Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στον εορτασμό της 191ης επετείου της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων και της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, που πραγματοποιήθηκε σήμερα στη Νέα Επίδαυρο. Ο Πρόεδρος της...
Βουλής παρέστη στη δοξολογία και κατέθεσε στεφάνι στην αναθηματική στήλη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης. Απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε φορείς της περιοχής και σε πλήθος κόσμου που συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις, μίλησε για το ιστορικό γεγονός που σηματοδότησε την πολιτική ύπαρξη και την ανεξαρτησία του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους, με την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος της Ελλάδας.
Ευ. Μεϊμαράκης: «Όλοι μαζί, με ομοψυχία, να δώσουμε
και να κερδίσουμε τον δύσκολο αγώνα»
«Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα εδώ, στην πόλη στην οποία γεννήθηκε ο Κοινοβουλευτισμός.
Στην πόλη στην οποία οι πρόγονοί μας έθεσαν τις βάσεις για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, κυρίως, όμως, για το ελληνικό κράτος.
Ήταν 20 Δεκεμβρίου του 1821 όταν άρχισαν οι εργασίες της πρώτης Εθνοσυνέλευσης. Ολοκληρώθηκαν στις 16 Ιανουαρίου του 1822 και το διάστημα αυτό εγκρίθηκαν και ψηφίστηκαν δύο καταστατικά κείμενα.
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας. Δύο κείμενα που αποτέλεσαν τη βάση της δημιουργίας του Έθνους μας.
Δύο καταστατικά κείμενα που αποτελούν τη βάση των αξιών όλων των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Των αξιών που μας εμπνέουν όλους διαχρονικά, όπως έχει αποδειχθεί από την ιστορία μας. Της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της ισότητας.
Και να μην ξεχνάμε επίσης ότι σε αυτή την πρώτη Εθνοσυνέλευση, στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, στο πρώτο Σύνταγμα δηλαδή, ορίστηκε και το εθνικό μας σύμβολο. Η ελληνική σημαία. Η γαλανόλευκη.
Πράγματι, η πρώτη Εθνοσυνέλευση, που πραγματοποιήθηκε πριν από 191 χρόνια, αποτελεί την αρχή της δημιουργίας του Έθνους μας.
Η πρώτη Συνέλευση των εκλεγόμενων αντιπροσώπων του Έθνους ήταν ουσιαστικά η πρώτη Βουλή. Και λειτούργησε ως το πρώτο επίσημο όργανο, διαχωρίζοντας και τις εξουσίες, νομοθετική - εκτελεστική - δικαστική.
Και σήμερα, ως Πρόεδρος της Βουλής, οφείλω, όπως και όλοι μας, να αποδώσουμε φόρο τιμής σε αυτούς που βρέθηκαν σε αυτήν εδώ την πόλη, το τότε χωριό Πιάδα, για να οργανώσουν τη δημοκρατική λειτουργία ενός κράτους, που βρισκόταν όχι στα σπάργανα, αλλά στην αρχή της προσπάθειας αποτίναξης του τουρκικού ζυγού.
Δηλαδή βρέθηκαν εδώ, εν μέσω ενός δύσκολου αγώνα που δινόταν ταυτόχρονα. Βρέθηκαν εδώ παρά τις διαφωνίες που είχαν και μεταξύ τους.
Βρέθηκαν εδώ για να υπερβούν τις διαφωνίες τους και τις όποιες σκοπιμότητες.
Και το κατόρθωσαν ψηφίζοντας ένα Σύνταγμα που προέβλεπε πρώτα απ’ όλα τις ατομικές ελευθερίες, καθορίζοντας όμως πως αυτό δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Καθορίζοντας την αντιπροσωπευτική αρχή αλλά και τη διάκριση των εξουσιών.
Το μήνυμα όμως που έστειλαν παραμένει σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρο. Και είναι αυτό της ομόνοιας μπροστά στον κοινό αγώνα.
Της ομοψυχίας και της συμφωνίας για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Διότι κατόρθωσαν μέσα από έναν ανοιχτό διάλογο, μέσα από τη διαδικασία του ελεύθερου διαλόγου που όρισαν και αποτελεί τη βάση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να συναποφασίσουν.
Είχαν το θάρρος και την τόλμη να λάβουν αποφάσεις και να αφήσουν πίσω τις όποιες σκοπιμότητες και τα όποια συμφέροντά τους, πολιτικά και μη.
Και γι’ αυτό πρέπει να αποτελούν παράδειγμα για όλους. Ειδικά σήμερα που καλούμαστε όλοι να δώσουμε έναν ακόμη δύσκολο αγώνα, ίσως τον δυσκολότερο της μεταπολίτευσης.
Έναν αγώνα που πρέπει όλοι μαζί να δώσουμε και όλοι μαζί να κερδίσουμε. Με ομοψυχία, αφήνοντας πίσω μικροπολιτικές, μικροκομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα, ο αγώνας είναι κοινός. Δεν πρέπει να λείψει κανείς. Και αυτό το τονίζω προς όλους όσοι πιστεύουν ότι μένοντας απ’ έξω θα αποκομίσουν οφέλη.
