Τα σημερινά εγκαίνια του «μουσείου Ατατούρκ» στη Θεσσαλονίκη είναι μία βαθιά πολιτική διεργασία με πολλαπλούς αποδέκτες, παρά την πολιτιστική διάσταση που δίνεται στο γεγονός με την παρουσία του τούρκου Υπουργού Πολιτισμού Ομερ Τσελικ.
Γράφει στην προσωπική του σελίδα στο Facebook o Χρήστος Μάτης
Οι πρώτοι αποδέκτες είναι στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, οι πολίτες της οποίας δέχονται το μήνυμα, ότι η κυβέρνησή τους τιμά «πολιτιστικά» τον θεμελιωτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, σε μία περίοδο που μία στροφή της προς ισλαμικές πολιτικές της προκαλεί ανησυχία στους υποστηρικτές του κοσμικού κράτους, που ίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Συγχρόνως αυτό αποτελεί μήνυμα, ότι ο Μουσταφά Κεμάλ τιμάται αλλά μόνο ως ιστορία που εκτίθεται στα μουσεία.
Αυτό είναι μήνυμα και προς την Ελλάδα, στην οποία ο Κεμάλ θαυμάστηκε και τιμήθηκε εν ζωή από μία ευρεία γκάμα πολιτικών, από τον Ελ. Βενιζέλο μέχρι τον Ι. Μεταξά, για να αποτελέσει ορόσημο ρήξης, δεκαεπτά χρόνια μετά το θάνατό του, στις επιθέσεις κατά των Ελλήνων της Πόλης το 1955. Αυτό δεν το έμαθε ποτέ ο ίδιος.
Η επιλογή της ημέρας των εγκαινίων, μία μέρα που η Θεσσαλονίκη είναι παραδοσιακά άδεια, είναι ενδεικτική των δυσκολιών για διαχείριση των συμβολισμών που αποπέμπει σήμερα ο Κεμάλ.
Και θα εξακολουθεί να αποπέμπει. Γιατί η εξωτερική πολιτική ασκείται πάντοτε με εσωτερικούς όρους. Και στο δικό μας εσωτερικό ο Κεμάλ δεν έχει την αποδοχή που είχε το 1935, όταν το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης χάριζε το κτίριο στο οποίο γεννήθηκε -και σήμερα θα γίνουν τα εγκαίνια- στο τουρκικό κράτος κι έδινε το όνομά του στο στενό δρομάκι μπροστά. Το αν δεν γεννήθηκε εκεί αλλά στη Χρυσαυγή Λαγκαδά, έχει λίγη σημασία. Για την Τουρκία, η γέννηση του στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας εθνικός μύθος.
Όμως, καλώς ή κακώς, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το συμβιβαστούμε με την ιστορία. Ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει. Οι οθωμανικές πτυχές της ιστορίας της πόλης γεννούν συγκινήσεις στους γείτονές μας. Κι έχουν το δικαίωμα να τις αισθάνονται, όπως η γιαγιά μου συγκινιόταν, όταν άκουγε για την Καισάρεια από την οποία έφυγε επειδή η οικογένεια της αισθάνθηκε ανασφάλεια, όταν ήταν μόλις δυο χρονών, όχι μόνο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, αλλά πριν ξεκινήσει καν η μικρασιατική εκστρατεία. Όταν «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ήταν ο ευσεβής πόθος, που λίγα χρόνια αργότερα κατέρρευσε καταστροφικά.
Οι άνθρωποι θα έρχονται από την Τουρκία να ζήσουν αυτή τη συγκίνηση, όπως οι δικοί μας πηγαίνουν στις εκδρομές που διοργανώνονται στις «χαμένες πατρίδες» στη Μικρασία. Η ιστορία επικοινωνεί με το DNA τους.
Αυτό δεν αλλάζει. Δεν πρόκειται να αλλάξει. Και δεν μπορεί να απαγορευθεί. Ούτε τα σύνορα αλλάζουν έτσι, ούτε η ιστορία μπορεί να γραφεί με άλλο τρόπο.
Στους επισκέπτες που σέβονται την πόλη πρέπει να δείξουμε σεβασμό και φιλοξενία. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα όταν είναι εδώ, χωρίς καμία ανάμειξη του κράτους σε οποιαδήποτε μορφή του. Ειδικά σ’ αυτούς που όσο κι αν ψάξουν δεν θα ξαναβρούν ποτέ τις γωνίες και τα σοκάκια, στα οποία κάποτε ζούσαν οι προπαππούδες τους.
Και αυτό δεν είναι επειδή θα μας αφήσουν λεφτά ως τουρίστες. Αλλά επειδή αυτές είναι οι αξίες μας.