Του Κώστα Πλαγάκου,
Οικονομολόγου – Λογιστή & Προέδρου Δημοτικού Συμβουλίου Χαλκηδόνος
Η οικονομική επιστήμη συνδέει την άσχημη οικονομική κατάστασή της Ελλάδος με το φαινόμενο των οικονομικών κύκλων. Σύμφωνα με τη...
θεωρία των οικονομικών κύκλων κάθε περίοδος οικονομικής ακμής ακολουθείται από μία περίοδο ύφεσης, μία κρίση και στο τέλος επανεμφανίζεται η ανάκαμψη, η οποία σταδιακά οδηγεί εκ νέου στην ακμή. Έτσι, ο ένας κύκλος δίνει τη θέση του στον άλλο και ολόκληρη η οικονομική ιστορία των κρατών είναι μια σειρά κύκλων οικονομικής ανόδου και πτώσης, αλληλοδιαδεχομένων η μία την άλλη. Το σχήμα των διαδοχικών κύκλων δεν υπάρχει μόνο στην οικονομική σκέψη αλλά και στον τρόπο σκέψης των περισσότερων ανθρώπων. Άλλωστε, η κυκλική επανάληψη των πραγμάτων είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση και την εναλλαγή των εποχών και γι’ αυτό ο ανθρώπινος νους είναι εξοικειωμένος με αυτό το σχήμα σκέψης. Έτσι, οι περισσότεροι πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι, έστω και με αργό ρυθμό, θα εισέλθει η ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης και θα βελτιωθεί η κατάσταση της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά κανείς ή σχεδόν κανείς από τους κυβερνώντες δεν τολμάει να προβλέψει ότι μετά από χρόνια θα επανακτήσουμε το βιοτικό επίπεδο που είχαμε πριν από μία πενταετία. Οι ιθύνοντες υπόσχονται ότι είναι εφικτή η βελτίωση του κλίματος και ότι σταδιακά θα αρχίσουν να έρχονται επενδύσεις, οι οποίες θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα ενισχύσουν οικονομικά τη χώρα. Κανείς όμως δεν έχει δηλώσει μέχρι στιγμής ότι, όταν ολοκληρωθεί ο τρέχων οικονομικός κύκλος, το επίπεδο των αποδοχών των αυτοαπασχολούμενων, των μισθωτών και των συνταξιούχων καθώς επίσης και το επίπεδο της κατανάλωσης θα επανέλθουν στο προηγούμενο σημείο. Μιλούν για ανάκαμψη αλλά όχι για επιστροφή στην προηγούμενη θέση. Γιατί άραγε; Η εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι υπό τις παρούσες δεινές συνθήκες θα ήταν άτοπο και θα ηχούσε ως κοροϊδία και ανευθυνότητα να υπόσχεται κανείς επιστροφή στην προηγούμενη ευημερία, έστω και σε είκοσι χρόνια, διότι πρωτεύων, πιο ορατός και πιο ρεαλιστικός στόχος είναι απλώς η ανάκαμψη και όχι η επιστροφή σε περιόδους υλικών απολαύσεων.
Αν όμως η οικονομική πορεία των κρατών και επομένως και της Ελλάδος είναι κυκλική, λογικά μετά από χρόνια πρέπει να ξαναβρεθούμε στην ίδια ή περίπου στην ίδια καλή οικονομική κατάσταση με αυτή που ζούσαμε τα τελευταία έτη και αρχίσαμε να εγκαταλείπουμε απότομα. Μήπως όμως βαθιά στη σκέψη των περισσότερων πολιτικών, οικονομολόγων και απλών πολιτών υπάρχει η πεποίθηση ότι δεν βιώνουμε απλώς την αλλαγή ενός οικονομικού κύκλου αλλά κάτι σημαντικότερο; Μήπως η χώρα μας κινδυνεύει να αλλάξει κατηγορία;
Τα κράτη ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες αναλόγως της οικονομικής ανάπτυξής τους και παρά την ύπαρξη των οικονομικών κύκλων γενικώς δεν αλλάζουν κατηγορία. Δηλαδή, τα ανεπτυγμένα κράτη της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής βρίσκονται στην ίδια κατηγορία πάντοτε παρά τις κατά καιρούς οικονομικές διακυμάνσεις που υφίστανται. Το ίδιο συμβαίνει με τα φτωχά κράτη των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Ανήκουν σε μία άλλη κατηγορία κρατών και παραμένουν σε αυτή παρά την ύπαρξη οικονομικών κύκλων στην οικονομική ιστορία τους. Ποτέ κανένας οικονομικός κύκλος, ούτε η περίφημη κρίση του 1929 δεν έφερε τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη στην κατηγορία των βαλκανικών και των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών ούτε και το αντίθετο. Δηλαδή, οι διαφορές ανάμεσα στα εύρωστα και στα φτωχά κράτη είναι τόσο μεγάλες και συχνά οφείλονται και σε άλλες μη οικονομικές αιτίες, όπως η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης και η νοοτροπία του λαού, ώστε οι διακυμάνσεις που υφίστανται οι οικονομίες των κρατών από τη λειτουργία των οικονομικών κύκλων είναι τελικά μικρότερες από ότι πιστεύουμε και περιορίζονται το πολύ στην αλλαγή θέσης στο πλαίσιο της ίδιας κατηγορίας.
