1 Ιουν 2013

ΑΣΜΑΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΙ (Στου Χαροκόπου Τα Στενά)

Αναλύει ο (ει)δικός μας Μήτσος ο Τούφας

Το οποίον, μάγκες την σήμερον θα πούμε την τραγική ιστορία ,υπ όλες τις υπόψεις, που γένηκε η αφορμή να γραφεί το δημοφιλέστερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ στη Ελλάς, τραγουδήθηκε πανταχόθεν , γίνηκε παράστασις καραγκιόζη, θεάτρου , γράφτηκασι βεβλία περί την υπόθεσις , βροντήξαν εφημερίδες και περιοδικά,(άλλο που δεν θέλανε. Από τότενες ήτο καριόληδες)συζητήθηκε , σχολιάστηκε και αναλύθηκε διεξοδικώς από σχετικούς και άσχετους, μείναν σλόγκαν φράσεις των στίχων που χρησιμοποιούνται 80 χρονάκια μετά, γίναν αγωγές δεκαστήρια κι ότι άλλο μπορείς να φανταστεί ο πάσα εις.

 Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Μήτσος Τούφας δεν έχει να προσθέσει τίποτις άλλο επί του γεγονός και δια ταύτα θ αφήσω την αφήγησις σε κάτι μόρτες (και μόρτισσες) από τα blog ola -ta- kala.blogspot. gr, και Eglima blogspot .com όπως κι από το εξαίρετο βιβλίο του κ. .Τ. Κοντογιαννίδη ''¨Εγκλημα στου Χαροκόπου'' τα οποία και χρησιμοποιήθησαν ως πηγαί .Ιδού να πούμε η διήγησις

''Στις 6 Ιανουαρίου 1931, έφτανε στην Αθήνα ο αδερφός του Ιάπωνα αυτοκράτορα, πρίγκιπας Ναμπουχίτο-Τάκα-Ματσού, με τη σύζυγο του, πριγκίπισσα Κικούκο, και η είδηση αυτής της σπάνιας επίσκεψης κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων, όπως και οι απανωτές σεισμικές δονήσεις στην περιοχή της Κορίνθου, που προκάλεσαν σοβαρές υλικές καταστροφές γκρεμίζοντας εκατοντάδες σπίτια. Την ίδια μέρα, όμως, η ανεύρεση ενός τεμαχισμένου πτώματος, τα μέλη του οποίου είχαν κλειστεί σε δύο δέματα, παρατημένα στην κοίτη του ποταμού Κηφισσού, θα συγκλόνιζε την ελληνική κοινωνία που δεν ήταν συνηθισμένη σε τόσο φρικιαστικά εγκλήματα - ένα έγκλημα που θα έμενε στην ιστορία και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.

ΤΑ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ



ΠΑΤΡΙΣ, 07.01.1931


Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1931, τρεις κάτοικοι της συνοικίας Βυρσοδεψίων που διέσχιζαν τη λεωφόρο Ορφέως, παρατήρησαν κάτω από τη γέφυρα της Αγίας Τριάδος κοντά στο Βοτανικό δυο αρκετά μεγάλα και καλά συσκευασμένα δέματα, περιτυλιγμένα με βαμβακερό ύφασμα "χρησιμοποιούμενον συνήθως διά την κατασκευήν γυναικείων ενδυμάτων υπηρεσίας", όπως ανέφερε το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ την επομένη.


Τα ύποπτα δέματα κίνησαν την περιέργεια τους, χωρίς όμως να μπορούν να διανοηθούν το περιεχόμενο τους. Στο ένα από αυτά, ανάμεσα σε εφημερίδες και λευκά χαρτιά βρέθηκε περιτυλιγμένος ο κορμός ενός ανθρώπινου σώματος. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αστυφύλακας που περιπολούσε στην περιοχή, ενώ λίγη ώρα αργότερα έσπευσαν στο σημείο δύο ιατροδικαστές (οι Γεωργιάδης και Τρουπάκης), προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενο και του δεύτερου δέματος, ενώπιον πλήθος κόσμου που είχε συρρεύσει εν τω μεταξύ στο σημείο.


Σύμφωνα με την περιγραφή των εφημερίδων, το πτώμα ανήκε σε άνδρα ηλικίας 35-40 ετών, ύψους 1.72 έως 1.75, εύσωμης διάπλασης, επί του στήθους και επί της αριστερής παρειάς έφερε 13 αμυχές "δια νύσσοντος οργάνου", στο αριστερό φρύδι είχε τραύμα "δια πλατέως οργάνου", ενώ στο δεξί τράχηλο έφερε τραύμα "δια αιχμηρού οργάνου". Τα κάτω άκρα του πτώματος είχαν κοπεί "διά μεγάλης επιτηδειότητος" από χειρουργικό νυστέρι ή από μπαλτά, η μύτη του είχε στρεβλωθεί, ενώ έφερε και καθολικά εγκαύματα πρώτου βαθμού, καθώς οι δράστες επεχείρησαν να το κάψουν.


Αμέσως οι αρχές υποπτεύθηκαν ότι οι δράστες ήταν περισσότεροι του ενός, ενώ το πτώμα είχε ίχνη βασανισμού. Κατά τις ενδείξεις, ένας από τους δράστες κρατούσε το άγνωστο θύμα πισθάγκωνα και ο άλλος το βασάνιζε, κάτι που παρέπεμπε μάλλον σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί την οικογενειακή τραγωδία που θα αποκαλυπτόταν τις επόμενες ημέρες.


Καθώς η ταυτότητα του άνδρα παρέμενε άγνωστη, οι αρχές καλούσαν όποιον είχε αγνοούμενο πρόσωπο να το δήλωνε. Μάλιστα, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν στο Ιατροδικαστικό Εργαστήριο για ν' αναγνωρίσουν το πτώμα, ενώ δεν έλειψαν και τα λάθη, όπως στην περίπτωση μιας γυναίκας που νόμιζε ότι το πτώμα ανήκε στον άνδρα της, που είχε εξαφανισθεί προ ημερών.


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ




Μια μέρα μετά, 7 Ιανουαρίου, το μυστήριο της ταυτότητας του αγνώστου ανδρός είχε λυθεί. Επρόκειτο για τον εύπορο εργολάβο Δημήτρη (Μίμη) Αθανασόπουλο, με καταγωγή από το Γαρδίκι της Γορτυνίας, που κατοικούσε στην Καλλιθέα επί της οδού Θησέως 101. Ο πρώτος που τον αναγνώρισε ήταν ο ανθυπομοίραρχος Ν. Ταμπακόπουλος, φίλος του νεκρού, ο οποίος γνώριζε ότι ο Αθανασόπουλος είχε εξαφανιστεί προ τεσσάρων ημερών. Προς επιβεβαίωση της αρχικής του εντύπωσης, ο Ταμπακόπουλος επέστρεψε συνοδευόμενο από το γιατρό Καρτσώνη, ξάδερφο του θύματος, ο οποίος επιβεβαίωσε την ταυτότητα του, βάσει και ορισμένων ραμμάτων από εγχείριση στα πόδια του.


Σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 8 Ιανουαρίου, ο Αθανασόπουλος είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή, όμως δεν παρακολούθησε ποτέ του μαθήματα και προτίμησε ν' ασχοληθεί εξ αρχής με τις εργολαβικές επιχειρήσεις. Ο έρωτας του με την 23χρονη Φούλα Κάστρου, η οποία καταγόταν από πλούσια οικογένεια και η εφημερίδα την περιέγραφε ως "νεοτάτη και ωραιοτάτη", ήταν σφοδρός από την εποχή ακόμα που εκείνη ήταν Αρσακειάδα. Από τον οχτάχρονο γάμο του, το ζευγάρι είχε αποκτήσει τρία παιδιά, το μικρότερο από τα οποία ήταν ακόμη αβάπτιστο!


Καθώς ο πεθερός του δολοφονηθέντος εργολάβου βρισκόταν στην Αμερική, όπου διηύθυνε επιχειρήσεις, μαζί με την οικογένεια έμενε και η 45χρονη πεθερά του, Άρτεμις Κάστρου, με την οποία το θύμα φημολογείτο ότι είχε σεξουαλικές επαφές, ήταν δε "πολύ ψυχραμένος και είχεν έλθει εις σφοδράν λογομαχίαν ολίγας ημέρας προ της εξαφανίσεως του". Ο κύριος λόγος των καυγάδων του Αθανασόπουλου με τη σύζυγο και την πεθερά του ήταν "ο μποέμικος βίος, τον οποίον διήγεν ούτος", ο οποίος φερόταν να φεύγει το πρωί για την εργασία του και να επιστρέφει "την δευτέραν ή 3ην μεταμεσονύκτιον ώραν". Μάλιστα, η εφημερίδα σημείωνε ότι με τη σύζυγο του επικοινωνούσε με σημειώματα, που τα έστελνε με διάφορα παιδάκια, προκειμένου να τον συναντήσει σε κάποιο σημείο της Αθήνας, προκειμένου να επισκεφτούν κάποιο θέατρο ή κινηματογράφο.



ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΥΠΟΠΤΟΙ




Αν και η αστυνομία εξ αρχής επικέντρωσε τις έρευνες της στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του Αθανασόπουλου, ως πρώτος ύποπτος κρατήθηκε ο συνέταιρος του Αναστάσιος Γυφτέας, ο ξάδερφος του ιατρός Καρτσώνης ως ύποπτος για τον ακρωτηριασμό του πτώματος, παρόλο που ήταν εκείνος που αναγνώρισε το πτώμα, αλλά και δύο γυναίκες, με τις οποίες ο δολοφονηθείς εργολάβος φερόταν να είχε διασκεδάσει τη νύχτα της εξαφάνισης του. Επρόκειτο για τη δακτυλογράφο Δανάη Χατζηπαναγιώτου και τη μητέρα της. Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και μια περίεργη φωτογραφία της νεαρής δακτυλογράφου ντυμένης ως... καλόγριας "από ιδιοτροπία", που δημιουργούσε μια - λανθασμένα - αρνητική εντύπωση στην κοινή γνώμη.


Το εχθρικό κλίμα σε βάρος των δύο γυναικών αποτυπωνόταν και στο πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 9 Ιανουαρίου. Σε αυτό, η Δανάη Χατζηπαναγιώτου περιγραφόταν ως "μετρίου αναστήματος, γλυκυτάτη, με μαύρα ζωηρά μάτια και σπινθηροβόλα... η όλη εμφάνισις της είνε πολύ συμπαθής και φαίνεται ότι εχρησιμοποιήθη ένεκα τούτου δια να παρασύρη τον Αθανασόπουλον". Πάντως, ο εργολάβος δεν διατηρούσε δεσμό με την ίδια, αλλά με τη μητέρα της, η οποία "παρά τα τεσσαράκοντα έτη της ηλικίας της είνε αρκετά δροσερά και νεάζουσα", ενώ το θύμα "διωργάνωνε πλείστας όσας διασκεδάσεις και εξώδευε πολλά χρήματα δι' αυτάς".


Ωστόσο, εξ αρχής οι ισχυρισμοί των δύο γυναικών στις καταθέσεις του, ότι δηλαδή είχαν αφήσει τον Αθανασόπουλο έξω από την πόρτα της οικείας του το βράδυ του Σαββάτου 3 Ιανουαρίου, ερχόταν σε αντίφαση με την κατάθεση της πεθεράς αλλά και της συζύγου του, οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι για τελευταία φορά τον είχαν δει την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είναι χαρακτηριστικό το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 8 του μηνός:


"Αι απουσίαι του Αθανασόπουλου εκ της οικίας του ήσαν συχνόταται και διά τούτο [η σύζυγος και η πεθερά] δεν ανησύχησαν και την φοράν αυτήν και ούτε υποψιάσθησαν τίποτε. Η πενθερά του κ. Κάστρου μέχρι της 5ης απογευματινής της χθες, οπότε μετέβη εις την οικίαν των ο κ. Κουτσουμάρης [σημ: ο διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας] μετά των λοιπών αστυνομικών δια να διενεργήσουν ανακρίσεις, κατ' επανάληψιν εξήλθεν εις την θύραν, χωρίς να δεικνύη κανέν ίχνος ταραχής. Είχε πληροφορηθή την ανεύρεσιν του κρεουργημένου πτώματος, δεν υποψιάσθη όμως ότι τούτο ήτο δυνατόν να ανήκη εις τον γαμβρόν της".


ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΥΠΟΨΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΘΕΡΑ





Κι ενώ, λοιπόν, οι πρώτες εκτιμήσεις στοχοποιούσαν τον Γυφτέα, τον Καρτσώνη και τις δύο Χατζηπαναγιώτου, η πολύωρη έρευνα της αστυνομίας στην οικεία του θύματος στις 8 Ιανουαρίου (από τις 10 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα), έβγαλε λαβράκι. Στην κουζίνα, όπως και σε άλλα δωμάτια του σπιτιού, οι αστυνομικοί εντόπισαν σπάγγο του ίδιου χρώματος και του ίδιου πλεξίματος με τον σπάγγο, με τον οποίο είχαν δεθεί εσωτερικά τα δύο δέματα με τα τεμαχισμένα μέλη του Αθανασόπουλου.


Στις αποθήκες ανακαλύφτηκαν χαρτιά όμοια με τα χαρτιά που χρησιμοποιήθηκαν για να τυλιχτούν τα τεμάχια, ενώ ανακαλύφθηκαν κηλίδες αίματος στην πίσω αυλή και ξύσιμο του δαπέδου κάτω από το κρεβάτι του θύματος, που παρέπεμπε σε απόπειρα εξαφάνισης ιχνών αίματος. Τις υποψίες κίνησε και η αντικατάσταση ενός καθρέφτη από το υπνοδωμάτιο την ημέρα που εξαφανίστηκε ο εργολάβος, για την οποία η πεθερά του άτυχου άντρα υποστήριξε ότι τον έσπασε η ίδια κατά λάθος, τρομαγμένη από το μεγάλο σεισμό, μια μαρτυρία που ερχόταν σε αντίφαση με την κατάθεση της υπηρέτριας.


Εξάλλου, οι αστυνομικοί παρέλαβαν τα χαλιά και άλλα πράγματα από το εσωτερικό του σπιτιού, προκειμένου να εξεταστούν από ειδικό εργαστήριο, ενώ υπήρχαν μαρτυρίες του υπαλλήλου στο παντοπωλείο της γειτονιάς, ότι τις κρίσιμες ημερομηνίες η υπηρέτρια της οικογένειας, Γιαννούλα Πέρου, είχε αγοράσει χαρτί και σπάγγο από το μαγαζί, χωρίς μάλιστα να πληρώσει. Όλα πλέον έδειχναν την ενοχή των δύο γυναικών, της συζύγου και της πεθεράς του Αθανασόπουλου, οι οποίες εμφανίζονταν υπέρμετρα ψύχραιμες και αδιάφορες καθ' όλη τη διάρκεια των ερευνών, σαν να μην πιστεύουν καν ότι ο Αθανασόπουλος βρέθηκε όντως νεκρός. Μεταφέρουμε το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 9 Ιανουαρίου (σελ. 8):


"Καθ' όλην την διάρκειαν των ερευνών, η σύζυγος του κρεουργηθέντος, Φούλα, και η πενθερά του Άρτεμις Κάστρου εδείκνυον πρωτοφανή ψυχραιμίαν, μη ενδιαφερθείσαι να ζητήσουν παρά των αστυνομικών πληροφορίας διατί γίνεται όλη αυτή η έρευνα. Η πενθερά ιδίως εγελούσε και εχαριεντίζετο πότε με τους αστυνομικούς και πότε με την κόρην της, όταν δε την ερωτούσαν πού ευρίσκεται ο γαμβρός της απαντούσε απαθέστατα: "Πού θα πάη. Θα γυρίση".


Ας σημειωθή ότι καθ' όλην την διάρκειαν των ερευνών αι δύο γυναίκες φαίνονται ότι αγνοούν τον θάνατον του Αθανσόπουλου και ότι το ανευρεθέν πτώμα ήτο δυνατόν να είνε αυτού... Η πενθερά προσεποιείτο ότι όλη η έρευνα ενεργείται, διότι πιθανόν ο γαμβρός της να είνε αναμεμιγμένος εις καταχρήσεις".


Παρόλα αυτά, οι εφημερίδες έδειχναν να μην πιστεύουν ότι θα μπορούσε το έγκλημα να είχε όντως πραγματοποιηθεί από τις δύο γυναίκες. Είναι χαρακτηριστικός ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ το Σάββατο, 10 Ιανουαρίου: "ΕΚ ΤΩΝ ΧΘΕΣΙΝΩΝ ΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΙ ΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΙ ΥΠΟΝΟΙΑΙ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΤΥΧΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΝ ΕΦΟΝΕΥΣΕ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΑΠ. ΚΑΡΤΣΩΝΗΣ" συμπληρώνοντας απλά ότι "ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ΕΝ ΤΟΥΤΟΙΣ ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΝΘΕΡΑΣ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ".


Στην πραγματικότητα, όχι μόνοι οι δυο γυναίκες ήταν οι φυσικές αυτουργοί του πρωτοφανούς εγκλήματος, αλλά ο γιατρός Καρτσώνης, για τον οποίο αρχικά διατυπώνοντας υπόνοιες ότι μπορεί να διατηρούσε δεσμό με τη Φούλα, δεν ήταν καν αναμεμιγμένος. Αντίθετα, στη δολοφονία ήταν εμπλεκόμενοι ο ξάδερφος της πεθεράς, ο 17χρονος Δημήτρης Μοσκιός, η υπηρέτρια, ο εραστής της πεθεράς, Σπύρος Μεγαλόπουλος, με τον ανιψιό του κι ένας τρίτος, που βοήθησε στη μεταφορά του πτώματος. Περιττό είναι ν' αναφέρουμε ότι η Δανάη Χατζηπαναγιώτου και η μητέρα της, Ισμήνη, αφέθησαν ελεύθερες.


ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ




ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ "ΔΙΕΛΕΥΚΑΝΘΗ ΧΘΕΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΦΑΝΟΥΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΣΥΝΕΤΑΡΑΞΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ" ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ στις 11 Ιανουαρίου. Μοιραίο πρόσωπο υπήρξε η πεθερά του Αθανασόπουλου, η Άρτεμις Κάστρου, η οποία οργάνωσε και εξετέλεσε το έγκλημα σε βάρος του γαμπρού της. Η εφημερίδα δεν φειδόταν χαρακτηρισμούς αποκαλώντας την "μέγαιρα, στρίγγλα, θηριώδης την ψυχήν, αμείλικτη εις την ενέργειαν της, φοβερή εις την ψυχραιμίαν της". Όσον αφορά την "ωραία Φούλα", τη χαρακτήριζε ως "γυναίκα με παρελθόν πολύ σκοτεινό", η οποία δεν παρέστη μεν στο φόνο, "εβοήθησεν όμως εις τον κατατεμαχισμόν του πτώματος και την συρραφήν των μελών εις δέματα".


Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο γάμος της ανήλικης Φούλας με τον εργολάβο Αθανασόπουλο έγινε κατόπιν επιμονής της Άρτεμις Κάστρου και παρά την αντίθεση του συζύγου της, ο οποίος τελικά αναχώρησε για τον Καναδά, ενώ σταμάτησε να της στέλνει και χρήματα. Οι σχέσεις πεθεράς και γαμπρού ήταν πάντοτε οξυμένες, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να λείπει συχνά από το σπίτι του για ν' αποφεύγει την γκρίνια της, ενώ απειλούσε να μετακομίσει με τη σύζυγο και τα παιδιά του σε άλλο σπίτι.


"Διά την πενθεράν, διά την αιμοχαρήν και στυγεράν Άρτεμιν, η απειλή αυτή του Αθανασόπουλου ήτο θάνατος", σημείωνε η εφημερίδα. "Θα έμενε μόνη και απροστάτευτος και ο σύζυγος της θα είχεν ένα επί πλέον λόγο διά να την εχθρεύεται". Εν τω μεταξύ, η Κάστρου ενέπλεξε στα σχέδια της τον 17χρονο ξάδερφο της, την υπηρέτρια, αλλά και τον εραστή της, μια αποκάλυψη που σκανδάλισε τα συντηρητικά ήθη της εποχής και αποτέλεσε - ομολογουμένως άδικα - επιβαρυντικό παράγοντα της ούτως ή άλλως αποδεδειγμένης ενοχής της. "Μία πενθερά να ερωτοτροπή; Πώς σας φαίνεται; Ολίγον παράξενον", σχολίαζε η εφημερίδα.


Το έγκλημα έγινε το πρωί της 3ης (ή 4ης) Ιανουαρίου. Είχε προηγηθεί το προηγούμενο βράδυ κακοποίησις και ενδεχομένως παρά φύσει βιασμός της Φούλας από τον σύζυγό της. Μετά τα παράπονα στην μάνα της ότι ''δεν τον αντέχει άλλο'' αποφασίστηκε ο θάνατός του. Ως φυσικοί αυτουργοί φέρονταν η υπηρέτρια, Γιαννούλα Πέρρου, και ο Δημήτριος Μοσκιός. Διαβάζουμε τη γλαφυρή περιγραφή της εφημερίδας: "Εις τας 7 το πρωί η Φούλα εξύπνησεν. Ο Αθανασόπουλος κοιμώτανε βαθειά και μόλις εκείνη τραβήχτηκεν εις το σαλόνι δια να... μη βλέπη, η υπηρέτρια και ο Μοσκιός επροχώρησαν προς το θύμα.


- Τσαφ! Τσαφ! έκανε το πιστολάκι. Έτριξε το κρεβάτι, ένας βρυχηθμός ηκούσθη έπειτα, ένας κρότος σπασμένων γυαλιών σε λίγο - του καθρέπτου που έσπασεν από το τρίκλυσμα του θύματος - μια μικρή πάλη επηκολούθησε και ο Αθανασόπουλος ανήκε πλέον εις το παρελθόν!".


Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάκρισης, ο θάνατος επήλθε από τις δύο σφαίρες που καρφώθηκαν στο κρανίο του εργολάβου, ο οποίος επιχείρησε να αντιδράσει και να καλέσει σε βοήθεια ανεπιτυχώς, καθώς η υπηρέτρια και ο Μοσκιός προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν. Η σύζυγος του θύματος βρισκόταν στο σαλόνι και πρόσεχε μην τυχόν ξυπνήσουν τα παιδιά.αγωνιώντας για την εξέλιξη του εγκλήματος. Η πεθερά βοήθησε να μεταφερθεί το πτώμα στην τουαλέτα του σπιτιού, όπου άρχισε να το μαχαιρώνει για να βεβαιώσει το θάνατο του.


Στη συνέχεια, έριξαν το πτώμα του άτυχου Αθανασόπουλου σε μια σκάφη, έριξαν οινόπνευμα και επιχείρησαν να το κάψουν. Καθώς, όμως, το σπίτι άρχισε να γεμίζει καπνό και τσίκνα από το καιόμενο δέρμα, έσβησαν τη φωτιά, ώστε να μην κινήσουν τις υποψίες. Το πτώμα παρέμεινε στο σπίτι για 37 ολόκληρες ώρες, ενώ η λύση δόθηκε από τον εραστή της "κακούργας πεθεράς", το Σπύρο Μεγαλόπουλο, ο οποίος διαμέλισε το πτώμα με τη βοήθεια της υπηρέτριας. Την ίδια νύχτα, με τη βοήθεια ενός καραγωγέα μετέφερε τα δύο δέματα, στα οποία είχαν συσκευαστεί τα τεμαχισμένα μέλη του Αθανασόπουλου, και τα οποία ερρίθφησαν στο ποταμό Κηφισό.


Η αστυνομία είχε αποκλείσει εξ αρχής το ενδεχόμενο οικονομικών διαφορών, καθώς το στοιχείο αυτό δεν προέκυπτε από καμιά σοβαρή μαρτυρία. Εξάλλου, ένας γείτονας ανέφερε σε κατάθεση του για ένα μυστηριώδες κάρο το βράδυ της Δευτέρας (5 Ιανουαρίου), το οποίο παρέλαβε δύο δέματα από την οικία του Αθανασόπουλου. Τέλος, βρέθηκαν τα ρούχα του θύματος, που είχαν πεταχτεί στην περιοχή του Μοσχάτου και ήταν άθικτα, οδηγώντας τους αστυνομικούς στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα διεπράχθη την ώρα που ο εργολάβος κοιμόταν.


Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τέχνασμα που χρησιμοποίησε ο Κουτσουμάρης, ο αστυνομικός διευθυντής, για να φέρει σε δύσκολη θέση τον - ανήλικο ακόμη - Μοσκιό, όταν όλα τα στοιχεία τον υποδείκνυαν πλέον ως το φυσικό αυτουργό του φόνου. Μαζί με τους συνεργάτες του έβαλαν τα ρούχα του θύματος σε μια καρέκλα, ενώ πάνω από αυτά τοποθέτησαν ένα περίστροφο Μπράουνιγκ ίδιου μεγέθους με το όπλο του εγκλήματος. Όταν ο Μοσκιός οδηγήθηκε στο γραφείο και είδε τα ρούχα με το όπλο αιφνιδιάστηκε, άρχισε να τρέμει και τελικά ομολόγησε, αν και υποστήριξε ότι σκότωσε τον Αθανασόπουλο, επειδή εκείνος άρχισε να δέρνει τη γυναίκα του και την πεθερά του.


Όσον αφορά τα τρία παιδιά του Αθανασόπουλου, σύμφωνα με την εφημερίδα, ο μεγαλύτερος γιος ήταν ξύπνιος την ώρα που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και έσπευσε στο δωμάτιο, όπου δεν αντιλήφθηκε τίποτε, καθώς οι παριστάμενοι είχαν φτιάξει "τείχος" μπροστά από το πτώμα, ενώ υποστήριξαν ότι αρρώστησε η γιαγιά του. Μάλιστα, οι δράστες φέρονταν να είπαν στα παιδιά να μην αναφέρουν ότι ο πατέρας τους είχε κοιμηθεί στο σπίτι εκείνο το βράδυ, επειδή δήθεν η αστυνομία τον έψαχνε για να τον συλλάβει.


Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται απλά για το ρεπορτάζ μιας εφημερίδας, το οποίο βασίστηκε μεν σε κάποια στοιχεία, ωστόσο δεν αποκλείεται το στοιχείο της υπερβολής χάριν εντυπωσιασμού.



Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ


Η ανακοίνωση του Τμήματος Γενικής Ασφαλείας είχε ως εξής:


"Η υπόθεσις διελευκάνθη πλήρως. Εξηκριβώθη ο τρόπος της διαπράξεως του εγκλήματος. Άπαντες οι δράσται συνελήφθησαν και ωμολόγησαν την ενοχήν των. Το περίστροφον και η μάχαιρα, διά των οποίων οι κακούργοι εφόνευσαν το θύμα και ετεμάχισαν το πτώμα του, ανευρέθησαν εν Πειραιεί και κατεσχέθησαν.


Ευρέθη επίσης ο έμπορος, από τον οποίον ηγοράσθησαν οι σάκκοι, διά των οποίων περιετυλίχθησαν τα τεμάχια του πτώματος, ο έμπορος από τον οποίον ηγοράσθη το εν λαδωτόν ύφασμα, ως και ο παντοπώλης, παρά του οποίου οι δράσται επρομηθεύθησαν τα χαρτιά και τους σπάγγους. Προς τούτοις συνελήφθη το πρόσωπον, το οποίον εξεύρε το κάρρον, διά του οποίου μετεφέρθησαν εις την κοίτην του Κηφισσού τα μακάβρια δέματα. Το ωρολόγιον του θύματος και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα, τελείως κατεστραμμένα, ανευρέθησαν εις το Μπραχάμι μέσα εις τα σκουπίδια.


Ο ιατρός Καρτσώνης και ο Σ. Γυφτέας, οίτινες εκρατούντο από της ημέρας της ανευρέσεως του πτώματος, εξεταζόμενοι συνεχώς αφέθησαν ελεύθεροι, μη προκύψαντος ουδενός στοιχείου συμμετοχής των εις το έγκλημα. Του πρώτου η κράτησις είχε διαταχθή, διότι είχε περιπέσει εις αντιφάσεις, ουχί εξ ενοχής, αλλά διότι δεν ήθελε να γνωσθή μεταξύ των φίλων του θύματος ότι ούτος ευρίσκετο εν διαστάσει μετά της συζύγου του".


Εξάλλου, "προς καθησύχασιν της ευλόγως ανησυχούσης Κοινής Γνώμης εκ του στυγερού και πρωτοφανούς διά τα εγκληματολογικά χρονικά της πατρίδος μας εγκλήματος", η Αστυνομική Διεύθυνση εξέδωσε ανακοινωθέν, στο οποίο περιγραφόταν αναλυτικά η μεθοδολογία των αρχών για την εξιχνίαση της δολοφονίας. Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ


Στις 11 Ιανουαρίου, η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ δημοσίευσε αποκλειστική συνέντευξη του Δημήτρη Μοσκιού, ο οποίος έδωσε τη δική του εκδοχή για το πώς έγινε το έγκλημα. Διαβάζουμε:


"Από 15 ημερών έμενα στο σπίτι της εξαδέλφης μου Αρτέμιδος Κάστρου. Κατά το διάστημα αυτό ο Αθανασόπουλος έλειπε από το σπίτι, γιατί είχε μαλώσει με την πενθερά του. Δια την απουσία του αυτήν η γυναίκα του και η πενθερά του δεν ανησύχησαν διόλου, διότι και άλλες φορές ο Μίμης είχε φύγει από το σπίτι και επανήρχετο μετά από πολλές ημέρες... Το Σάββατο το βράδυ ο Μίμης ήλθε και κοιμήθηκε στο σπίτι. Εγώ δεν τον είδα, διότι κοιμόμουν σ' ένα άλλο δωμάτιο, που βρίσκεται στο βάθος.


Το πρωί που ξύπνησα και συζητούσα με την ξαδέλφη μου, ήλθε η γυναίκα του Μίμη και μου είπε:


- Δεν μπορώ πια να τον υποφέρω. Είναι απαίσιος. Είναι ανήθικος και αισχρός. Σκότωσε τον για να απαλλαγώ από αυτόν.


Η ξαδέλφη μου, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια με παρακίνησε να τον σκοτώσω. Πήρα ένα περίστροφο και πήγα στο δωμάτιο του. Ήταν η ώρα 8 πρωινή και ο Μίμης κοιμόταν, έχοντας το κεφάλι του στραμμένο προς το στρώμα. Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο τότε εγώ πυροβόλησα εναντίον του και η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Ο Μίμης, όμως, παρά το τραύμα του, σηκώθηκε από το κρεββάτι του και βλαστημώντας άρπαξε ένα κάθισμα λέγοντας: "Θα σας σκοτώσω όλους". Και αφού άρπαξε μια καρέκλα, επιχείρησε να με χτυπήσει. Η καρέκλα όμως χτύπησε τον καθρέφτη και τον έσπασε. Βλέποντας τον με υψωμένη την καρέκλα τον πυροβόλησα εκ νέου και η δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Τότε, αφού τραυματίσθηκε θανάσιμα, έπεσε στο έδαφος μουγκρίζοντας και ζητώντας βοήθεια.


Την ώρα εκείνη εισήλθαν στο δωμάτιο η ξαδέλφη μου και η υπηρέτρια, οι οποίες του πέρασαν στο λαιμό ένα κασκόλ και τον αποτελείωσαν. Όταν ξύπνησε τον πήραμε και τον μεταφέραμε στο αποχωρητήριο, τοποθετώντας το πτώμα εντός της σκάφης, για να στραγγίξει το αίμα.


Για να συγκαλύψουμε το έγκλημα, προσπαθήσαμε να κάψουμε το πτώμα, το οποίο αλείψαμε πρώτα με οινόπνευμα και κατόπιν με βενζίνη. Επειδή όμως το πτώμα δεν καιγόταν και η προσπάθεια μας να το κάψουμε απέτυχε, το μεταφέραμε στο δωμάτιο που έγινε ο φόνος και το κρύψαμε κάτω από το κρεβάτι".


Στην ίδια συνέντευξη, ο Μοσκιός υποστήριξε ότι ο τεμαχισμός του πτώματος έγινε από τον ίδιο και την υπηρέτρια, αν και η ιδέα ήταν της ξαδέρφης του, δηλαδή της πεθεράς του Αθανασόπουλου, καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να έβγαινε το πτώμα από το σπίτι. Σε νέα συνέντευξη του δυο μέρες αργότερα, ο Μοσκιός προσέθεσε το στοιχείο ότι την ώρα του φόνου ο ίδιος ήταν σχεδόν μεθυσμένος, καθώς είχε πιεί ούζο, που του είχε δώσε η ξαδέρφη του.


Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΦΟΥΛΑΣ Στις 13 Ιανουαρίου, η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ δημοσίευσε συνεντεύξεις με τη σύζυγο και την πεθερά του Αθανασόπουλου. Οι εκδοχές τους έρχονταν σε αντίθεση τόσο μεταξύ τους όσο και με την εκδοχή που είχε δώσει ο Μοσκιός στη δική του συνέντευξη λίγες μέρες νωρίτερα. Η Φούλα Αθανασοπούλου φαινόταν μάλλον κουρασμένη και απρόθυμη να αναφερθεί στα γεγονότα του μοιραίου εκείνου πρωινού, ωστόσο υποστήριξε ότι την ώρα του εγκλήματος δεν βρισκόταν καν στο σπίτι. Συγκεκριμένα, δήλωσε: "Το πρωί, που έγινε το έγκλημα, εγώ βρισκόμουν στο προαύλιο και αγόραζα μια εφημερίδα. Ξαφνικά άκουσα έναν πυροβολισμό. Προαισθάνθηκα τι είχε συμβεί και αμέσως έτρεξα στο δωμάτιο του συζύγου μου. Στη θύρα του δωματίου βρισκόταν ο ξάδερφος της μητέρας μου καταματωμένος. Αμέσως καταλήφθηκα από φρίκη για το έγκλημα που έγινε και μη θέλουσα ν' αντικρύσω το πτώμα του Μίμη κάλυψα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο των παιδιών μου, όπου και λιποθύμησα. Όταν συνήλθα έμαθα από τη μητέρα μου το φόνο του συζύγου μου. Δεν ζήτησα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Όσες φορές αναλογιζόμουν το έγκλημα μ' έπιαναν λυγμοί". Ουσιαστικά, η σύζυγος του εργολάβου έριξε όλο το βάρος στη μητέρα της. Παραδέχτηκε ότι δεν ήταν ευτυχισμένη από το γάμο της με τον Αθανασόπουλο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "Εγώ είμαι γυναίκα αναπτυγμένη, ενώ ο σύζυγός μου...". Ωστόσο, αρνήθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ εκείνος της φέρθηκε άγρια ούτε ότι είχε προσχεδιάσει το έγκλημα από κοινού με τη μητέρα της. Δικαιολογήθηκε ότι δεν ανέφερε τίποτα στην αστυνομία τις πρώτες ημέρες, επειδή αγαπούσε πολύ τη μητέρα της και ήθελε να την προστατέψει, ωστόσο υποστήριξε ότι τα συναισθήματα της άλλαξαν: "Τώρα σας βεβαιώ ότι έπαυσα να την αγαπώ". Επίσης, η Φούλα απάντησε στις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει εναντίον της η μητέρα του Αθανασόπουλου, ότι ήταν άπιστη και είχε εγκαταλείψει το σύζυγο της: "Είναι δικαίωμα της να λέει ό,τι θέλει. Είμαι μητέρα κι εγώ και συναισθάνομαι τον πόνο και τη θλίψη της... Μία μητέρα, όταν της σκοτώσουν το παιδί της, μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Εγώ όμως σ' αυτό το σημείο δεν έχω τη συνείδηση μου βεβαρυμένη. Υπήρξα πάντοτε πιστή σύζυγος", ενώ σε άλλο σημείο σημείο: "Δεν με πειράζει διότι οι εφημερίδες με αποκαλούν δολοφόνο και κακούργα. Έγινε ένα έγκλημα στο σπίτι μου και θύμα ήταν ο άνδρας μου... ανήθικη όμως και διεφθαρμένη ποτέ δεν υπήρξα". Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ Η εκδοχή της Αρτέμιδας Κάστρου ήταν διαφορετική από της κόρης της: "Το πρωί που σηκώθηκε η Φούλα, το παιδί μου, από το κρεβάτι, ήλθε στο δωμάτιο μου και είπε πράγματα, που αν τα ακούσεις θα φρίξεις. Μου είπε ότι δεν μπορεί να τον υποφέρει και τότε ευρισκόμενος στο σπίτι μας ξάδελφος μου πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Μίμης και τον σκότωσε. Αφού έγινε το κακό προσπαθήσαμε να κρύψουμε το πτώμα. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε παρά να κομματιάσουμε το πτώμα και να το ρίξουμε στο ποτάμι". Βγάζοντας τον εαυτό της ως αμέτοχο τόσο του εγκλήματος όσο και του τεμαχισμού, έριξε όλη την ευθύνη στον ξάδερφο της και στην υπηρέτρια του σπιτιού, ενώ δεν φαινόταν μετανιωμένη για το έγκλημα που έγινε: "Ό,τι έγινε, έγινε, παιδί μου, πλέον. Ο Μίμης μας είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη. Δεν μπορούσαμε να τον υποφέρουμε. Καθημερινά μας έβριζε και μας έδερνε..", ενώ προσέδωσε και μια οικονομική διάσταση στο έγκλημα κατηγορώντας τον νεκρό Αθανασόπουλο, ο οποίος φυσικά δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ότι τους είχε φάει τρία εκατομμύρια και κινδύνευαν να μείνουν στο δρόμο. ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ






Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν σταθερά ζωηρότατο, ενώ το έγκλημα κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μια ολόκληρη εβδομάδα επισκιάζοντας την υπόλοιπη ειδησεογραφία. Σε μια πρωτοφανή όσο και εξοργιστική ενέργεια, στις 10 Ιανουαρίου, η εφημερίδα Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ζητούσε από τους αναγνώστες της να απαντήσουν "ΠΟΙΟΣ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΌΤΙ ΕΙΝΕ Ο ΕΝΟΧΟΣ; ΚΑΙ ΔΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ;" και όποιος πετύχαινε τη σωστή απάντηση θα κέρδιζε 5.000 δραχμές - εκτός κι αν ήταν πολλοί οι αναγνώστες με σωστό ένστικτο, οπότε θα γινόταν κλήρωση! Η εφημερίδα δικαιολογούσε την απόφαση της αυτή στο γεγονός ότι "Ουδέποτε έγκλημα συνετάραξε την Κοινήν Γνώμην και εκκίνησε περισσότερον το αγωνιώδες ενδιαφέρον, όσον ο φρικώδης φόνος και διαμελισμός του ατυχούς Αθανασόπουλου". "Παρ'όλον ότι, κατά τους τελευταίους τούτους καιρούς, δεν λείπουν ούτε τα μεγάλα, ούτε τα θηριώδη εγκλήματα, εν τούτοις η στυγερά δολοφονία του ατυχούς Αθανασόπουλου εκράτησε κυριολεκτικόν ανάστατον την κοινήν γνώμην καθ'όλην την ημέραν της χθες", έγραφε η ΠΑΤΡΙΣ στις 10 Ιανουαρίου. "Θέμα γενικής συζητήσεως, απετέλεσε το θηριώδες αυτό έγκλημα. Άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων παρημέλησαν όλα τα άλλα ζητήματα της ημέρας διά να μην απασχολήσουν τας συζητήσεις των παρά με το έγκλημα". Η περιέργεια του κόσμου οξύνθηκε και με την απαγόρευση εισόδου που επιβλήθηκε στη Γενική Διεύθυνση της Ασφάλειας.


Εξάλλου, μία μέρα μετά, όταν εξιχνιάστηκε το έγκλημα, η ίδια εφημερίδα έγραφε: "Από το πρωί χθες διεδόθη η αποκάλυψις του εγκλήματος. Και ο κόσμος έσπευδε εις τα αστυνομικά τμήματα και τα γραφεία των εφημερίδων δια να βεβαιωθή περί της ακριβείας της ειδήσεως. Ουδέποτε έως τώρα η ελληνική κοινωνία απησχολήθη με τόσον ενδιαφέρον, δι' εγκληματικήν υπόθεσιν, όσον τώρα. Και ουδέποτε εξεδήλωσε τόσον αποτροπιασμόν, τόσην αγανάκτησιν, όσον εις την παρούσαν περίπτωσιν". Χαρακτηριστικό της οργής, που είχε καταλάβει τη σοκαρισμένη - από τις ανατριχιαστικές και πρωτόγνωρες για την εποχή λεπτομέρειες - κοινωνία, ήταν το γεγονός ότι λίγες μέρες μετά την ομολογία των κατηγορουμένων, όταν στις 12 Ιανουαρίου μεταφέρθηκαν στον ειδικό ανακριτή που είχε αναλάβει την υπόθεση, πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί έξω από το κτίριο του Πρωτοδικείου γιουχάροντας τους δράστες, ενώ ορισμένοι επιχείρησαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό, προκειμένου να τους λιντσάρουν.


Ακόμη και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, που τις ημέρες εκείνες δεν ασχολήθηκε με το στυγερό έγκλημα, αλλά αναδείκνυε την καταδίκη 7 φαντάρων από το Καλπάκι με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστές, αφιέρωσε λίγες γραμμές στο πρωτοσέλιδο της 11ης Ιανουαρίου για να σχολιάσει το συμβάν από τη δική του οπτική γωνία: "Οι στήλες του αστικού τύπου είναι γεμάτες τις μέρες αυτές από ειδήσεις σχετικές με ένα έγκλημα. Διαλαλεί, χωρίς να το θέλει, τις βρωμιές του καθεστώτος της εκμετάλλευσης, της ληστείας. Ο Αθανασόπουλος, εκατομμυριούχος, δολοφονήθηκε κατά τον πιο τεχνικά επιστημονικό τρόπο. Δράστες η γυναίκα του, η πεθερά του και ο ανεψιός του. Δέστε τη σαπίλα του καθεστώτος των εκμεταλλευτών. Δέστε την αγία και ιερή οικογένεια... Οι εργάτες και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν παρά με την ευκαιρία της δολοφονίας του Αθανασόπουλου, να ρίξουν μια ματιά και στην οικογένεια των Ρώσων για να δουν τι διαφορά υπάρχει μεταξύ των "πολιτισμένων λαών" που κυβερνούνται απ' τους κεφαλαιοκράτες και των "βαρβάρων μπολσεβίκων".


Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ







Η δίκη των κατηγορουμένων έγινε από το Κακουργιοδικείο Αθηνών επί της οδού Σανταρόζα, το διάστημα μεταξύ 18 Φεβρουαρίου και 26 Μαρτίου 1932. Πολλοί ήταν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας που συνωστίζονταν από τις πρώτες πρωινές ώρες για να βρουν κενή θέση και να παρακολουθήσουν από κοντά την ακροαματική διαδικασία.


Η ετυμηγορία των ενόρκων ανακοινώθηκε ξημερώματα, στις 5 παρά τέταρτο. Ύστερα από σύντομη διάσκεψη, το Δικαστήριο επέβαλλε τις ποινές. Η Άρτεμη Κάστρου και η Φούλα Αθανασοπούλου, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μοσκιός καταδικάστηκε σε 20ετή φυλάκιση, καθώς διαγνώσθηκε ότι έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα. Τελικά, πέθανε μέσα στις φυλακές το 1936 αφού νωρίτερα είχε εισαχθεί στο Δρομοκαϊτειο. Η πνευματική του υγεία διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα από το φόνο.. Η υπηρέτρια Γιαννούλα Πέρρου (ή Μπέλλου) καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια, όμως αποφυλακίστηκε μετά από 18 χρόνια, παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών, ενώ οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, που βοήθησαν στο ξεφόρτωμα των δεμάτων, κρίθηκαν αθώοι. Οι ποινές τών Κάστρου και Αθανασοπούλου, δεν εκτελέστηκαν, καθώς ήταν γυναίκες κι αντ’ αυτού αδηγήθηκαν στην φυλακή. Εκεί, ο διευθυντής των φυλακών θα ερωτευθεί την Φούλα και θα κάνει την παραμονή της εκεί, όσο το δυνατόν καλύτερη. Κι επειδή «κοντά στον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα», ευνοϊκής μεταχείρισης έτυχε και η μητέρα της. Θα αποφυλακιστούν μετά από 10 χρόνια, κάνοντας χρήση ευνοϊκού διατάγματος τού κατοχικού πρωθυπουργού, Τσολάκογλου,(ο δ/ντης ήτο συγγενής του) παρ’ ότι αυτό αφορούσε ισοβίτες κι όχι θανατοποινίτες. Η Φούλα παντρεύεται όχι τον Διευθυντή των φυλακών, αλλά έναν συνταγματάρχη, τον Αγαπητό Κομήτη. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και πέθανε το 1971 από καρδιά. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο σύντροφός της. Η Κάστρου υπέφερε πολύ στα τελευταία της, που τα πέρασε κατάκοιτη στο κρεβάτι, τρελάθηκε και πέθανε το 1956.


Όπως προσθέτει, ακόμη και το τραγούδι που αναφερόταν στο έγκλημα «πλήγωνε τον πατέρα της Φούλας, τον Παναγιώτη Κάστρο, που ήταν εγκατεστημένος στον Καναδά. Έστειλε λοιπόν το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3.000.000 δραχμών στην κυβέρνηση - μέσω του Γενικού Προξένου στο Βανκούβερ - για να απαγορεύσει το τραγούδι. Κάτι που δεν πέτυχε, αφού το τραγουδούσε ήδη όλη η Ελλάδα...».

Η εφημερίδα Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ δημοσίευσε δηλώσεις της Φούλας Αθανασοπούλου, αμέσως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας: "Δεν το περίμενα ποτέ αυτό. Φανταζόμουν ότι θα με έκριναν κάπως ανεπηρέαστα. Έκρυψα ένα έγκλημα που συνήργησε η μητέρα μου και με χαρακτήρισαν εγκληματία... Και όμως με παίρνουν στο λαιμό τους. Το έχω παράπονο αυτό".


Εν τω μεταξύ, η Κάστρου είχε λάβει από τον τύπο το προσωνύμιο «κακούργα πεθερά», που αποτέλεσε και τον τίτλο τού ρεμπέτικου τραγουδιού που έγραψε ο Ιάκωβος Μοντανάρης, την ίδια χρονιά (1931), σε πρώτη εκτέλεση από τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλκάς). Από ‘κει προέρχεται και ο παροιμιώδης στίχος «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σού ‘μελλε να πάθεις. Από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις». Είναι δε χαρακτηριστικό τής τεράστιας απήχησης, το γεγονός πως πουλήθηκαν 10.000 δίσκοι, όταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν πάνω από 1.000 γραμμόφωνα. Ο πατέρας τής Φούλας, οπως είπαμε προσπάθησε να σταματήσει την κυκλοφορία τού δίσκου, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά: «Το "Τραγούδι του Αθανασόπουλου" του Γιακουμή Μοντανάρη, έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων για πάντα, "κατ' αναλογίαν". Πούλησε δηλαδή περισσότερους δίσκους, απ' όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος "σπάγανε το δίσκο" στα πόδια της πεθεράς! Λένε επίσης πως απ' αυτό προέρχεται και η φράση "θα σπάσω πλάκα". Έχει δε ως εξής:» Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ Στίχοι-Μουσική*: ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΤΑΝΑΡΗ (*)Η μουσική αποδίδεται στον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο ιδιος ο Μάρκος δεν αναφερει τιποτα τέτοιο Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη. Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα, Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα. Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει! - Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια, κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.» Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε, Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε. Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε. Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε! Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια, Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια. Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει, Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη. Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες, Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες. Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει. Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει. Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι. Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι. Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου. Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης, Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική, Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή. Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου. Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις, Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις. Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της, Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της. Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει: - Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει. Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι. Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου, Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου. Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με. Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με! -Το τραγούδι, που κυκλοφόρησε με τον Αντ. Νταλγκά (ηχογραφήσεις), τον Κ. Νούρο, τη Ρ. Εσκενάζη, την Μαρίκα Πολίτισσα και τον Ζαχαρία Κασιμάτη, υπολογίζεται ότι πούλησε 250.000 δίσκους. Η σύνθεση της ορχήστρας είναι κιθάρα, τσέμπαλο και βιολί. Η μελωδία ακολουθεί την κλίμακα του Κιουρντί. Αυτά ήταν πάνω κάτω τα γεγονότα που ενέπνευσαν το άσμα. Αν παρέλειψα ή πρόσθεσα ή διαστρέβλωσα κάτι απ τα λεγόμενα των πηγών μου με το μπαρντόν και ένεκα λάθους. Δεκτή δε πάσα διόρθωσις. Ο αναδημοσιεύσας



Μήτσος ο Τούφας
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη