Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Οταν ο Αϊζενχάουερ είχε πει κάποτε ειρωνικά:«διανοούμενος είναι κάποιος, που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται για να πει περισσότερα ...
απ’ όσα ξέρει», θα είχε προφανώς υπόψη του την ελληνική βλαχομπαρόκ πνευματική και πολιτική διανόηση, για την οποία, όποιος δεν ασπάζεται το μεσσιανικό και νεοελιτίστικο αξιακό της σύστημα, περνάει αυτομάτως στην απέναντι πλευρά των λαϊκιστών. Από την εποχή των σχολαστικών είχαμε να ζήσουμε έναν τέτοιο φετιχισμό «ηχηρών» λέξεων(μεταμοντερνισμό, μετανεωτερικότητα, μεταστρουκτουραλισμό, ποπουλισμό-λαϊκισμό κ.λ.π., κ.λ.π.), που δεν εκφράζουν τίποτα το ουσιώδες. Βάζοντας ετικέτες επιτυγχάνεις ταυτοχρόνως πολλαπλά πράγματα. Προκαλείς σύγχυση, κρύβεις τις αδυναμίες σου, ξεχωρίζεις από το λαό δηλαδή την «πλέμπα» και ενώ δεν παράγεις τίποτα το υλικό, ούτε καν αξιόλογες πνευματικές αξίες, πείθεις την «πλέμπα», την μόνη που εργάζεται και παράγει απτό-ορατό πλούτο, ότι αυτή (η πλέμπα) και μόνο αυτή η ίδια είναι η αιτία της αθλιότητάς της και πως γι αυτό το λόγο, ως τιμωρία, θα πρέπει να μάθει να ζει με το ένα δέκατο απ’ ότι εσύ, που το μόνο που παράγεις είναι αέρας κοπανιστός συσκευασμένος με ψέμα, πολύ ψέμα.
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι η κοινωνία αποτελείται από κοινωνικές ομάδες με, πολλές φορές, αντικρουόμενα συμφέροντα. Τις ομάδες αυτές, κάποιοι τις ονομάζουν Ομάδες Πίεσης ή Λόμπι, που σκοπό έχουν την υπεράσπιση των συμφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζουν. Ο πρώτος που μίλησε για τη διαμόρφωση δύο κύριων κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα, που άρχισαν να εμφανίζονται μετά τη βιομηχανική επανάσταση, ήταν ο φιλόσοφος και θεμελιωτής της Κλασικής Οικονομίας, ο Ανταμ Σμιθ, ο οποίος στο 8ο κεφάλαιο του «Πλούτου των Εθνών» έγραφε: «Εργάτες και εργοδότες έχουν εντελώς διαφορετικά συμφέροντα. Οι πρώτοι οργανώνονται σε ενώσεις εργατών αγωνιζόμενοι να πάρουν όσο γίνεται περισσότερα και οι δεύτεροι σε ενώσεις εργοδοτών για να δώσουν όσο γίνεται λιγότερα».
Απ’ αυτό ορμώμενος, ο θαυμαστής του Ανταμ Σμιθ, ο Καρλ Μαρξ, είπε μισό αιώνα αργότερα, πως «η κύρια αντίθεση της κοινωνίας είναι εκείνη ανάμεσα στην Εργασία και στο Κεφάλαιο».
Σήμερα, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε, ότι στη σύγχρονη Ελλάδα διαψεύδονται και οι δύο παραπάνω φιλόσοφοι.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και ειδικά μετά την ανακάλυψη, από τους πρώην εκτός των τειχών «αριστερούς επαναστάτες», ότι «η επανάσταση είναι καλή αλλά η εξουσία και η “χλίδα” καλύτερες», διαμορφώθηκε στη χώρα μας μια άλλη εντελώς διαφορετική κύρια αντίθεση. Η μέχρι πρότινος ταξική αντίθεση Εργασίας και Κεφαλαίου, μεταλλάχθηκε σε αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτούς που νιώθουν (δίχως απαραιτήτως και να είναι) διανοούμενοι, εργατικοί, έντιμοι, νεωτεριστές, διεθνιστές, πολύγλωσσοι και πολυπολιτισμικοί και στους άλλους τους αναχρονιστές, τους συντηρητικούς, τους τεμπέληδες, τους διεφθαρμένους, τους τοπικούς και επαρχιακούς.
Βάσει της αρχής που λέει, πως «ότι δεν κατανοεί ο αμόρφωτος, το ονομάζει υποτιμητικά κουλτουριάρικο (βλ. Γ. Λυκιαρδόπουλου) και ότι λαϊκό δεν κατανοεί ο ψευτοδιανοούμενος γιατί του είναι παντελώς ξένο, το ονομάζει υποτιμητικά «λαϊκιστικό», προέκυψε η νέα κύρια αντίθεση της σύγχρονης Ελλάδας, (που από την ελληνιστική εποχή πήδηξε στη μετανεωτερική, εκείνη μεταξύ «Λαϊκιστών και Κουλτουριάρηδων». Οι δυο αυτές ομάδες, οι πρώτοι, ενδεχομένως από αμάθεια, από δόλο (η άμυνα του αδύναμου) ή από φθόνο (όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια) και οι δεύτεροι, ενδεχομένως από ημιμάθεια ή από μίσος για τις ρίζες τους, γιατί είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε λάθος χώρα και όχι στον ευρωπαϊκό ή αμερικανικό βορρά, βρίσκονται σε μια διαρκή και ακατάπαυστη διαμάχη, πότε καλυμμένη και πότε ανοιχτή.
Ετσι, η ως τώρα ιστορία των ταξικών αγώνων, μετατράπηκε στην Ελλάδα σε μια διαμάχη δυο κατά φαντασία κοινωνικών ομάδων, γεμάτη από κλισέ, στερεότυπα και προκαταλήψεις κι απ’ τις δυο πλευρές, με κερδισμένους όμως, όπως πάντα, τους κουλτουριάρηδες, τη λεγόμενη διανόηση, η οποία ακολουθεί τον κανόνα που λέει :«απεχθανόμαστε περισσότερο αυτούς από τους οποίους ζούμε και τους οποίους βλάπτουμε, παρά εκείνους, που μας βλάπτουν»!
Αυτή λοιπόν η ομάδα των κουλτουριάρηδων, σε μια ανίερη συμμαχία με την πολιτική και οικονομική ελίτ, προσπαθεί, και ως ένα σημείο τα κατάφερε, να πείσει το λαό, ότι: «σύγχρονο, ορθολογικό, εθνικό και πατριωτικό είναι ότι συμφέρει την πνευματική-πολιτική και οικονομική ελίτ, τη μόνη που παράγει πνεύμα, ταλέντα, επιστήμες και οράματα και πως ότι συμφέρει το λαό, που το μόνο που μπορεί είναι να ζει απ’ τον ιδρώτα του προσώπου του, είναι επικίνδυνο προϊόν λαϊκισμού, το οποίον βλάπτει σοβαρά την υγεία του. Στη μετανεωτερική κοινωνία, αν θέλουμε να πάμε μπροστά, ο λαός δε χρειάζεται καμία άλλη αρετή πέραν της υπομονής και της καρτερίας».