Αυτό σημαίνει ότι, εάν ένα κράτος πολιτογραφηθεί στη διεθνή κοινότητα ως φτωχό ή αναπτυσσόμενο, όπως λέγεται επί το πολιτικώς ορθότερον, πολύ δύσκολα αλλάζει η κατάστασή του, όσα μέτρα και αν λάβει για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και όσο ορθά και αν περιγράφουν οι οικονομολόγοι το φαινόμενο των οικονομικών κύκλων. Παρατηρούμε τα γειτονικά κράτη, δηλαδή τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Ρουμανία και τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαυίας. Παρήλθαν είκοσι δύο έτη από την ένταξή τους στην ελεύθερη αγορά και παρά το χαμηλό εργατικό κόστος που προσφέρουν και την προσέλκυση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες εγκατέλειψαν την Ελλάδα, επειδή εκεί είναι ελκυστικότερο το επιχειρηματικό περιβάλλον, δεν πλησίασαν σχεδόν καθόλου την κατάσταση των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Το ίδιο και τα κράτη της λατινικής Αμερικής. Ποτέ από την ίδρυσή τους και παρά την ύπαρξη εύπορων κοινωνικών τάξεων, δεν κατόρθωσαν να προσφέρουν ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης σε ολόκληρη την κοινωνία τους. Τα κράτη, τα οποία όλοι γνωρίζαμε ανέκαθεν ως φτωχά από τις γενικές γνώσεις μας, παραμένουν φτωχά επί ολόκληρες δεκαετίες και δεν ξεφεύγουν από την κακή κατάστασή τους χάρη στο φαινόμενο των οικονομικών κύκλων ούτε αναπτύσσονται αποφασιστικά παρά την απουσία προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας και την ύπαρξη κινήτρων για τη δημιουργία επενδύσεων. Δηλαδή, κατά κανόνα τα φτωχά κράτη μένουν πάντοτε καθηλωμένα στη φτώχεια και τα ευημερούντα κράτη απολαμβάνουν πάντοτε τους καρπούς της ευημερίας παρά τις πρόσκαιρες δυσχέρειες που κατά καιρούς αντιμετωπίζουν. Ο σημερινός διαχωρισμός μεταξύ ευημερούντων και φτωχών κρατών παγιώθηκε γενικώς με ορισμένες βεβαίως αποκλίσεις πριν από αιώνες με τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση, όταν άλλες περιοχές του κόσμου αναπτύχθηκαν βιομηχανικά και εμπορικά και άλλες διατηρήθηκαν πλησιέστερα στην αγροτική οικονομία.
Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο σοβαρότερος κίνδυνος που εγκυμονεί η τρέχουσα οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα είναι να αλλάξει κατηγορία ένταξης η χώρα μας, δηλαδή να γίνει σε λίγα χρόνια τόσο φτωχή, ώστε να μην μπορεί πλέον να ξεκολλήσει από την ανέχεια και να παραμείνει καθηλωμένη σε αυτή. Τότε κανένας οικονομικός κύκλος δεν θα επαναφέρει την ελληνική κοινωνία στην προ της κρίσης ανθηρή κατάσταση και δεν θα ξαναπλησιάσουμε ούτε κατ’ ελάχιστο την παρελθούσα ευημερία. Πρόκειται για πολύ απαισιόδοξη εκδοχή, την οποία όλοι απευχόμαστε. Ας σκεφτούμε όμως ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες αλλά και η Ιρλανδία επί ολόκληρους αιώνες, πριν ακόμη δημιουργηθούν τα αντίστοιχα κράτη με τη σημερινή μορφή τους, μέχρι και πριν από τριάντα χρόνια ήταν χαρακτηρισμένες διεθνώς ως φτωχές χώρες. Μετά την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναβαθμίστηκαν, άλλαξαν κατηγορία και εντάχθηκαν στα ανεπτυγμένα και εύρωστα κράτη. Για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου μας δεν ευθύνεται το φαινόμενο των οικονομικών κύκλων ούτε τα τεχνολογικά και βιομηχανικά άλματα που δεν έγιναν ούτε το επίπεδο της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης. Αναβαθμιστήκαμε οικονομικά πριν από μερικές δεκαετίες λόγω της πολιτικής βούλησης της ηγεσίας των ευρωπαϊκών κρατών που για διάφορους λόγους αποφάσισαν ότι έπρεπε να υπάρχει ευημερία στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και λόγω της οικονομικής ενίσχυσης που δεχθήκαμε προς υλοποίηση αυτής της βούλησης, είτε υπό τη μορφή οικονομικών προγραμμάτων και επιδοτήσεων είτε υπό τη μορφή δανείων. Ομοίως, η πτώση μας από το οικονομικό βάθρο, στο οποίο μας βοηθούσαν να στεκόμαστε επί τριάντα χρόνια δεν οφείλεται στη λειτουργία των οικονομικών κύκλων αλλά στη βούληση να μη συνεχισθεί άλλο η υποβοηθούμενη ευμάρεια των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η απόφαση αυτή συνέπεσε με την οικονομική κρίση που έπληξε όλο τον ανεπτυγμένο οικονομικά κόσμο, δηλαδή με μία σημαντική καμπή του κυκλικού φαινομένου. Αυτό είναι εύλογο αλλά η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και οι αιτίες της καταστροφής της δεν ταυτίζονται με την κρίση που έπληξε τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες και οφείλεται στο φαινόμενο των οικονομικών κύκλων αλλά υπερβαίνουν την κρίση αυτή.
Η αιτία της οικονομικής καταστροφής που βιώνουμε προδιαγράφει τη δυνατότητα ανάκαμψης. Εάν δηλαδή η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται απλώς στη λειτουργία του φαινομένου των οικονομικών κύκλων, τότε λογικά αργά ή γρήγορα θα υπάρξει όχι μόνο ανάκαμψη αλλά και ευημερία ξανά. Αν όμως η διάλυση της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται στην επίδραση των οικονομικών κύκλων αλλά στο συνδυασμό αφ’ ενός της ανικανότητάς μας να δημιουργήσουμε αξιόπιστο κράτος και ανθεκτική οικονομία και αφ’ ετέρου της διεθνούς πολιτικής βούλησης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να παύσει να χρηματοδοτείται η ευημερία μας, τότε δεν πρόκειται για κρίση, δηλαδή για πρόσκαιρο φαινόμενο που το διαδέχεται η ανάκαμψη, αλλά οδεύουμε σε μόνιμη κατάσταση φτώχειας, σαν αυτή που συνόδευε όλες τις γενιές των προγόνων μας, συνοδεύει μονίμως τη ζωή των περισσότερων συνανθρώπων μας στις γειτονικές χώρες και από την οποία σχεδόν καμία χώρα δεν ξεφεύγει εύκολα.
Αν αυτό το συμπέρασμα είναι ορθό, τότε η λύση δεν θα βρεθεί μόνο μέσω της συνεχιζόμενης μείωσης των εισοδημάτων, της αποψίλωσης της περιουσίας του ελληνικού λαού και της αποσάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας αλλά μέσω διεθνών πολιτικών συνεννοήσεων, διότι από το συσχετισμό, τις συμμαχίες και τους συμβιβασμούς των διεθνών ισχυρών πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων θα προκύψει, εάν η Ελλάδα θα συνεχίσει να ανήκει στη χορεία των ευημερούντων κρατών ή εάν υποβιβασθεί στη χορεία των φτωχότερων κρατών, των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών.