Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Πολίτης τις διορίσθηκε την 10.04.1978 στο [τότε] Υπουργείο Συντονισμού ως υπάλληλος-ειδικός επιστήμων με σχέση ιδιωτικού δικαίου [μία από τις τότε φόρμουλες διορισμού με βάση ειδικές διατάξεις]. Χωρίς ΑΣΕΠ φυσικά κ.λπ., το οποίο ...
δεν υπήρχε τότε. Στο διάστημα 12.02.1979-23.07.1979 έλαβε εκπαιδευτική άδεια άνευ αποδοχών.
Προσελήφθη, δηλαδή, ως ειδικός επιστήμων για να στελεχώσει το υπουργείο ενόψει ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ και πήρε 5μηνη άδεια, ευτυχώς άνευ αποδοχών, για να εκπαιδευθεί. Ακολούθως εργάσθηκε επί ένα σκάρτο 2μηνο και λόγω κόπωσης, προφανώς, έλαβε 5,5 μηνών άδεια άνευ αποδοχών στο διάστημα 15.09.1979-26.02.1980. Επανελθών εις την Υπηρεσίαν μονιμοποιήθηκε την 16.06.1980 σε οργανική θέση λόγω των προφανών προσόντων που διέθετε και εις αναγνώρισιν, προδήλως, των υπηρεσιών που είχεν ήδη προσφέρει. Ακολούθησαν νέες άδειες αναψυχής στις περιόδους 16.08.1980-30.08.1980, 16.12.1980-31.12.1980 και 01.06.1984-23.06.1984. Το έτος 1984 διορίσθηκε υπάλληλος σε όργανο της ΕΟΚ και έπαψε να προσέρχεται στην Υπηρεσία του. Ουδείς ενοχλήθηκε από την απουσία του μέχρι που κάποια στιγμή παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα της απόλυσης. Το Συμβούλιο απεφάσισε την οριστική απόλυσή του την 04.11.1997, ο δε Υπουργός χρειάσθηκε άλλους επτά μήνες για να υπογράψει την περί απολύσεως απόφαση την 02.06.1998.
Ακολούθως ο πολίτης ζήτησε την 18.10.1999 να μεταφέρει στα όργανα της ΕΕ τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, τα οποία είχε αποκτήσει από την υπηρεσία του στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση μέχρι την απόλυσή του. Η Διοίκηση απήντησε την 06.07.2000 ότι βάσει του νόμου τα σχετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα έχουν απωλεσθεί λόγω της απολύσεώς του εξ αιτίας της αδικαιολόγητης απουσίας του από την Υπηρεσία. Ο πολίτης υπέβαλε την 01.08.2001 ένσταση, η οποία απερρίφθη το έτος 2002. Ο πολίτης προσέφυγε την 28.11.2003 στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο επικύρωσε την άποψη του Δημοσίου το 2006. Ο πολίτης προσέφυγε ακολούθως στην Ολομέλεια του ΕΣ, η οποία απεφάνθη εν έτει 2012 ότι η απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ως συνέπεια της αδικαιολόγητης απουσίας είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητος, αφού θα μπορούσε το Δημόσιο να λάβει άλλα ηπιότερα και εξ ίσου αποτελεσματικά μέτρα για να εξασφαλίσει την παρουσία τού υπαλλήλου στην υπηρεσία του.
Θεωρώ λογικό το να διατηρεί ο υπάλληλος τα δικαιώματά του για όσα χρόνια έχει εργασθεί οπουδήποτε, έστω και αν με αυτά δεν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, αλλά το ως άνω παράδειγμα δείχνει τα εξής πράγματα:
Α] ο συγκεκριμένος δημόσιος υπάλληλος απουσίαζε από την υπηρεσία του από το 1984 με το «έτσι γουστάρω». Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η απουσία του δεν αποτελούσε κοινό μυστικό. Σίγουρα, λοιπόν, είχε τις πλάτες κάποιου. Μάλλον ισχυρού. Υπουργού, υφυπουργού, γκόμενου, γκόμενας;
Β] Το Πειθαρχικό Συμβούλιο εξέδωσε την απόφασή του μετά την πάροδο 12 ετών από τότε που ο υπάλληλος εξαφανίσθηκε από την Υπηρεσία του, ο δε υπουργός τη δική του περί απολύσεως απόφαση επτά μήνες μετά την απόφαση του Συμβουλίου.
Γ] Ο υπάλληλος προσέφυγε στο Ελεγκτικό Συνέδριο το έτος 2003 για να του αναγνωρισθούν τα χρόνια εργασίας στο Δημόσιο, ώστε να προσμετρηθούν στον υπολογισμό της σύνταξής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δ] Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέδωσε την τελική απόφασή του το έτος 2012.
Συμπέρασμα. Το ελληνικό Δημόσιο ασχολήθηκε με τον εν λόγω υπάλληλο από το έτος 1984 μέχρι και το 2012, ήτοι επί 28 έτη, χωρίς αυτός να προσφέρει στο κράτος ο,τιδήποτε. Πόσες ανθρωποώρες αναλώθηκαν; Πόσο κόστισαν σε εμάς τους φορολογούμενους; Πόσες άλλες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν;
Κάπως έτσι δεν θα εξελίσσονταν τα πράγματα με οποιονδήποτε ιδιωτικό υπάλληλο; Με βάση τη συνταγματική αρχή της ισονομίας!
Σωτήριος Καλαμίτσης
Φίλος του γιατρού Γωγούση
Υ.Γ. Πρόκειται για την απόφαση 440/2012 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου