Κατά την δεκαετία του ΄90, μαζί με την αθρόα μετανάστευση (κυρίως από χώρες του πρώην “ανατολικού μπλοκ”) παρουσίασε έξαρση στην χώρα μας το φαινόμενο της...
εμπορίας ανθρώπων (trafficking in human beings).
Εκατοντάδες εγκληματικές οργανώσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, έκαναν την εμφάνισή τους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής επικράτειας. Πολύτιμος αρωγός τους υπήρξε, μεταξύ άλλων, το τότε απαρχαιωμένο νομοθετικό πλαίσιο, που ισοδυναμούσε ουσιαστικά με απουσία νομικού οπλοστασίου, η έλλειψη σχετικής εμπειρίας και ειδικής κατάρτισης της ΕΛ.ΑΣ., αλλά και ο φόβος των θυμάτων εξαιτίας της έλλειψης σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης για την προστασία τους.
Με τον ν. 3064/2002 (“Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας κλπ”) η χώρα μας έκανε το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την καταπολέμηση του φαινομένου που ελάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις. Έκτοτε, μετά από σειρά και άλλων μέτρων, χωρίς να έχει εξαλειφθεί το φαινόμενο, έχει σημειωθεί θεαματική πρόοδος και το ειδικό τμήμα της ΕΛ.ΑΣ. έχει να επιδείξει σημαντικές νίκες στον πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος με την εξάρθρωση εκατοντάδων κυκλωμάτων.
Το κλειδί της επιτυχίας, ωστόσο, βρίσκεται στο άρθρο 12 του παραπάνω νόμου (όπως ισχύει), που φέρει τον τίτλο “Αρωγή θυμάτων”. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων τυγχάνουν της προστασίας της Πολιτείας, η οποία μεριμνά για την στέγαση, την διατροφή, την διαβίωση, την περίθαλψη, την ψυχολογική στήριξή τους κλπ. Θεμελιώδους σημασίας είναι η πρόβλεψη ότι τα αλλοδαπά θύματα (που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία) δεν απελαύνονται, δεν διώκονται για τυχόν εγκλήματα παράνομης εισόδου ή χρήσης πλαστού εγγράφου (διαβατηρίου, άδειας διαμονής κλπ), ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής (υπό όρους) ή επαναπατρισμού τους, εφόσον το επιθυμούν.
Με τον τρόπο αυτό, τα μέχρι τότε τελούντα υπό “νομοθετική ομηρεία” θύματα trafficking είχαν την ευκαιρία να καταγγείλουν τις εις βάρος τους κακουργηματικές πράξεις, συμβάλλοντας στην εξάρθρωση των κυκλωμάτων, χωρίς να κινδυνεύουν να συλληφθούν, να φυλακιστούν ή/ και να απελαθούν για ήσσονος σημασίας αδικήματα που σχετίζονταν με την νομιμότητα της εισόδου και διαμονής τους στην χώρα.
Με τον ν. 3064/2002 ο νομοθέτης στάθμισε τα προστατευόμενα έννομα αγαθά και έθεσε ως προτεραιότητα την καταπολέμηση του μείζονος που δεν θα είχε αποτέλεσμα χωρίς την προστασία των θυμάτων – θυτών του ελάσσονος.
Τους τελευταίους μήνες παρουσιάζει έξαρση στην χώρα μας το ντροπιαστικό από κάθε άποψη φαινόμενο της ρατσιστικής βίας. Είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και πρέπει το συντομότερο δυνατό να αντιμετωπιστεί, καθώς, μεταξύ άλλων, αποτελεί όνειδος και μαύρη κηλίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Εχθές (21.1.2013) ανακοινώθηκε από τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. η έναρξη λειτουργίας τμημάτων και υπηρεσιών που θα ασχολούνται με περιστατικά ρατσιστικής βίας.
Μετά λύπης μου, ωστόσο, διαβάζω, ότι “εάν το θύμα δεν έχει άδεια παραμονής ή εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα, θα αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλος παράνομος μετανάστης και θα ακολουθείται η διαδικασία κράτησης και απέλασης του”. Είναι βέβαιο, ότι με τέτοιου είδους πρόβλεψη, το θύμα ρατσιστικής βίας, εφόσον διαμένει παράνομα στην χώρα, δεν θα καταγγέλλει την εις βάρος του εγκληματική πράξη (όπως δηλαδή συνέβαινε παλαιότερα με τα θύματα του trafficking).
Εύχομαι ότι οι κυβερνώντες θα αντιληφθούν εγκαίρως το άτοπο, γιατί δεν θέλω να πιστέψω, ότι, στην στάθμιση των εννόμων αγαθών και προτεραιοτήτων εκ μέρους της Πολιτείας, η ρατσιστική βία, που συνιστά (και) βαριά εγκληματικότητα, ισοδυναμεί με την παράνομη είσοδο ή με την παράνομη διαμονή (η τελευταία δεν είναι καν ποινικό αδίκημα).
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να νομιμοποιείται στην χώρα το θύμα ρατσιστικής βίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των θυμάτων trafficking. Κάτι τέτοιο μπορεί να είχε ως συνέπεια την αύξηση των ψευδών καταγγελιών με κίνητρο την νομιμοποίηση, που τελικά θα αποδυνάμωνε και θα εκφύλιζε την όλη προσπάθεια.
Μπορεί όμως να βρεθεί μια φόρμουλα (π.χ. χορήγηση δυνατότητας οικειοθελούς αποχώρηση εντός κάποιων ημερών, κ.α.) έτσι ώστε να μην συλλαμβάνεται το θύμα, τουλάχιστον κατά την στιγμή της καταγγελίας, ή επ’ ευκαιρία της υποστήριξης της καταγγελίας του (επιβεβαίωση της μήνυσης, ένορκη κατάθεση στην αστυνομία ή στον ανακριτή ή στο Δικαστήριο κλπ).
Σε κάθε περίπτωση η ρατσιστική βία πρέπει να καταπολεμηθεί και να εξαλειφθεί και από την πραγματική βούληση της Πολιτείας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο του πολιτισμού μας.