Του Βουλευτή Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας
Γιάννη Μιχελάκη
Από το 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μια ‘’απόφαση – πλαίσιο’’ υπέδειξε στα κράτη μέλη της Ένωσης να θεσπίσουν αυστηρές ποινές τόσο για πράξεις ρατσιστικής προπαγάνδας, όσο και για κάθε δημόσια άρνηση των εγκλημάτων γενοκτονίας. Η απόφαση, ωστόσο, εκείνη- όπως ρητά αναφερόταν – δεν συνεπαγόταν υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν μέτρα που αντιβαίνουν τις θεμελιώδεις αρχές τους για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, της έκφρασης και του Τύπου. Ούτε, βέβαια, οι κοινοτικές αποφάσεις έχουν τη δεσμευτικότητα Οδηγιών. Κι ούτε κατισχύουν του Συντάγματος.
Δυο απόπειρες ανταπόκρισης στην κοινοτική εκείνη απόφαση (η πρώτη από τον υπουργό Δικαιοσύνης Χ. Καστανίδη και η δεύτερη από το Μ. Παπαιωάννου) εγκαταλείφθηκαν στη μέση, καθώς συνάντησαν έντονες αντιδράσεις. Ορισμένες, άλλωστε, διατάξεις έρχονταν σε σύγκρουση, τόσο με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) όσο και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Και άλλες - όπως εμμέσως επιβεβαιώνεται από το σημερινό υπουργό Δικαιοσύνης – είχαν προκαλέσει παρέμβαση του Υπουργείου Εξωτερικών. Κάποια χώρα είχε αντιδράσει και οι τότε κυβερνήσεις (των Παπανδρέου και Παπαδήμου αντίστοιχα) αναδιπλώθηκαν. Είναι, μάλιστα, ηλίου φαεινότερο ότι η χώρα αυτή ήταν η Τουρκία και η αντίδρασή της οφειλόταν στις διατάξεις που ποινικοποιούσαν την άρνηση των γενοκτονιών.
Εάν, λοιπόν, το νέο νομοθέτημα έχει – όπως ειπώθηκε – ως βάση τα προηγούμενα, θα θεσπιστούν διατάξεις ενάντια στα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή θα υπάρξουν προσαρμογές; Θα αγνοηθούν οι έξωθεν αντιδράσεις ή θα καταλήξει η Ελλάδα σε ένα νομοθέτημα που θα καταδικάζει όσους αρνούνται οποιαδήποτε άλλη γενοκτονία, αλλά ανέχεται όσους αρνούνται τις αναγνωρισμένες από τη Βουλή Γενοκτονίες των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας;
Μείζον ζήτημα εγείρεται, κατ’ αρχάς,, ως προς τη διατύπωση απόψεων για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, καθώς οι λαθρομετανάστες, σχεδόν στο σύνολό τους, ανήκουν σε άλλες φυλές και έχουν άλλες θρησκείες. Μπορεί, δηλαδή, η εναντίωση στο εξόχως επικίνδυνο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης να εμφανίζεται σαν ρατσισμός, ακόμη κι αν δεν πρόκειται περί αυτού; Μπορεί να ποινικοποιηθεί ο προβληματισμός για το μεταναστευτικό, ακόμη και εάν αφορά στην ανάπτυξη ερωτημάτων, σκέψεων και προτάσεων για την ανάσχεση της ανέλεγκτης μεταναστευτικής ροής; Μπορεί να απαγορευτεί κάθε σκέψη και πρωτοβουλία εναντίον του προβλήματος; Θα είναι παράνομος όποιος εναντιώνεται στη λαθρομετανάστευση και τα νοσηρά φαινόμενα – την έξαρση της εγκληματικότητας, της εμπορίας ναρκωτικών, της πορνείας, της γκετοποίησης ολόκληρων γειτονιών – που συνεπιφέρει; Εάν κάποιος βουλευτής προτείνει μέτρα εναντίον της λαθρομετανάστευσης, θα διώκεται;
Ακόμη σοβαρότερο ζήτημα εγείρεται από ενδεχόμενες διατάξεις που θέτουν περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών σχετικά με τις γενοκτονίες, το ρατσισμό, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Πως μπορεί, δηλαδή, σε μια Δημοκρατία να αναπτύσσεται φόβος μπροστά στην ελευθερία του λόγου και της σκέψης; Πώς μπορεί να φιμώνονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις ιστορικών γεγονότων και να απαγορεύεται η ιστορική έρευνα; Πώς μπορεί ορισμένες απόψεις να θεωρούνται ποινικά κολάσιμες και άλλες όχι; Οι λόγοι του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και τα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου για τους Ιουδαίους θα θεωρηθούν ρατσιστικά και θα ριχτούν στην φωτιά; Τα κηρύγματα της Εκκλησίας για την αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά θα απαγορευτούν; Θα φυλακιστούν και θα στερηθούν των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι επίσκοποι και οι ιερείς που θα επιμείνουν;
Ακούγονται, όμως, και προτάσεις για την επιβολή κυρώσεων που θα φτάνουν έως και την ‘’αυτόματη’’ έκπτωση βουλευτή από το αξίωμά του. Αλλά και θα επεκτείνονται σε βάρος των νομικών προσώπων, των συλλόγων, των οργανώσεων και των κομμάτων, ακόμη και εάν οι υπόλογοι είναι κατώτερα στελέχη τους. Και διερωτάται κανείς; Είναι δυνατό σε δημοκρατικά πολιτεύματα να τίθενται πολιτικά κόμματα εκτός νόμου εξαιτίας των ιδεών τους; Είναι δυνατόν να προβλεφθεί ‘’αυτόματη’’ στέρηση της ασυλίας βουλευτή όταν το Σύνταγμα (άρθρο 62) απαιτεί προηγούμενη άδεια της Βουλής; Μπορεί να υπάρξει δίωξη βουλευτή για γνώμη που εκφράζει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, όταν κάτι τέτοιο αποκλείεται ρητά και κατηγορηματικά από το άρθρο 61 του Συντάγματος; Και έπειτα: Εάν οι κάτοικοι στον Άγιο Παντελεήμωνα αντιδράσουν στην παρουσία λαθρομεταναστών, θα τεθούν εκτός νομιμότητας τα κόμματα στα οποία κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι στελέχη; Αν οι εγκληματίες στη Μανωλάδα ήταν στελέχη δημοκρατικού κόμματος, θα έβγαινε κι αυτό εκτός νόμου;
Ακούγονται, όμως, και σκέψεις για εισαγωγή και ποινικοποίηση της έννοιας ‘’εχθροπάθεια’’, το περιεχόμενο της οποίας είναι αδύνατο να προσδιοριστεί νομικά κατά τρόπο αντικειμενικό και αδιάτρητο. Προβλήματα, άλλωστε, εντοπίζονται και στην ποινικοποίηση του «μίσους» μιας έννοιας που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ψυχολογίας. Ποιος, δηλαδή, και πως θα αποφαίνεται για την ύπαρξη ‘’εχροπάθειας’’ ή ‘’μίσους’’; Ποιος και πως θα αποδίδει μια πράξη σε λόγους μίσους και όχι άμυνας ή βούλησης προστασίας του ιδίου ή του κοινωνικού περίγυρού του, κατέναντι υπαρκτού κινδύνου;
Ακούγεται, επίσης, ότι με ένα τέτοιο νομοθέτημα μπορεί να αντιμετωπιστούν αντιδημοκρατικά μορφώματα. Φαίνεται, μάλιστα, να υποστηρίζεται και από πολιτικές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που - μέσα από το εκφραστικό όργανό του, την ‘’Αυγή’’ - κατακεραύνωναν τα προηγούμενα. Και αυτό αποκαλύπτει υποκρισία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι υπερβολές εκφράζουν επιπόλαιες φωνές που αντιγράφουν αντιλήψεις εκείνων που στοχεύουν. Διότι στις δημοκρατίες οι ιδέες, ακόμη και οι πλέον επικίνδυνες, δεν αντιμετωπίζονται με ακραία νομοθετήματα, αλλά με ισχυρότερες ιδέες. Στις δημοκρατίες πολιτικά μορφώματα, ακόμη και ναζιστικά, δεν αντιμετωπίζονται στα δικαστήρια, αλλά στην κοινωνία. Στις δημοκρατίες υπάρχουν αρχές. Και εάν οι αρχές αυτές παραβιάζονται, τότε – και είναι περισσότερο από βέβαιο - επέρχονται τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Πηγή: το σημερινό φύλλο της "Εφημερίδας των Συντακτών".