Ο Παντελάρας έσπρωξε την πόρτα αργά κι έκανε το πρώτο βήμα μέσα. 'Υστερις γύρισε, με κοζάρισε κι έκανε νεύμα με το κεφάλι ν ακολουθήσω.
Μπήκαμε στον προθάλαμο. Καθίσαμε σε κάτι καρέκλες και περιμέναμε την τσατσά να έρθει .Δεν είχε κόσμο.
''Καλώς τα παλληκάρια''
''Είναι η Σόφη εδώ?''
''Μέσα είναι. Σε λίγο στη διάθεσή σας''
''Πόσο?''
''Διακόσιες''.
''Καλώς'' ,είπε ο Παντελάρας, (φίλος παιδιόθεν και πεπειραμένος περί τα πράγματα καθ ότι καραβίσιος), σηκώθηκε και χώθηκε στο δωμάτιο που του υπέδειξε η τσατσά.
Έμεινα μόνος. Περίμενα. Η καρδιά μου πάγαινε να σπάσει.
''Εσύ παλικαράκι θα περάσεις?''
΄΄Ννναι!!''
Ακλούθησα κι εγώ την τσατσά σε παρακείμενο δωμάτιο, έβγαλα δυό κατοστάρικα και της τάδωσα.
''Ξεντύσου και περίμενε την κοπέλα. Θα ρθει σε λίγο. Αν θες να πλυθείς έχει βρύση στο βάθος.''
Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι έμεινα τσίτσιδος μέσα σε μια κκωφαντική σιωπή, ν ακούω την καρδιά μου να κτυπάει σαν παλαβή , να μυρίζω το πατσουλί στα πέριξ , μούσκεμα απ την αμηχανία. Δίπλα στο κομοδίνο δυο καπότες STOP, περικαλώ, ένας χάρβαλος καθρέφτης κάπου στον τοίχο και μια καρέκλα με τα ρούχα μου πάνω της πεταμένα.
''Καλώς τον''
''Κα-καλημέρα''
Η Σόφι ήτο κοντούλα, μελαχρινή , πρόσωπο έμορφο ,σώμα καλόν , ίσα το κάλυπτε μ` ένα ο Θεός να το κάνει νυχτικόν
''Πρώτη φορά?''
''Ννναι!!!!''
Έτσι το λοιπόν και άνευ λεπτομεριών η Σόφι , ποτάνα σε ''σπίτι'' στην Αντιγονιδών ,επήρε την παρθενιά μου κατά τις πέντε τ απόγευμα και την πασάρισε σε κάτι βαρδαρίσιες γριές νεράιδες (παλιές πουτάνες δηλαδή) ίνα την φυλάξουσι κει που φυλάν τις παρθενιές όλων των μόρτηδων, που γενήκαν άντρες μέσα στα σκέλια του πληρωμένου έρωντος. Τι να τις κάνουν θα σας γελάσω. Πιθανόν σύνταξις για τα γεράματά τους, ή φυλαχτά για την μοναξιά ή πασπόρτια στον χρόνο που περνά. Αλήθεια δεν ηξεύρω
Κι όταν μετά μάζευα τα βρακιά μου μ ένα χαμόγελο ίσαμε τ αυτιά, τον οποίον και φούσκωνα σαν μπαλόνι ,αισθανόμουν τον κόσμο ολάκαιρο δικό μου και μεριάστε μάγκες να διαβώ κι έρχεται ο Μήτσος ο Ντερβίσης τότε όχι Τούφας ακόμα.
Κι όταν με αρώτηξε ο Παντελάρας που με περίμενε απ όξω ''Ντάξει ρε?
Είπα το ναι σαν το μεγάλο κατόρθωμα της ζωής μου
Ίσως και νάταν έτσι ή εγώ το νόμιζα έτσι γιατί μόλις και έμπαινα στα 17 κι όλα είχανε άλλη φτιάξη κι άλλη σημασία και τίποτις δεν μετρούσε μπροστά μου κι η ζωή φάνταζε γκόμενα καλή και εύκολη ,έτοιμη να την κατακτήσω κι εγώ το κέντρο ,ναι,του κόσμου ,να πουμε. Ακόμα κι ο Πλατόπουλος (κακή του ώρα) ο διαιτητής που μας έκαψε στον τελικό και μας πήρε το κύπελλο ο Βάζελος μέσα στο ''ουδέτερο'' Καραϊσκάκη 2-1. Και τιμωρήθηκε η ΠΑΟΚΑΡΑ για δεν δέχτηκε το κοροϊδιλίκι μετάλλιο, έμοιαζε στο μυαλό μου κώνωψ. Η Σαλονίκη κουνιόταν σαν ξεκωλιάρα απ τους σεισμούς ,ο μακαρίτης ο Νικόλας Παπάζογλου έγραφε την Εκδίκηση της Γυφτιάς στο ''Αγροτικό'' του στην Παπάφη κι εμείς ρουφούσαμε πικρή μαύρη μπύρα στην Έκθεση σαν να ρουφούσαμε την ίδια ζωή, κωλόμαγκες όντες και μόνον για φάπες. Κι ούτε που ψυλλιαζόμαστε πόσες ήττες, πόσες απογοητεύσεις, πόσες απουσίες θα φέρναν όλα αυτά τα χρόνια. Ανύποπτοι μετρούσαμε Εκθέσεις και Σεπτέμβριους σαν γιορτή , μες το κομφούζιο της κεκλοφορίας , το φεστιβάλ τραγουδιού, τα μιλιούνια των επισκεπτών, τις τσάρκες μας σε μια γιορτινή Σαλονίκη , στο καλωσόρισμα του Χειμώνα . Το όνειρο ξέφτισε. Το πανηγύρι γένηκε άνοστο πάρτι για γερασμένα παιδιά και παρλαπίπες πολιτικούς. Αρχίσαμε να γνωρίζουμε τα πλακάτ, τις σηκωμένες γροθιές, τη μυρουδιά των χημικών, τις καταστροφές, το γκλάμουρους, τις Μερσεντές με τους παρατρεχάμενους, την φτήνια του θεαθήναι, τον νεοπλουτίστικο ατομικισμό, το ξέφτι. Ο κόσμος μίκραινε στα μάτια μας κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ και γένηκε ένα τόσο δα πραγματάκι σαν κι αυτό που είχε η Σόφι, καλή της ώρα, ανάμεσα στα σκέλια της, που ενώ μας έταζε τον κόσμο ολάκαιρο, στο τέλος μας γέλασε, η παλιοχαμούρα, να πούμε.
Επί τη επετείω
Στη μνήμη του παιδιόθεν φίλου Παντελάρα
Μήτσος ο Τούφας