Δυστυχώς, πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας. Δεν αντιμετωπίζουμε σήμερα καταστάσεις στις οποίες οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει. Δεν έχουμε να κάνουμε με απλά προβλήματα και άρα δεν έχουμε τη δυνατότητα να δίνουμε ψεύτικες υποσχέσεις.
Δεν υπάρχουν περιθώρια. Πιστεύω ότι οι πολίτες στην πλειοψηφία τους το έχουν καταλάβει. Καιρός είναι να το συνειδητοποιήσουν και όσοι μπορεί να νομίζουν πως θα εκμεταλλευτούν τις σημερινές δυσκολίες.
Πρέπει όλοι να λάβουμε το μήνυμα που εστάλη από τους προγόνους μας, μέσα από τα αποτελέσματα της πρώτης Εθνοσυνέλευσης.
Και είναι μήνυμα ισχυρό ακόμη και σήμερα.
Όπως είπα, αποτελεί τη βάση της λειτουργίας του κράτους-έθνους που λέγεται Ελλάδα.
Αποτελεί τη βάση του Συντάγματος που σήμερα εφαρμόζεται. Οφείλουμε να το λάβουμε υπόψη και στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση που θα ξεκινήσει.
Και όπως τότε, έτσι και σήμερα, να προχωρήσουμε στις αλλαγές που απαιτούν οι καιροί, με γνώμονα πάντα την ανεξαρτησία, την αυτοδιάθεση, την ελευθερία την ισότητα, την ομοψυχία και κυρίως την αλληλεγγύη».
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Βουλής δέχθηκε ερωτήσεις δημοσιογράφων:
Σε ερώτηση εάν προκαλείται πρόβλημα με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που επικυρώνει η Βουλή, ο κ. Μεϊμαράκης τόνισε ότι «η Κυβέρνηση έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, οι κοινοβουλευτικοί κανόνες δεν παραβιάζονται και ο Κανονισμός της Βουλής τηρείται απαρέγκλιτα και με ευλάβεια. Από εκεί και πέρα, αν κάποιες πολιτικές παρατάξεις ή συνάδελφοι βουλευτές πιστεύουν ότι η Κυβέρνηση θα έπρεπε να δώσει περισσότερο χρόνο στη συζήτηση αυτών των νομοσχεδίων, είναι θέμα προσωπικό και όχι παραβίασης του Κανονισμού».
Σχετικά με τα πολιτικά πρόσωπα που διαχειρίστηκαν τη «λίστα Λαγκάρντ» και το εάν ο αριθμός των καλπών πρέπει να είναι αντίστοιχος των πολιτικών προτάσεων ή των προσώπων που προτείνονται για παραπομπή, ο κ. Μεϊμαράκης ανέφερε πως αυτό θα αποφασιστεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων, την ερχόμενη Τρίτη, προσθέτοντας ότι από τις συνεννοήσεις που έχει κάνει με τα κόμματα πιστεύει ότι στο τέλος θα ομοφωνήσουν.
Σε άλλη ερώτηση για το εάν πρέπει, στην προσπάθεια ανάκτησης της αξιοπιστίας των πολιτικών και του πολιτικού συστήματος, να τοποθετηθούν τόσες κάλπες όσοι και οι προτεινόμενοι για παραπομπή από τα κόμματα, υπογράμμισε ότι «η συζήτηση προκύπτει γιατί ο Κανονισμός δεν είναι απολύτως σαφής. Εάν ήταν σαφής, δεν θα είχαμε ζήτημα. Γι’ αυτό ακριβώς συγκάλεσα τη Διάσκεψη των Προέδρων, που είναι το ανώτατο όργανο, θα ζητήσω και τη γνώμη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, και πιστεύω ότι μέσα από τον διάλογο αυτό θα πετύχουμε ομόφωνη απόφαση, τέτοια που δεν θα αμφισβητείται ούτε το αποτέλεσμα ούτε η διαδικασία».
Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι για την αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος πρέπει να γίνουν πολλά: «Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Πρέπει κατ’ αρχήν το ζήτημα να τεθεί στον δημόσιο διάλογο. Πιστεύω ότι τώρα που τα θέματα της οικονομίας και τα εργασιακά έχουν βρει τον δρόμο τους, έχουν λυθεί, αν και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να κάνουμε, μπορούν να τεθούν και τα θεσμικά θέματα. Δηλαδή οι κανόνες που θα οργανώσουν καλύτερα το κράτος, θα θωρακίσουν τη διαφάνεια και θα βοηθήσουν στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των Ελλήνων».
Τέλος, όσον αφορά την ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ο Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε: «Νομίζω ότι αποτελεί ομόφωνη αντίληψη πως απαιτούνται αλλαγές και πιστεύω ότι μέσα από τον δημόσιο διάλογο θα πετύχουμε την καλύτερη δυνατή συνεννόηση, έτσι ώστε να είναι μια διάταξη που να εκφράζει όλους».