Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
«οι ευρωπαίοι προτιμούν να πιστεύουν στο τίποτα απ’ το να μην πιστεύουν τίποτα». Νίτσε
Πριν δεκάξι περίπου αιώνες, ο Μέγας Βασίλειος, απευθυνόμενος στους νέους, έγραφε:
«Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή……….οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή». Ο Μέγας Βασίλειος, άνθρωπος άγιος, σοφός και πόντιος απ’ τα μέρη του Διογένη του Κυνικού(σύμφωνα με νεότερες μελέτες γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και όχι της Καππαδοκίας) δεν έκανε το λάθος να μας περιγράψει πως ακριβώς θα είναι εκεί στον Παράδεισο:«Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του». Σωστός ο άγιος, και αφού δεν έχει έρθει μέχρι σήμερα κανείς από εκεί ‘πάνω να μας πει πως είναι τα πράγματα εκεί, αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για αθέτηση των λόγων του, ούτε και να τον αμφισβητήσει.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την, για κάποιους εύπιστους, νέα αγία τριάδα της επίγειας ζωής μας την Τρόϊκα, η οποία, μπορεί μεν να μη μας υποσχέθηκε τον Παράδεισο, ούτε καν τη Γη της Επαγγελίας, αλλά μας υποσχέθηκε, ότι, τουλάχιστον, δε θα μας αφήσει να ολισθήσουμε στην κόλαση, ούτε να πεθάνουμε απ’ την πείνα όλοι.
Οι δύο υποσχέσεις έχουν πολλά κοινά στοιχεία αλλά και κάποια κενά.
Στην μεν πρώτη, ξέρουμε ότι αν είμαστε καλοί άνθρωποι και πιστοί δούλοι του Θεού θα πάμε στον Παράδεισο και από εκεί πάνω, όπως έλεγε ο Αγιος των Καθολικών Θωμάς ο Ακινάτης «θα βλέπουμε τους αμαρτωλούς να βράζουν στα καζάνια της κολάσεως και θα ευφραίνεται η ψυχή μας». Αυτή βεβαίως θα είναι η μόνη ανταμοιβή των «τυχερών», η οποία δεν είναι δα και τόσο ασήμαντη, αν σκεφτούμε ότι όλο το υπόλοιπο διάστημα και σύμφωνα με πληροφορίες από πρώτο χέρι, εκτός του ότι εκεί στον παράδεισο, οι πιστοί «οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται»(Κατά Λουκάν κεφ 20,35) ως δούλοι του Θεού, θα υμνούν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ τον Κύριο.
Στη δεύτερη, έχουμε μεν τη διαβεβαίωση της Τρόϊκας ότι θα απαλλαγούμε από το προπατορικό αμάρτημα των γονέων, με την προϋπόθεση όμως ότι θα είμαστε καλά, υπάκουα και φρόνιμα παιδιά, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις εντολές της. Και όντες οι ίδιοι πρακτικοί προτεστάντες, απαιτούν να λησμονήσουμε όλες τις εξ ανατολών κακές συνήθειές μας και πρώτη απ’ όλες, εκείνη της εξομολόγησης, της μετάνοιας και της συγχώρεσης των αμαρτιών, που οδηγεί στη ραστώνη και στην αναβολή και να ασπαστούμε την «προτεσταντική ηθική της εργασίας, της αποταμίευσης, της λιτότητας και της αβεβαιότητας, δηλαδή του μη προκαθορισμού της σωτηρίας της ψυχής (Praedestination)». Αυτή η προτεσταντική αβεβαιότητα της σωτηρίας της ψυχής, μπορεί, όπως λένε οι ψυχολόγοι, να μας οδηγήσει σε συναισθηματική ανεπάρκεια, να μη μας κάνει απαραιτήτως καλούς χριστιανούς αλλά θα μας κάνει σίγουρα πλούσιους και ο Γιαχβέ απέδειξε ότι αγαπά τους πλούσιους Καλούς Σαμαρείτες.
Τουτέστιν και όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο προτεστάντη, θα πρέπει να αποδεικνύουμε διαρκώς την αξία μας με αυτοσυγκράτηση και αυτοπειθαρχία. Αν επιθυμούμε τη σωτηρία μας, θα πρέπει να λησμονήσουμε τον μέχρι τώρα ρόλο του ορθόδοξου μοναχικού προσκυνητή και με μια διάθεση αυτοαναίρεσης και εγκόσμιας ασκητικής εγκράτειας να αποδείξουμε με λιτότητα, με σκληρή και φτηνή εργασία, ότι είμαστε άξιοι να μη διωχτούμε απ’ τον επίγειο παράδεισό τους.
Ολες οι δραστηριότητες και ο τρόπος ζωής μας από εδώ και μπρος θα συνοδεύονται από την αβεβαιότητα, ως τη μοναδική βεβαιότητα και θα συνοψίζονται στην μόνιμη ευχή-επωδό: «κύριοι, παραιτούμαι τώρα από την πρόσκαιρη και ματαιόδοξη χαρά και διασκέδαση άσκοπων δαπανών, συλλέγοντας μικρές αποδείξεις αρετής μέσω καθημερινών θυσιών και αναθεματίζω εκείνους οι οποίοι εμπιστεύονται τον άνθρωπο και οικοδομούν την αρετή τους πάνω στην ηδονή της σάρκας»(Καλβίνος).
Μπορεί όλα αυτά να μας κάνουν δυστυχισμένους αφού θα πρέπει να αποβάλλουμε τις συναισθηματικές αδυναμίες (συμπόνιας, αμφιβολίας, αμφιταλάντευσης και αμφιθυμίας) που μας χαρακτήριζαν μέχρι σήμερα. Θα πρέπει όμως να τις αποβάλουμε, αν θέλουμε να γίνουμε γνήσιοι ευρωπαίοι. Θα πρέπει να καθυποτάξουμε ένστικτα και συναισθήματα, και αφού, κατά τον Φρόϊντ, η ευτυχία δεν είναι πλέον πολιτισμική αξία, θα πρέπει να υποταχτούμε στην αυτοπειθαρχία και στην τάξη.
Μόνο έτσι θα γίνουμε γνήσιοι ευρωπαίοι, αρκεί να το πιστέψουμε.