«Καλησπέρα λοιπόν στους γείτονες τους αγαπητούς... Ε, όλοι γείτονες είστε, όλη η Αθήνα είναι μια γειτονιά… Τέλος πάντως εγώ ζω στην Κυψέλη 76 χρόνια και στον ίδιο δρόμο. Είναι κάπως μοιραία τα πράγματα, το δικό μου σπίτι ήταν..
λίγο πιο κάτω από το πατρικό οπότε ούτε ατμόσφαιρα ούτε δεσμά άλλαξα εύκολα.
λίγο πιο κάτω από το πατρικό οπότε ούτε ατμόσφαιρα ούτε δεσμά άλλαξα εύκολα.
Εζησα τα ωραία χρόνια της Κυψέλης όσο μπορεί κανείς να δει το ωραίο όταν είναι παιδί που προέχει πάντα αυτή η νεότητα και φτιάχνει τα πράγματα πάντα όπως τα θέλει.
Η Κυψέλη ήταν παράδεισος, η οδός Πυθίας που έζησα ήταν ωραίες μονοκατοικίες με κήπους όλα τα σπίτια, γνώριμοι οι κάτοικοι πάρα πολύ, γραφική η Φωκίωνος Νέγρη όπου κατηφόριζα για το Γυμνάσιο το 6ο για την οδό Επτανήσου.
Τώρα έχουν φυτρώσει πάρα πολλά καφενεία εκεί ,τέλος πάντων έζησα εκεί αφού ήταν του πατέρα μου το σπίτι, μετά παντρεύτηκα το 1954, πήγα δυο γωνίες παρακάτω έζησα και εκεί για 15 χρόνια με μια συνεχή νοσταλγία καθώς άρχισαν να χαλάνε τα πράγματα στην περιοχή να φυτρώνουνε οι πολυκατοικίες οι άχαρες και να γκρεμίζονται εικόνες στην ουσία όχι σπίτια, εικόνες που είχαμε επί χρόνια ενστερνιστεί και άρχισα να γκρινιάζω και να λέω: "Θεέ μου θα φύγω από εδώ θα πάω κάπου αλλού".
Επεισα τον απρόθυμο Αθω Δημουλά και πήραμε ένα δάνειο και πήραμε ένα διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή όπου ζούσε και ο γιος μου εκεί παντρεμένος.
Αγοράσαμε λοιπόν με κόπο και ένα δάνειο ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή και σε έξι μήνες ξαναμετακόμισα στην οδό Πυθίας 26. Είχα μάλιστα καταφύγει σε έναν γιατρό στην γειτονιά, ορθοπεδικό-ποιητή, τον Δημητρη Παπαδίτσα - ήταν στην οδό Πατησίων - του λέω: "Κάτι μου συμβαίνει έχει πλακωθεί η καρδιά μου…"
Μου λέει: "Τα πεύκα σε πειράζουν», τέλος πάντων, με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια του Αθω Δημουλά μεταφέρθηκα πάλι στην οδό Πυθίας 26, ευφρόσυνα και ευδαίμων.
Εκείνος άπαξ και τον πήγα εκεί δεν είχε μεγάλη μανία, δεν άντεχε και τις μετακινήσεις δεν ήταν και της αντοχής άνθρωπος πάντα αλλά υπέκυψε αφού εγώ δεν ήμουν υποχωρητική κι έζησα αρκετά χρόνια ώσπου πριν εφτά χρόνια η κόρη μου αγόρασε ένα σπίτι, τρία σπίτια πιο κεί, από το πατρικό της Φαέθοντος δηλαδή, έμεινε εκεί οκτώ χρόνια, της ντάντεψα τα παιδιά της και αίφνης κατελήφθη κι αυτή από την μανία του προαστίου, έφυγε εντέλει και με πολύ λύπη το έζησα αυτό: συγχρόνως να εγκαταλείψω το συζυγικό μου σπίτι, διότι είχε πάρα πολλές σκάλες και όντως είχα μεγαλώσει πια αρκετά για να μην μπορώ να σαλτάρω.
Έτσι μεταφέρθηκα Φαέθοντος πάλι 26, γωνία Πυθίας. Επομένως η Πυθία δεν έφυγε από το οπτικό μου πεδίο και ζω τώρα εκεί όχι πάρα πολύ συμφιλιωμένη με την αλλαγή.
Τώρα όσοι αναρωτιούνται γιατί δεν ήθελα να φύγω…
Μα γιατί όλη μου η ζωή διεπράχθη σε αυτό το μέρος. Πουθενά αλλού. Ό,τι έζησα σημαντικό και δεν έζησα - και κακά και αρρώστιες και δυσάρεστα και εκπλήξεις - έγιναν σε αυτή την περίφημη Κυψέλη.
Θα πει κανείς, δεν έβλεπα τις παραμορφώσεις;
Ξέρετε, ο άνθρωπος έχει και μια φαντασία. Μπορούσε κανείς να γκρεμίζει τα εξαμβλώματα και να προκύπτουν από κάτω παλιές μορφές του τόπου. Νομίζω πως γεωγραφήθηκε αρκετά η αφοσίωσή μου στην Κυψέλη, αν έχετε κάτι άλλο ρωτήστε με...
Μην ξεχνάμε πως οι ξένοι που βρέθηκαν εδώ ήταν λόγω της φτώχειας των χωρών εκείνων. Ηλθαν να ζήσουν εδώ πέρα. Οι ξένοι (οι Αλβανοί τουλάχιστον) επιστρέφουν βέβαια στις πατρίδες τους. Το μόνο που κάνω για την Κυψέλη είναι να ζω ακόμη εκεί.
Θα πρέπει να το πούμε πάντως και αυτό, πρέπει να πω όμως ότι είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο.
Σας λέω ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο πράγμα: Πυθίας 42 ήταν το πατρικό μου όπου ζει σε ένα διαμέρισμα η αδελφή μου. Δύο φορές την πήγαν στο νοσοκομείο, δύο φορές την παραμόρφωσε ένας έξω από το σπίτι διότι δεν έβρισκε τα κλειδιά για να μπει μέσα…
Την πρώτη φορά και εκείνη και τον άνδρα της επί δύο ώρες τους έκλεισαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και έκλεβαν το σπίτι ανενόχλητοι.
Περιορισμένα περιστατικά ναι αλλά ο φόβος είναι απεριόριστος. Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι της Κυψέλης είναι και ληστές.
Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι - πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους - και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος.
Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγάπαμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι.
Παίζαμε πεντόβολα ώρες ολόκληρες στα σκαλάκια του σπιτιού. Ητανε μια άλλη κατάσταση, την νοσταλγώ πάρα πολύ και δεν ξέρω αν αυτός είναι ο λόγος που δεν ακολούθησα την κόρη μου στο προάστιο ή απλά ο φόβος να προσαρμοστώ στο καινούριο.
Εγώ συνήθισα με τους ξένους, να ξυπνώ και να τους βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια του σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τον φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία.
Είναι περιοχή μετάβασης η Κυψέλη, όλοι σχεδόν έχουν ζήσει εδώ. Φιλόξενη περιοχή.
Μετάβασης, διότι κρίθηκε αυτομάτως επειδή ήταν προσιτή, δεν μπορούσαμε να πάμε στο Κολωνάκι.
Μακάρι να μην υπήρχε αυτό το θέμα της πείνας, μακάρι οι φυλές του κόσμου να ήταν ανακατωμένες, εδώ πια είναι ένα πρόβλημα πώς συντηρούνται αυτοί οι άνθρωποι.
Ευχαριστήθηκα πολύ σήμερα που ήμουν με τους Κυψελιώτες, πάρα πολύ».