του Δημήτρη Πανοζάχου
Στο στόμα όλων των Ελλήνων πλέον είναι η λέξη Ανάπτυξη. Έχει γίνει συνείδηση όλων των Ελλήνων ότι ...
χωρίς αναπτυξιακή πορεία δεν μπορεί να αλλάξει η μοίρα της χώρας και πολύ περισσότερο να μειωθεί η σύγχρονη μάστιγα της κοινωνίας που δεν είναι άλλη από την ανεργία.
Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η εύρεση κεφαλαίων.
Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας.
Πηγή κεφαλαίων μπορεί να αποτελέσει η άντληση αυτών από το εξωτερικό, αλλά και από το εσωτερικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα εξαρτάται από τη φορολογική πολιτική, τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, τις ευκαιρίες επενδύσεων στη χώρα όπως οι αποκρατικοποιήσεις κλπ.
Αντίθετα η ενίσχυση της ανάπτυξης από το εσωτερικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνδέεται άμεσα με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μιας και χωρίς αυτήν οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους στο φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα.
Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τις τελευταίες ημέρες την «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών, είναι η ακύρωση του deal Εθνικής Τράπεζας και Eurobank. Δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις. Οι τοποθετήσεις όλων των πολιτικών παραγόντων έδωσαν την εντύπωση ότι η προκείμενη συγχώνευση ήταν η «ιδανική».
Παραβλέποντας το επικοινωνιακό μέρος, παρότι αποτελεί επίσης στοιχείο επίδρασης στην οικονομία (η οικονομία είναι ψυχολογία), θεωρώ ότι είναι μεγάλη ευκαιρία να συζητηθεί στη χώρα ποιο χρηματοπιστωτικό σύστημα «μας ταιριάζει».
Όλοι δηλώνουν ότι χρειαζόμαστε μεγάλες και ισχυρές τράπεζες που να μπορούν να αντέξουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Τράπεζες που είναι «super market» χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Σε αντιπαράθεση με όσα λέγονται στην πατρίδα μας, στον επιστημονικό χώρο των οικονομικών «άνοιξε» αντίθετη συζήτηση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Μήπως ήρθε η ώρα για έναν νέο νόμο Γκλας- Στίγκαλ; Δηλαδή να νομοθετηθεί η υποχρεωτική διάκριση των εμπορικών από τις επενδυτικές τράπεζες.
Να περιοριστούν οι επικίνδυνες χρηματοοικονομικές επενδύσεις των τραπεζών, όπου οι «κοινοί θνητοί» τοποθετούν τα χρήματα τους.
Η πράξη «Γκλας – Στίγκαλ» επέβαλε στις ΗΠΑ το 1933 (μετά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης του 1929), τον διαχωρισμό των επενδυτικών από τις εμπορικές τράπεζες.
Πρώτος προβληματισμός: Η πρόσφατη ιστορία στη χώρα αποδεικνύει ότι τις οικονομικές κρίσεις των μικρών τραπεζών (Aspis Bank, Proton Bank) μπορούν τα δημόσια οικονομικά της χώρας να τα αντέξουν και να ξεπεραστεί το όποιο πρόβλημα εμφανίζεται χωρίς να χάνουν οι μικροκαταθέτες τα χρήματα τους. Μπορούν όμως τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας να διασφαλίσουν τους μικροκαταθέτες αν οι τεράστιες απώλειες εμφανιστούν σε έναν οικονομικό γίγαντα; Βεβαίως και όχι. Γι’ αυτό άλλωστε αναζητούμε τώρα άμεση και έμμεση βοήθεια από τους Ευρωπαίους για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας.
Στο πρώτο συμπέρασμα που μας οδηγεί η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι ότι οι μικρές τράπεζες δεν δημιουργούν ανυπέρβλητο εμπόδιο στα δημόσια οικονομικά, ακόμη και όταν «λοξοδρομήσουν». Οι καταθέτες μπορούν να εξασφαλιστούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Δεύτερος προβληματισμός: Ένα άλλο στοιχείο που μπορούμε να αντλήσουμε από το παρελθόν (όχι πολύ μακριά αλλά ανατρέχοντας στη δεκαετία του ’80 και του ’90) είναι ότι το τραπεζικό ολιγοπώλιο ποτέ δεν βοήθησε την επιχειρηματικότητα. Ως ένα κλασσικό ολιγοπώλιο διασφάλιζε τα συμφέροντά του, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό είτε μη προσφέροντας καλές αποδόσεις στους καταθέτες, είτε επιβαρύνοντας τους δανειολήπτες με αυξημένα κόστη. Η τραπεζική αγορά άλλαξε στη χώρα, όταν αυξήθηκαν οι τράπεζες.
