του Μάκη Μάκκα
Ξημερώνει στο Σύνταγμα..
Σαν ανοιχτό θέατρο στην πλατεία και στο γύρω οικοδομικό τετράγωνο εξελίσσονται ευτυχίες, δράματα, αισθήματα και υποχρεώσεις. Οι Κυριακές είναι ...
sold out. Φωτισμένο το σκηνικό συνδυασμένα, από τις όψεις βιτρινών, το φεγγάρι που φεύγει και τον ήλιο που σκάει σιγά-σιγά.
Το αισθητικό, ηθικό και συναισθηματικό περιβάλλον της πόλης Διαφορετικό, από τις προηγούμενες προβολές, το σενάριο τη σεζόν αυτή.
Λιγότερα τα ξενυχτισμένα πρόσωπα με μεθυσμένη όψη, που ξεβράζει η νύχτα του Σαββάτου. Περισσότερα τα νυσταγμένα, με το βαρύ ρουχισμό και το ταχύ βήμα για το κυριακάτικο μεροκάματο. Κοντράστ.
Από το θηριώδες Καγιέν αποβιβάζεται 35άχρονος στην τρίχα ντυμένος, με βλέμμα αποφασισμένο και πρόθυμες διαθέσεις.
Με δυσκολία υποβασταζόμενη και παραπατούσα με χαμηλωμένο βλέμμα, η υπέρλαμπρη ξανθιά συνοδός.
Απέναντι πλάνο ˙ αφετηρία Σύνταγμα – Πετρούπολη. 25χρονη φρεσκοξυπνημένη υπάλληλος ταχυφαγείου , με μοντγκόμερι, τζιν , πλαστική σακούλα-πρόγευμα και καφέ σε φελιζόλ.
Η μισοκοιμισμένη 45χρονη αποκλειστική του Λαϊκού που ξημερώματα, κολλά το πρόσωπο της στο τζάμι λεωφορείου και από τα ακουστικά ακούει την χαρούλα να της τραγουδάει το μη σε νοιάζει.
Ο 55 χρόνος ιδιοκτήτης της Αιόλου που ανεβάζοντας ρολά χαμογελά ψιθυριστά, έχοντας γερά καρφωμένο στο μυαλό του το σ’ αγαπώ και να προσεχείς που του ψιθύρισε για ακόμη ένα πρωινό η γυναίκα του παίρνοντας δύναμη να μην λυγίζει από την προπαγάνδα της κρίσης.
Από το γωνιακό ημιπολυτελές ξενοδοχείο, άγρυπνος και ξενερωμένος ο τριανταπεντάχρονος επαρχιώτης, που βλέπει να τελειώνει η διήμερη εκδρομή άδοξα και ναυαγισμένα, μετρώντας ήττες και αποτυχίες.
Ο πελαγωμένα ευτυχής 40χρονος, που φεύγει γκαζωμένος κραυγάζοντας αυτοπεποίθηση από το διανυκτερεύων μπαρ, γιατί του έκατσε η νύχτα και έβγαλε καινούρια γνωριμία μέσα στην κρίση.
Η εξηντάχρονη χήρα από το νοικιασμένο δυάρι της γκρίζας πολυκατοικίας , με ανοιχτό παράθυρο και το ραδιόφωνο στη διαπασών καρφωμένο στην αρχιεπισκοπή, ετοιμάζεται στεγνά και αμίλητα για το πρωινό εξάμηνο μνημόσυνο.
Ο θυμωμένος με την τύχη του ταξιτζής, γιατί κουβάλησε σχεδόν δωρεάν μπατίρικο ζευγάρι Βούλα – Σύνταγμα, που τον έλουσε χαμογελώντας στα ψιλά.
Η 30χρονη Βουλγάρα εργάτρια του συνεργείου καθαρισμού, που κλέβει χρόνο για τσιγάρο και στο σκαλοπάτι του πολυκαταστήματος διηγείται στις φίλες της, την προηγούμενη νύχτα που μοιάζει σαν σενάριο.
Ο 28χρονος αστυνομικός που έβγαλε δύσκολη νύχτα στο άγριο λούνα παρκ του κέντρου, συναισθηματικά αφυδατωμένος και εξαντλημένος, αφηγείται στους διπλανούς του, στην κλούβα, τις γιορτές στην πόλη του πριν δέκα χρόνια.
Χορωδία οι ανάσες, τα γέλια και τα κλάματα, οι ευχές και επιθυμίες, σιγόντο ψιθυρίζει ο καθένας μας τον προσωπικό του ύμνο.
Ξυπόλυτοι που αισθανόμαστε κολοσσοί.
Το θέμα είναι ότι, ακόμη αναγνωρίζουμε τον ήχο της φωνής μας, το χρώμα και το ύφος της ˙δεν χάραξε όσο και να προσπάθησε η κρίση το πρόσωπό μας, δε φίμωσε τα γέλια και τα κλάματα μας.