Έκανα σήμερα το πρωί μια βόλτα στο κέντρο της Καλαμαριάς.
Στον περίφημο πεζόδρομό της, που κάποτε έσφυζε από ζωή και εμπορική κίνηση.
Εκεί που όλη την ημέρα έβλεπες...
διάφορους και διάφορες με ρούχα σινιέ να κυκλοφορούν πάνω κάτω, κουβαλώντας σακούλες με ψώνια, τα οποία μετέφεραν στο (παράνομα) παρκαρισμένο ακριβό τους αμάξι, προκειμένου να συνεχίσουν το σουλάτσο τους, ψωνίζοντας και μετά πίνοντας φραπέ των €5 ευρώ!
Και στον οποίο πεζόδρομο σήμερα, τα μισά μαγαζιά είναι σφραγισμένα και ξενοίκιαστα, και τα υπόλοιπα υπολειτουργούν, ψάχνοντας τον πελάτη με το δίκαννο.
Η ίδια εικόνα δηλαδή και με τις υπόλοιπες άλλοτε «χάι» περιοχές της πόλης, εκεί που αν είχες τα προηγούμενα χρόνια μαγαζί, είχες κάνει την καλή σου, και θεωρούσουν όχι μόνο πετυχημένος, αλλά σωστός «μπρούκλης».
Εκεί που για να βρεις να νοικιάσεις επαγγελματικό χώρο έπρεπε πρώτα να υποβληθείς σε εξετάσεις, και αν εγκρινόσουν, να πληρώσεις ουκ ολίγα μαύρα ευρώ σε αέρα (πατέρα) για να τον κλείσεις.
Αλλά στη συνέχεια, είχες φτιάξει την καλή σου…
Σήμερα όμως, ο κάθε κατεργάρης επανήλθε στον πάγκο του. Βιαίως!
Τόσο οι μαγαζάτορες που δεν έχουν μία, όσο και οι εισοδηματίες ιδιοκτήτες ακινήτων που βλέπουν τα άλλοτε χρυσορυχεία τους να μαζεύουν αράχνες, την ίδια ώρα που τα χαράτσια των ακινήτων πέφτουν σαν χαλάζι.
Και αποδείχτηκε αυτό που εγώ προσωπικά πίστευα ανέκαθεν.
Ότι η περίφημη ιδιωτική πρωτοβουλία της Ελλάδας ήταν απλά μια ακόμη φούσκα και τίποτα παραπάνω.
Στο υψηλό της επίπεδο (εργολάβοι, κατασκευαστές, κλπ) βασίζονταν στα συμβόλαια με το δημόσιο, και στο πιο χαμηλό της στην φοροδιαφυγή και στην γρηγοράδα.
Διότι αυτό το όνειρο που ζούσε στη χώρα μας ο μικρομεσαίος, ο καταστηματάρχης, ο λιανοπωλητής, ο μαγαζάτορας, και που τον καθιστούσε εύπορο και «παίκτη», και που δεν υπήρχε πουθενά αλλού στον δυτικό αναπτυγμένο κόσμο, ήταν απλά μια χίμαιρα.
Μια τεχνητή κατάσταση.
Μια αγορά σικέ.
Βασισμένη σε (θαλασσο)δάνεια, σε ετεροχρονολογημένες ή πέτσινες επιταγές, σε μαϊμού παραστατικά, στην εμπορική κουτοπονηριά, και στην πατροπαράδοτη ελληνική συστηματική φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή.
Διότι καλά είναι να το παίζεις «επιχειρηματίας», αρκεί βέβαια να μην δηλώνεις τις πωλήσεις σου, και να μην πληρώνεις φόρους.
Διότι αν πεις να παίξεις με τους κανόνες, και να είσαι εντάξει με τις υποχρεώσεις σου, τότε θέλει προσπάθεια, οργάνωση, καινοτομία, επενδύσεις, και άλλα πολλά, άγνωστα στην ελληνική εμπορική «πανίδα».
Τότε, αν υπάρχουν δηλαδή κανόνες που τηρούνται, ο καπιταλισμός είναι σαν τον δαρβινισμό ένα πράγμα, και αναπόφευκτα οδηγεί στο κλείσιμο των αδύναμων, των ανεπαρκών, των μικρών, και των συνοικιακών μαγαζιών, και οδηγεί τους καταναλωτές στα μεγάλα σούπερ μάρκετ, στις μεγάλες αλυσίδες, και στα σύγχρονα μόλς.
Δυστυχώς αυτή είναι η διεθνής πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες, και μόνη η Ελλάδα έμεινε πίσω από το καραβάνι της καπιταλιστικής εξέλιξης, που δεν είναι υπέρ του μικρομεσαίου, πώς να το κάνουμε;
Μόλις λοιπόν το αυγό μπήκε στον κώλο, να και τα λουκέτα…
Και δεν είναι η κρίση αυτή καθ αυτή που γονάτισε οικονομικά όλους τους πρώην γιαλαντζί κροίσους θαμώνες των πρώτων τραπεζιών στα κωλάδικα, αλλά κυρίως η παράπλευρη συνέπειά της, δηλαδή η ξαφνική φορολογική αφύπνιση του κράτους, και μέρους των πολιτών, η εγρήγορση των υπηρεσιών ελέγχου, και το τραπεζικό σφίξιμο των λουριών.
Εν ολίγοις το κλείσιμο της πιστωτικής κάνουλας, και η εντατικοποίηση των ελέγχων.
Με άλλα λόγια, μόλις κόπηκε αφ ενός η ανεξάντλητη και ανεξέλεγκτη πίστωση, και αφ’ ετέρου άρχισαν να κινούνται κάπως οι αρμόδιες υπηρεσίες, να και το αποτέλεσμα.
Η φούσκα έσκασε. Με κρότο.
Οπότε αποκαλύφτηκε μια και καλή, ποιος είναι ποιος…
Πάνε και τα σαββατοκύριακα στη Βιέννη, πάνε και τα κουβανέζικα πούρα, πάνε και οι καθημερινές έξοδοι στα σκυλάδικα, πάνε και τα τζιπ και οι μπέμπες, πάνε οι βόλτες με τα ελικόπτερα, πάνε και τα κιτσάτα εξοχικά.
Και δεν είναι μόνο οι μικρομεσαίοι που πληρώνουν τη νύφη.
Η κρίση αποκάλυψε και το δήθεν των (και καλά) επώνυμων.
Αυτών που συντηρούσαν όλο το νεοελληνικό καρακατσουλίστικο λάιφσταιλ.
Ο πολύς Κωστόπουλος βάρεσε κανόνι, ο Λάκης Γαβαλάς μοιράζεται το ίδιο κελί με τον «ευεργέτη της ορθοδοξίας» Λαυρέντη, Ο Κιμούλης τρέχει και δεν φτάνει, και οι διάφοροι (νεόπλουτοι) μαυραγορίτες μαϊντανοί, που έκαναν τη χώρα μας πρώτη σε πωλήσεις (αναλογικά) Καγιέν στον κόσμο, κρύβονται για να μην τους βρουν αι υπηρεσίαι, και τους στείλουν πακέτο να κάνουν παρέα στον Βλαστό!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η τράπουλα ξαναμοιράστηκε, και σήμερα ζούμε στη μεταβατική περίοδο μεταξύ της στρεβλής κατάστασης ευημερίας, και αυτού που πρόκειται να έρθει.
Κάτι σαν την μαφιόζικη Ρωσία, την περίοδο που περνούσε από τα σοβιέτ στον δυτικού τύπου φιλελεύθερο καπιταλισμό.
Μόνο που εμείς δεν έχουμε μεγάλες βιομηχανίες για να μοιράσουμε στα νέα λαμόγια.
Έτσι, η μόνη ανάπτυξη σ’ αυτή τη δύσκολη μετάβαση είναι ο πολύς Ριχάρδος, η κυρά Σούλα με τις κοπέλες της στη Καρδίτσα, και κάποιοι τοκογλύφοι που ως άλλοι λύκοι στην αναμπουμπούλα χαίρονται.
Αυτοί είναι οι δικοί μας ολιγάρχες.
Μέχρι να προκύψουν άλλοι, πιο φρέσκοι, και πιο προσαρμόσιμοι στα νέα δεδομένα, και ξαναπάρει μπρος η Ελλάδα.
Το πέρασμα θα είναι δύσκολο, αλλά πιστεύω πως μακροπρόθεσμα θα μας ωφελήσει.
Τα παλιά χρόνια της σημίτειας ευμάρειας, βλέποντας την αποχαύνωση της κοινωνίας μας, πίστευα ακράδαντα πως μόνο ένα ηλεκτροσόκ θα μπορούσε να μας συνεφέρει.
Για παράδειγμα ένα θερμό επεισόδιο, ή ένας ολιγοήμερος πόλεμος με την Τουρκία, μπας και επανέλθουμε στα λογικά μας.
Τελικά (ευτυχώς) δεν χρειάστηκε κάτι τέτοιο, αφού ήρθε η κρίση για να μας ταρακουνήσει.
Και να βάλει μερικά πράγματα στη θέση τους.
Και για όσους βιαστούν να με κατηγορήσουν ότι απορρίπτω συλλήβδην όλον τον ιδιωτικό τομέα, να τους θυμίσω τις απόψεις που κυριαρχούν και για όλους συλλήβδην τους δημοσίους υπαλλήλους.
Όπως δεν είναι όλοι τους επίορκοι και κοπανατζήδες, έτσι και δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες κλέφτες και λαμόγια.
Απλά, και στις δυο περιπτώσεις, οι σωστοί αποτελούν μειοψηφία, και είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
ΥΓ-Πως το’ λεγε σε εκείνο το τραγούδι ο Τζιμάκος; Κάτι για τους θλιβερούς μικρομεσαίους;
διαβάστε και: