του Γ. Καραγιάννη |
πλειοψηφία των νέων ανθρώπων έχει σκεφτεί το ενδεχόμενο αναζήτησης εργασίας σε χώρα του εξωτερικού.
Είναι χαρακτηριστικό πως πάνω από 120.000 Έλληνες επιστήμονες, το 10% περίπου του συνολικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας, βρίσκονται ήδη από το 2010 διασκορπισμένοι σε 74 χώρες του κόσμου (από το βιβλίο «Επενδύοντας στη φυγή»).
Σε αντίθεση με το μεταναστευτικό ρεύμα μετά τα μέσα του 20ου αιώνα (που κατά συντριπτική πλειοψηφία αναζήτησαν δουλειά εργάτη), οι νεομετανάστες της οικονομικής κρίσης οδηγήθηκαν σε έξοδο από τη χώρα με εφόδιο τις σπουδές και την υψηλή τους κατάρτιση.
Αναζήτησαν ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης και επαγγελματικής σταδιοδρομία, σε χώρες που διαθέτουν χρηματοοικονομικούς πόρους για να απασχολήσουν επιστήμονες, με μόνη εναλλακτική την παραμονή σε μία χωρά που με δυσκολία θα μπορούσε να τους εγγυηθεί απλά την επιβίωση. Το γεγονός πως είχαν την ευκαιρία ή / και τη δυνατότητα να φύγουν στο εξωτερικό, δεν τους καθιστά ούτε καλύτερους, ούτε χειρότερους από αυτούς που δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να μεταναστεύσουν.
Τους καθιστά όμως απαραίτητο κομμάτι της προσπάθειας για την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας. Όχι τόσο γιατί μπορούν να συνεισφέρουν οικονομικά στέλνοντας «συνάλλαγμα» στις εδώ οικογένειες τους, όσο γιατί μπορούν να φέρουν με τις ιδέες και τις προτάσεις τους, στοιχεία αναζωογόνησης από τα οικονομικά και παραγωγικά μοντέλα στα οποία πλέον είναι «κοινωνοί». Όχι μόνο γιατί η συμμετοχή τους στις δημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να φέρει πολιτική σταθερότητα σε μία χώρα αβεβαιότητας, όσο και γιατί το ενδιαφέρον τους για τα εδώ τεκταινόμενα μπορεί να δώσει ελπίδα σε όσους έμειναν πίσω.
Η πατρίδα δεν έχει την πολυτέλεια να «χάσει» ή να ξεχάσει, τους ανθρώπους αυτούς. Οι μετανάστες της δεκαετίας του 1950 και 1960, εργάστηκαν σκληρά, δημιούργησαν κοινότητες, καταξιώθηκαν στις νέες τους πατρίδες, διατήρησαν την ελληνικότητα τους και βοήθησαν ποικιλοτρόπως τις ιδιαίτερες πατρίδες τους … χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί επίσημα και να ενσωματωθεί η εμπειρία και η τεχνογνωσία τους στη λειτουργία του ελληνικού κράτους.
Με απλά λόγια, ποτέ δεν αξιοποιήσαμε τις εμπειρίες του απόδημου ελληνισμού για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ένα πραγματικά σύγχρονο και λειτουργικό κράτος, με αποτέλεσμα να βιώνουμε σήμερα τις γνωστές σε όλους δυσλειτουργίες.
Παρόλα αυτά, οι Έλληνες του εξωτερικού, όπως η ιστορία έχει αποδείξει, υπήρξαν πάντα συμμέτοχοι στους μητροπολιτικούς αγώνες και καθοριστικός παράγοντας στην προσπάθεια εθνικής παλιγγενεσίας. Σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης και με το μεταναστευτικό ρεύμα να διογκώνεται, η «ατυχία» του τόπου να στέλνει τα μυαλά στο εξωτερικό, μπορεί να γίνει ευκαιρία. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τους νεομετανάστες μας, ως πρεσβευτές του ελληνικού πνεύματος και εργατικότητας.
Πρέπει συγκροτημένα να δημιουργήσουμε δομές που θα ενσωματώνουν τις εμπειρίες των νέων ελληνικών κοινοτήτων και θα εισάγουν βέλτιστες πρακτικές από τους τόπους ζωής τους. Αξίζουν να έχουν τη δική τους αυτόνομη φωνή, ακόμα και μέσα στο κοινοβούλιο, ώστε να ξέρουν πως εκπροσωπούνται, πως έχουν λόγο και άποψη για το μέλλον της πατρίδας.
Έχουν δικαίωμα στην ελπίδα πως μία μέρα θα δημιουργηθούν (όχι όμως από μηχανής θεούς) οι συνθήκες για να επιστρέψουν πίσω. Άμεσα θα πρέπει να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, να μεταβληθεί το νομοθετικό πλαίσιο και να κατοχυρωθεί συνταγματικά η συμμετοχή του απόδημου ελληνισμού, αλλά και των μεταναστών στην πολιτική ζωή του τόπου. Προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσαν να είναι: • Θέσπιση ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, εκλογικών διαδικασιών και δημοψηφισμάτων, με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων στο γένος (ενδυνάμωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας).
• Θεσμοθέτηση της συμμετοχής σε ποσοστό 5% (για παράδειγμα) στο ελληνικό κοινοβούλιο ομογενών και ελλήνων μεταναστών.
• Δημιουργία Παρατηρητήριου Νεανικής Μετανάστευσης με σκοπό τη:
α) διατήρηση επικοινωνίας με νέους στην ηλικία μετανάστες, β) συλλογή βέλτιστων πρακτικών και ιδεών από το εξωτερικό, γ) τη δημιουργία κοινοτήτων σε μέρη που δεν υπήρχε παραδοσιακά ελληνισμός, δ) ανάπτυξη καναλιών επικοινωνίας αυτών που ήδη δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό με νέους που επιθυμούν να μεταναστεύσουν εκτός Ελλάδας, ε) δημιουργία του πλαισίου ώστε να καταστεί κάποια στιγμή δυνατή η επιστροφή των μεταναστών ή για τη διατήρηση της ελληνικότητας της συνείδησης τους όσο καιρό βρίσκονται εκτός.
Σε μία περίοδο χαμένης συλλογικότητας, η λήψη πολιτικών πρωτοβουλιών μπορεί να αποτελέσει έναυσμα συνειδητοποίησης της ανάγκης για πραγματική (και όχι ονομαστική) αλλαγή.
Σε διαφορετική περίπτωση, όσο μακριά και αν πάει κανείς, όσο επιτυχημένος και αν γίνει, πάντα θα τον ακολουθούν οι στίχοι του Γ. Σεφέρη, «όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει».
Καραγιάννης Γιώργος
Μέλος Πολιτικής επιτροπής Ν.Δ
Δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