Μπορεί να εκφράσει κανείς την άποψη ότι οι μικρές τράπεζες έχουν έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά και άρα οι διοικούντες μπορούν να την εκμεταλλευθούν. Αυτό όμως έγκειται στους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Αυτοί έχουν υποχρέωση να μας προστατεύσουν από τους εκμεταλλευτές της περιουσίας μας. Και δεν μπορούμε επικαλούμενοι τυχόν αδυναμίες των ελεγκτικών μηχανισμών να αφήνουμε τους πολίτες να συναλλάσσονται υποχρεωτικά με ολιγοπώλια. Η ανάπτυξη της χώρας διέρχεται μέσα από την ανασυγκρότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ανταγωνιστικές τραπεζικές προσφορές.
Τρίτος προβληματισμός: Μεγάλες τράπεζες στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία σημαίνει και «εμπορική και επενδυτική τράπεζα σε ένα» για να μπορεί να έχει ευκολότερη χρηματοδότηση (από τους καταθέτες) και αυξημένα κέρδη (από τα επενδυτικά ρίσκα). Το πρόβλημα ξεκινά όταν τα επενδυτικά ρίσκα δεν αποδίδουν και όχι μόνο απομυζούν τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας, αλλά θέτουν σε επισφάλεια και τις καταθέσεις των καθημερινών καταθετών. Αν δεν υπάρξει περιορισμός στις επενδυτικές δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών, οδηγούμαστε στο σημείο, η ασφάλεια των καταθέσεων που προσφέρει η πολιτεία, να αποτελεί μέσω κάλυψης επενδυτικών ζημιών των «εμπορικών» τραπεζών και μεταφορά στα δημόσια οικονομικά των επενδυτικών λαθών των golden boys.
Τέταρτος προβληματισμός: Γιατί μια εμπορική τράπεζα να ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει ιδιωτικές επενδύσεις, όταν «τα παράγωγα» και τα άλλα γνωστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα της, επιτρέπουν να έχει αυξημένα κέρδη; Η χώρα μας που έχει μείωση ΑΕΠ τα τελευταία έτη 25%, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει το τραπεζικό της σύστημα να χρηματοδοτήσει τις παραγωγικές της μονάδες και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με χρηματοπιστωτικό σύστημα που θεωρεί ότι το μέλλον του διέρχεται από τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης της κλασικής οικονομίας.
Με αυτές τις σκέψεις δεν θεωρώ και τραγικό την ακύρωση του deal Εθνικής Τράπεζας και Eurobank. Δεν εθελοτυφλώ και δεν παραβλέπω ότι τις διευκόλυνε στις «οικονομίες κλίμακας» και τις βοηθούσε ως ενιαία επιχειρηματική οντότητα να ανέβουν πολλά σκαλιά στη λίστα των μεγάλων τραπεζών. Δεν κατανοώ όμως εύκολα γιατί θα βοηθούσε περισσότερο η ύπαρξη ενός, από την ύπαρξη δύο αυτοτελών τραπεζικών οργανισμών, την ανάπτυξη στη χώρα.
Η «αγορά» έχει μάθει να καλύπτει τα κενά που δημιουργούνται και είμαι σίγουρος ότι πολύ γρήγορα θα ξεφυτρώσουν και άλλες τράπεζες. Μπορεί να είναι μικρές στην αρχή, αλλά έτσι δεν ξεκίνησαν και οι σημερινές;
Το τραπεζικό σύστημα θα κριθεί κατά την ουσιαστική συμμετοχή του στην ενίσχυση των παραγωγικών δυνάμεων της πατρίδας και αυτό απαιτεί ανταγωνιστικές τιμές και προσφορά ασφαλούς καταθετικού περιβάλλοντος.
Πανοζάχος Δημήτρης
Οικονομολόγος Φοροτεχνικός Σύμβουλος
Μέλος της ΕΓ της ΝΔ
Πολιτευτής Α΄Θεσσαλονίκης