Γράφει ο Σταύρος Κωνσταντινίδης
Η αρχαιολογία είναι το αντίστροφο της αρχιτεκτονικής. Στο οικόπεδο που η μια, σκάβοντας, αναδεικνύει την αρχιτεκτονική του παρελθοντος, η άλλη, χτίζοντας, δημιουργεί την ευτυχή προσδοκία του μέλλοντος. Η φυσική αντίρροπη τάση δημιουργεί κατ’ επεκταση ένα λογικό ανταγωνισμό των δύο ύψιστων και γοητευτικών αυτών τεχνοεπιστημών. Κάθε ανταγωνιστικό σχήμα, ως γνωστό, αμβλύνεται στις προηγμένες κοινωνίες και οξύνεται σε θεσμικά καχεκτικές.
Στην Ελλάδα, της χαλαρής θεσμικότητας, η σχέση αρχαιολογίας και τεχνικών έργων γενικότερα επέχει θέση ήπιου εμφυλίου πολέμου. Η αλόγιστη επέλαση και η ενοχή της πάσης φύσεως πρόχειρης ανοικοδόμησης στη χώρα προκάλεσε την αμυντική αναδίπλωση των αρχαιολογικών υπηρεσιών, μετατρέποντας έτσι τη σχέση αρχαίων και έργων σε μια διαχρονική διελκυστίνδα.
Το μετρό της Θεσσαλονίκης, έργο καίριας σημασίας για την πόλη, βαρύνεται με μια κληρονομιά άγονων αντιπαραθέσεων επί δεκαετίες και σήμερα που εκτελείται έχει συσσωρεύσει όλες τις δυνατές συγκυριακές και μη καθυστερήσεις. Εξουθενωμένος κατασκευαστής, υποχρηματοδότηση, γραφειοκρατία, οικονομική κρίση, δυσκολία εκτέλεσης στο ιστορικό κέντρο. Εσχάτως προστέθηκε και η εμπλοκή με τα αρχαία της Βενιζέλου. Η απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) να απομακρυνθούν τα αρχαιολογικά ευρήματα από το σταθμό της Βενιζέλου και να μεταφερθούν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά ήταν μία ανυποψίαστη, πρόχειρη και άσχετη σύλληψη, που αποκάλυψε ερασιτεχνισμό και έλλειψη γνώσης των τοπικών συνθηκών. Δικαίως λοιδορήθηκε από το δημόσιο αίσθημα της πόλης.
Η Αττικό Μετρό επίσης επέδειξε αδύναμα αντανακλαστικά. Η εύλογη λύση της προσωρινής απόσπασης και της κατά δυνατόν ανάδειξης των ευρημάτων εντός του σταθμού, θα έπρεπε να είναι εκ των ων ουκ άνευ προτεινόμενη λύση. Η Αττικό Μετρό, που σχεδιάζει και εποπτεύει το έργο, είναι υπηρεσία στραμμένη μονομερώς στο αμιγώς τεχνικό αντικείμενο. Στα ζητήματα των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων εμφανίζει σχετική δυσκαμψία, ενώ η διαχείριση της επικοινωνίας ενός τοσο μεγάλου και σημαντικού έργου είναι μάλλον ανεπαρκής. Ενδεικτική ήταν η αδυναμία να διαταχθούν τα επιφανειακά εργοτάξια στην οδό Εγνατία, με λειτουργική ευελιξία και αισθητική ποιότητα, έτσι ώστε να μετριαστεί η καθολική υποβάθμιση της εμπορικότητας των παρόδιων καταστημάτων.
Από εκεί και πέρα ο δήμαρχος Μπουτάρης πήρε πάνω του το παιχνίδι, τραβώντας στο άλλο άκρο, με αξίωση για πλήρη παραμονή και αξιοποίηση των ευρημάτων εντός του σταθμού. Έκλεισε το μάτι στην πιο ρομαντική, πλην μη ρεαλιστική, αρχαιολογίζουσα θέαση. Η αντιδιαμετρικά αυτή ακραία άποψη έχει ανυπέρβλητες τεχνικές δυσκολίες και πυροδοτεί μία συζήτηση εγκλωβισμένη, μεταξύ δύο ακραίων λύσεων.
Μοιάζει με το αγγλοσαξωνικό κλισέ take it or leave it. Κινούμενος μάλιστα σε ατμόσφαιρα ηρωικού βερμπαλισμού και ακροβατώντας περίτεχνα επικοινωνιακά, προέταξε τα στήθη του καθέτως και οριζοντίως. Ασφάλισε δε τη στάση του με προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, επικαλούμενος την έλλειψη εμπιστοσύνης στους εμπεκόμενους φορείς.
Ελπίζω να είναι ένας τακτικός ελιγμός. Καθώς αν δεν είναι, έτσι όπως διαχειρίζονται το θέμα η Αττικό Μετρο και ο Δήμος Θεσσαλονίκης, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε πλήρες αδιέξοδο. Δεν είναι τόσο τα επιπλέον 5 εκατομμύρια, που απαιτούνται θεωρητικά, ούτε βέβαια η δεδομένη επιθυμία όλων μας, σε ιδανικές συνθήκες, να μην αποσπαστούν τα αρχαία. Γιατί αν δεν αποσπαστούν προσωρινά, αυτό προϋποθέτει την επέκταση του φρεατίου, που είναι κατασκευασμένο με διαφραγματικούς τοίχους πάχους 1,5 και βάθους 30 μέτρων.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τεχνικά και οικονομικά αντιμετωπίζεται αυτή η επίπονη τεχνική παρέμβαση, προκύπτει η με μαθηματική ακρίβεια ανάδειξη νέων αρχαιοτήτων στη νέα επέκταση, αντίστοιχης σημαντικότητας, και άρα η ανατροφοδότηση του φαύλου κύκλου, ανάδειξης και διατήρησης....