22 Δεκ 2013

Εξαθλιώνεται ο λαός, για να σωθεί ο τόπος

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης

[Ογδοηκοστή έκτη ημέρα από την υποβολή στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου της μήνυσης της ΧΑ για την τρύπα στα Ταμεία του ΠΑΣΟΚ (βλ. και http://taxalia.blogspot.gr/2013/05/blog-post_7741.html ), εβδομηκοστή όγδοη από τη δημοσιοποίηση της φήμης ότι παρακολουθούνται τα τηλέφωνα των βουλευτών της αντιπολίτευσης και εικοστή έβδομη από τη δημόσια καταγγελία της Λ. Κατσέλη αφ’ ενός ότι την «έφαγαν» οι τραπεζίτες, επειδή δεν τους εξυπηρετούσε ο «νόμος Κατσέλη», αφ’ ετέρου ότι αποτελεί έγκλημα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα του Έλληνα φορολογουμένου. Κανένα παπαγαλάκι δεν με ενημέρωσε για το αν κινήθηκε κάποια διαδικασία διερεύνησης των καταγγελλομένων. Τί συνέβη; Δεν τηλεφωνούν πλέον οι παπαγάλοι στους Εισαγγελείς;].
            Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από τον Μάιο του 2010 τη φράση ότι τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση στοχεύουν στη σωτηρία του τόπου ή διάφορες παραλλαγές της!  Πρέπει να κάνουμε θυσίες, για να σωθεί η πατρίδα. Οι θυσίες του λαού πιάνουν τόπο λένε οι κυβερνώντες και συχνότατα, δηλαδή οι ολετήρες αυτού του τόπου. Η σωστά ολοκληρωμένη φράση είναι «οι θυσίες του λαού πιάνουν τόπο αφήνοντας τον λαό στον τόπο».
            Τί είναι, όμως, αυτό που λέμε «τόπος»; Ο τόπος δεν είναι ο ίδιος ο λαός; Μπορεί να υπάρξει τόπος χωρίς λαό;
            Αυτά ήλθαν στο νου μου καθώς διάβαζα επιστολή φορολογουμένου, ο οποίος διερωτάτο: «Αφού δεν έχω € 470 για να πληρώσω τα χρέη μου στο Δημόσιο, σε τί θα ωφελήσει την κυβέρνηση να προσαυξήσει το χρέος μου με 10% και με τόκο 8,5-10% μετά το πρώτο δίμηνο που αυτό θα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο;». Θυμήθηκα και τον σημερινό πρωθυπουργό που έλεγε το 2011, στα πλαίσια μίας εκ των πολλών επαναλαμβανόμενων εξαγγελιών του, ότι θα ανακαταλάβει τις πόλεις από τους λαθρομετανάστες, με το ορθό σκεπτικό ότι αυτή η γη που πατάμε είναι «χώρα» και όχι «χώρος». Τί όμορφα που τα αράδιαζε τότε!
            Με κίνδυνο να χαρακτηρισθώ ιερόσυλος, θα παραθέσω παραφρασμένο ένα κείμενο.
«Εκεί που καθόμασταν στη ΔΟΥ όλοι οι φορολογούμενοι, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε. Και μόλις έπεσαν οι τροϊκανές εντολές, άρχισαν να μας θερίζουν με Μνημονιοβόλα.
Όταν εξουθενωθήκαμε όλοι, πλησίασαν οι Ταμηλοσταμενιτοσταχινίδηδες με τα χέρια βουτηγμένα στα Μημόνια και σ’ έναν-έναν έδιναν τη χαριστική βολή με μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στο χέρι.
Εγώ ανέπνεα ακόμη.
Δυο αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου.
Μιαμιάμισυ ώρα είχε κρατήσει η διαδικασία κι άλλες δυο και περισσότερο η χαριστική βολή.
Είχα ένα γείτονα που ανέπνεε κι’ αυτός ακόμα και μου λέει: έρχεται η σειρά μας.
Εμένα είχε πιαστεί η αναπνoή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας οι Θεοχαροστουρνάρες και δίνουν δυo ατομικές ειδοποιήσεις και ένα κατασχετήριο στο γείτονά μου  – τον αποτέλειωσαν.
Πετάχτηκαν τα μυαλά του απάνω μου.
Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου δίνουν μια ποινική δίωξη, που τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο.
Λέω – πάλι τη γλίτωσα. Δεν πέθανα.
Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια τροπολογία. Να εδώ, στην κoρφή.
Έμεινα για λίγο αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος.
Τέλος φύγανε.
Ανασηκώθηκα τότε ανάμεσα στους νεκρούς, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί ερχόταν η μάνα μου.
Μου λέει – πού είναι οι άλλοι;
Είχα άλλα δυο αδέρφια, το Βασίλη και τον Κίμωνα.
Bρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον άλλον πεθαμένους κάτω από ένα σωρό φόρους.
Έφυγα από κει, και θυμάμαι πάταγα μέσα στις τροπολογίες και στα νομοσχέδια  και το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Οι φόροι κύλαγαν ποτάμι, είχαν φτάσει ως κάτω στο δρόμο … »

             Ο τόπος κυρ-Γιακουμάτο μου, κυρ-Ψυχάρη μου, κυρ-Βορίδη μου, κυρ-Άδωνί μου, κυρία Πιπιλή μου δεν είναι τόπι για να κάνετε εσείς πολιτικές ντρίμπλες και καντρίλιες. Είναι ο ίδιος ο λαός. Αν σκοπεύετε να  σώσετε τον τόπο σκοτώνοντας τον λαό του, όχι μόνον δεν θα σώσετε τίποτε, αλλά βλέπω να μη σας σώνει τίποτε.

Σωτήριος Καλαμίτσης
Φίλος του γιατρού Γωγούση
Υ.Γ. Αφήγηση του Νίκου Φερφελή, ενός από τους επιζήσαντες του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων:
«Εκεί που καθόμασταν στη λάκκα όλοι οι άντρες, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε.
Και μόλις έπεσαν οι φωτοβολίδες, άρχισαν να μας “θερίζουν” με τα μυδράλια.
Όταν πέσαμε όλοι, πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ’ έναν-έναν έδιναν τη χαριστική βολή.
Εγώ είχα μείνει ζωντανός.
Δυο αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου.
Μιαμιάμισυ ώρα είχε κρατήσει η εκτέλεση κι άλλες δυο και περισσότερο η χαριστική βολή.
Είχα ένα γείτονα που ζούσε ακόμα και μου λέει: έρχεται η σειρά μας.
Εμένα είχε πιαστεί, η αναπνoή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας, δίνουν δυo πιστoλιές στο γείτονά μου, στο κεφάλι – τον αποτέλειωσαν.
Πετάχτηκαν τα αίματά του απάνω μου.
Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου δίνουν μια πιστολιά, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο.
Λέω – πάλι τη γλίτωσα. Δεν πέθανα.
Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια πιστολιά. Να εδώ, στην κoρφή.
Έμεινα για λίγο αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος.
Τέλος φύγανε.
Ανασηκώθηκα τότε ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί ερχόταν η μάνα μου.
Μου λέει – πού είναι οι άλλοι;
Είχα άλλα δυο αδέρφια, το Βασίλη και τον Κίμωνα.
Bρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον άλλον σκοτωμένους.
Έφυγα από κει, και θυμάμαι πάταγα μέσ’ στο αίμα και το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Το αίμα κύλαγε ποτάμι, είχε φτάσει ως κάτω στο δρόμο … »
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη