταση συνιστά επαναφορά εν ισχύι ρυθμίσεως, όπως το περιβόητο Θ΄ (αν δεν απατώμαι) Ψήφισμα του Ελληνικού κράτους, με το οποίο απελύθησαν αυτοδικαίως από το Δημόσιο ηττημένοι της «από εδώ πλευράς», μετά τον εμφύλιο, από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις (Ευτυχώς αποκατεστάθησαν διοικητικώς και βαθμολογικώς από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και εντεύθεν). Ουσιαστικώς ζητεί μία καθυστέρηση εκδίκηση…
Το άρθρο αυτό συνιστά συνολικώς ένα θλιβερό συνοθύλευμα, πλήν όμως επικίνδυνων, επί μέρους, απόψεων. Και το τελευταίο είναι ακριβώς το οποίο είναι εξόχως ανησυχητικό: Ότι, δηλαδή, «νομικός» του κόμματος της μείζονος αντιπολιτεύσεως εμφανίζεται να υιοθετεί τέτοιες αντιδημοκρατικές θέσεις και αυτές με περισσή ευκολίες να τις καταχωρεί η «ΑΥΓΗ», σε ολοσέλιδη καταχώρηση.
Σε μία «κυβέρνηση της Αριστεράς» ο Γέττος θα μπορούσε να εισηγείται, εις το πλευρό κάποιου υπουργού του Τσίπρα, για τους Έλληνες πολίτες…Ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος και όσοι τον παίρνουν εις τα σοβαρά, συνεπώς επικίνδυνοι και αυτοί εξ ίσου ή και περισσότερο.
Το πλήρες κείμενου του «πονήματος» Γέττου: