Η «Ξενοφόρα», μία εμβληματική κατασκευή με ισχυρούς συμβολισμούς, που χωροθετείται μέσα στη θάλασσα, φιλοδοξεί να πάρει τη θέση του Λευκού Πύργου ως το νέο τοπόσημο της...
Θεσσαλονίκης, το οποίο προσδοκάται ότι θα καταστήσει την πόλη αναγνωρίσιμη στην παγκόσμια κοινότητα.
Αυτό το εξωστρεφές δημόσιο κτίριο στην περιοχή των ναυταθλητικών ομίλων, το οποίο θεωρείται ότι αναδεικνύει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, προτείνεται να αποτελέσει το σύγχρονο σύμβολο της πόλης από τους αρχιτέκτονες Μαρία Καλτσά και Κωνσταντίνο Παπαχριστόπουλο, που απέσπασαν βραβείο στο πλαίσιο διαγωνισμού που προκηρύχθηκε από τον κεντρικό δήμο και το τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Τη μελέτη συνυπογράφουν ως συνεργάτης η αρχιτέκτονας Μαριάννα Αναστασοπούλου και ως σύμβουλοι οι μηχανολόγοι Στέφανος Νικολάου και Δημήτρης Μαντάς.
Η συζήτηση σχετικά με την ανάγκη η Θεσσαλονίκη να αποκτήσει ένα σύγχρονο τοπόσημο άνοιξε πριν από λίγους μήνες με πρωτοβουλία του αντιδημάρχου Αστικού Περιβάλλοντος Ανδρέα Κουράκη, ο οποίος είχε προχωρήσει σε επαφές με το ΤΕΕ/ΤΚΜ, ώστε να προωθηθούν οι διαδικασίες του σχετικού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού.
Ο κ. Κουράκης έχει σημειώσει με έμφαση ότι η Θεσσαλονίκη απαιτείται να αποκτήσει ένα νέο σύμβολο, το οποίο θα της προσδώσει μία ξεχωριστή ταυτότητα, θα ενισχύσει την εξωστρέφεια και την αναγνωρισιμότητά της και θα την καταστήσει έναν ελκυστικό προορισμό. Μάλιστα ο αντιδήμαρχος Αστικού Περιβάλλοντος έχει εκφράσει την άποψη ότι το σύγχρονο σύμβολο της Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι μία πλωτή κατασκευή, η οποία θα βρίσκεται καταμεσής του Θερμαϊκού, ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να απολαμβάνουν τη θέα προς την πόλη από την πλευρά της θάλασσας.
ΓΛΥΠΤΟ-ΜΑΓΝΗΤΗΣ
Οι μελετητές του έργου περιγράφουν την «Ξενοφόρα» σαν ένα μεγάλο γλυπτό-μαγνήτη, που θα αποτελέσει ένα εμβληματικό δημόσιο κτίριο αλλά και πόλο έλξης για ντόπιους και ξένους επισκέπτες. «Επιδίωξη είναι το έργο να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τη Θεσσαλονίκη, να αγγίξει την ψυχοσύνθεση και να κερδίσει την αποδοχή του Θεσσαλονικιού, να αποτελέσει προσιτό πολιτιστικό, ψυχαγωγικό και ενημερωτικό πόλο με μέγιστη αξιοποίησή του όλη την ημέρα», τονίζει η ομάδα των αρχιτεκτόνων.
Στο επίπεδο της γης η «Ξενοφόρα» προτείνεται να φιλοξενήσει δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ψυχαγωγία και την απόλαυση της θάλασσας. Οι υφιστάμενες ναυτικές δραστηριότητες διατηρούνται και ενισχύονται με χρήσεις για κολύμβηση και ψάρεμα. Στο σημείο αυτό προτείνεται να δημιουργηθεί και ένα κέντρο ηλεκτρονικής πληροφόρησης για τους επισκέπτες (με περιοχές wi-fi και διαδραστικούς χάρτες ή πίνακες ενημέρωσης για διάφορα δρώμενα στην πόλη), ώστε η Θεσσαλονίκη να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας έξυπνης πόλης. Ακόμη σύμφωνα με τη μελέτη του έργου προβλέπονται η δημιουργία μιας μεγάλης δημοτικής πισίνας αναψυχής και μιας αβαθούς παιδικής πισίνας αλλά και η κατασκευή μιας πλωτής προβλήτας για ψάρεμα. Στην ίδια περιοχή προτείνεται επίσης να αναπτυχθούν καταστήματα και αναψυκτήρια, τα οποία θα δοθούν προς εκμίσθωση.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Μαρίας Καλτσά και Κωνσταντίνου Παπαχριστόπουλου στο πρώτο επίπεδο της «Ξενοφόρας» θα δημιουργηθεί το «Κέντρο των Πολιτισμών της Θεσσαλονίκης μετά το 1912», το οποίο θα φιλοξενεί μόνιμες και προσωρινές εκθέσεις. Μελλοντικά εκφράζεται η επιθυμία ο χώρος αυτός να μπορέσει να φιλοξενήσει τα σημαντικά εβραϊκά αρχεία της πόλης, εφόσον επαναπατριστούν από τη Μόσχα.
Για το δεύτερο επίπεδο του κτιρίου έχει σχεδιαστεί μία αίθουσα εκδηλώσεων και προβολής του δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ στο τρίτο επίπεδο θα διαμορφωθεί ένα ανοικτό στεγασμένο παρατηρητήριο. Όλοι οι χώροι του κτιρίου, από αυτούς που βρίσκονται στην ισόγεια στάθμη του μέχρι και αυτούς στο δώμα, θα είναι απόλυτα προσβάσιμοι από τα άτομα με αναπηρίες.
ΣΤΟΥΣ ΝΑΥΤΑΘΛΗΤΙΚΟΥΣ ΟΜΙΛΟΥΣ
Η «Ξενοφόρα» χωροθετείται στην έκταση των 10 στρεμμάτων, όπου αναπτύσσονται ο Ιστιοπλοϊκός Όμιλος Θεσσαλονίκης και ο Όμιλος Φίλων Θαλάσσης. Σύμφωνα με τους μελετητές πρόκειται για μία λιτή κατασκευή, που έχει σχεδιαστεί με βάση τις αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής.
Όπως εξηγούν οι αρχιτέκτονες που σχεδίασαν το έργο, η πρόταση για το νέο τοπόσημο της πόλης αναφέρεται στην «Ξενοφόρα», ένα κοχύλι με σπειροειδή κωνική μορφή, που έχει την ιδιαίτερη συνήθεια να συλλέγει ξένα στοιχεία και να τα ενσωματώνει στη δομή του. Πρόκειται για έναν ισχυρό συμβολισμό, που παραπέμπει στην «πολύμορφη πολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης».
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Νότια της πλατείας Ελευθερίας
Με ισότιμο βραβείο, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου διαγωνισμού του δήμου Θεσσαλονίκης και του ΤΕΕ/ΤΚΜ, διακρίθηκε και μία δεύτερη πρόταση, η οποία αφορά την ανάπτυξη του νέου τοπόσημου της πόλης στο θαλάσσιο χώρο νότια της πλατείας Ελευθερίας και της πρώτης προβλήτας του λιμανιού. Το τοπόσημο θα έχει τα στοιχεία μιας κατασκευής που θα επικάθεται στη θάλασσα και θα απαρτίζεται από ένα σύστημα αποβάθρων και από δύο κατακόρυφες δομές.
Η πρόταση ανήκει στις αρχιτεκτόνισσες Ισμήνη Επιτρόπου, Εύα Καραγκιοζίδου, Παναγιώτα-Κανέλλα Στεφανάτου και Δανάη Τσακουμάκη, ενώ στη μελέτη συμμετείχαν ως συνεργάτης η φοιτήτρια Ευαγγελία Παπατζάνη και ως σύμβουλος ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Βασιλάτος.
Οι μελετήτριες επέλεξαν ως καταλληλότερη για τη χωροθέτηση του νέου τοπόσημου την ενότητα νότια της πλατείας Ελευθερίας, υπό το σκεπτικό ότι αυτή αποτελεί την απόληξη μιας ιστορικής περιοχής, που γειτνιάζει με το λιμάνι, με τα «Λαδάδικα» αλλά και με τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.
«Αρχική πρόθεση ήταν το τοπόσημο να αποτελεί έναν νέου τύπου δημόσιο χώρο για την πόλη, αφού επαναπροσδιορίζει το σκληρό όριο της παραλιακής γραμμής», αναφέρουν οι μελετήτριες του έργου, προσθέτοντας ότι «οι παράμετροι επάνω στις οποίες στηρίχθηκε η σχεδιαστική οργάνωση του τοπόσημου ήταν ακριβώς τα χαρακτηριστικά που καθιστούν ιδιαίτερη τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή η ιστορικότητα της πόλης, η χωρική αποτύπωση των χρονικών φάσεων στον αστικό ιστό της, η πολυπολιτισμικότητα και η σχέση της με το υδάτινο στοιχείο».
Στο οριζόντιο επίπεδο διαμορφώνεται ένα σύστημα αποβάθρων, που στο σύνολό τους θα μπορούν να λειτουργούν και σαν πλατείες. Επάνω στις αποβάθρες ακουμπούν δύο κατακόρυφες κατασκευές. «Η μία τοποθετημένη κάθετα στο παραλιακό μέτωπο και η άλλη διαγωνίως, οι κατασκευές βρίσκουν αναφορά σε οπτικές φυγές που η ίδια η πόλη έχει ενταγμένες στο εσωτερικό της, ενώ συγχρόνως καδράρουν και ενεργοποιούν μία οπτική προς τον ορίζοντα του Θερμαϊκού», περιγράφεται στη μελέτη του έργου.
Οι αποβάθρες έχουν σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνουν την αίσθηση ότι η κατασκευή αιωρείται μέσα στη θάλασσα. Στο τοπόσημο κυριαρχεί μία υψίκορμη, κεκλιμένη δομή, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλα τοιχία, που μοιάζει σαν να «σκίζουν» τις αποβάθρες. Όπως εξηγούν οι μελετήτριες, «αυτές οι δύο λεπίδες συνδέονται καθ’ ύψος και σε όλη την έκτασή τους με έναν κάνναβο δοκών, δημιουργώντας μία μυστηριακή ατμόσφαιρα στο χώρο με παιχνίδισμα φωτός - σκιάς». Οι δύο δομές γεφυρώνονται με έναν διάδρομο, που τοποθετείται σε μεγάλο ύψος και λειτουργεί σαν αιωρούμενη πλατφόρμα θέασης.
(άρθρο της Βαρβάρας Ζούκα στη "Μακεδονία")