[Φιλοσοφική νυκτηγορία με τον Όμηρο Ταχμαζίδη με θέμα: «Πόσο πιστεύει ο Άγιος Βασίλης σε ένα καλύτερο αύριο: η Coca Cola και ο κομμουνισμός της κατανάλωσης, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η Δημοκρατία – πολιτικοφιλοσοφική προσέγγιση στον ολοκληρωτισμό του καταναλωτισμού υπό το πρίσμα μιας τρέχουσας κοινωνικής σύγκρουσης».
Την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013 στις 21.15 στο καφέ ΓΑΖΙΑ, (Καρόλου Ντηλ 22 – Θεσσαλονίκη). Η είσοδος είναι ελεύθερη]
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Εργατική καθημερινότητα: Κάθε αγώνας έχει τους πρωταγωνιστές του: άνθρωποι με τις αδυναμίες και το μεγαλείο τους – αλλά το καμίνι της σύγκρουσης μεγεθύνει τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Κανείς δεν παραμένει ο ίδιος όταν ρίχνεται με πάθος σε μια μάχη που θεωρεί δίκαιη: είναι οι φλόγες της μάχης και η πίστη σε μια ιδέα, σε ένα δίκιο, που ρίχνουν βαριά σκιά στην τραχιά καθημερινότητά του παροιμιώδους «μέσου» ανθρώπου - είναι αυτή η σκιά που πείθει το «μέσο» άνθρωπο ότι μπορεί να σηκώσει τον κόσμο στις πλάτες του, έστω και τον κόσμο του στενού περιγύρου του, της οικογένειάς του, των φίλων, των γειτόνων του.
Ο κόσμος του «μέσου» ανθρώπου είναι ένας «χώρος» της κοινοτοπίας και των ιδεολογικών αγκυλώσεων, αλλά είναι και ένας κόσμος γνωσιολογικού πλούτου: η μάχη αναδεικνύει κρυφές πτυχές αυτού του κόσμου που βρίσκεται καταχωνιασμένος στην «αλλοτριωμένη» καθημερινότητα – ο αντάρτης της καθημερινότητας σε θέση μάχης γίνεται διαφορετικός άνθρωπος και ας μην το αντιλαμβάνεται ο ίδιος.
Η κοινωνική μάχη είναι ένας «τόπος», όπου αξιολογούνται οι άνθρωποι: είναι η αυστηρότερη κρίση στην προσπάθεια δημιουργίας ενός δικαιότερου κόσμου – τα υπόλοιπα είναι «φιλολογία» για αργόσχολους. Η καθημερινή κοινωνική πράξη είναι ο κριτής: όχι οι άνθρωποι – τους αγωνιστές μιας υπόθεσης δε μπορούν να τους κρίνουν οι συγκαιρινοί τους, κρίνονται από αυτό που επιχειρούν να κάνουν, ανεξαρτήτως από την έκβαση του εγχειρήματός τους. Το δόσιμο στην κοινωνική μάχη είναι το κριτήριο: το θρυμμάτισμα και των τελευταίων αναστολών για να μπορέσει κάποιος/κάποια να γίνει ένα με τους άλλους και να διεκδικήσει μια «εξαίρεση» στην καθημερινότητά του – οι απεργιακοί αγώνες έχουν και ένα στοιχείο απελευθέρωσης για τους εργαζόμενους, διότι φέρνουν στο προσκήνιο έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, δίνουν ένα παροδικό ενδιαφέρον στην καθημερινή αλλοτριωμένη πραγματικότητα.
Έπαινος: Η «στριφνή» αυτή εισαγωγή αφιερώνεται στους «μαχητές» που συνάντησα στα απεργιακά πόστα και στις απεργιακές συγκρούσεις των τελευταίων μηνών στην Coca Cola 3 E Θεσσαλονίκης: ως «σύμμαχος» και ως παρατηρητής – με όλη την συμπάθεια που μπορεί να έχει ένας λόγιος που παρατηρεί τους συνανθρώπους του ως «αντικείμενα» έρευνας.
Το σημερινό σύντομο κείμενο επιθυμώ να αναγνωσθεί από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες ως ένας μεγάλος έπαινος στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, του παροιμιώδους «μέσου» ή «απλού», ή όπως αλλιώς τον αποκαλεί κανείς, ανθρώπου: ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο γείτονάς μας – πόση ανθρώπινη τρυφερότητα, ευαισθησία και αλληλεγγύη αναπτύσσεται στα απεργιακά «πόστα» και τις κινητοποιήσεις που αφορούν σε έναν απεργιακό αγώνα;
Οι εργατικοί υπερβαίνουν φόβους, γίνονται μια ομάδα από παιδιά, που «παίζουν τη ζωή τους», «παίζουν με τη ζωή τους», «παίζουν για τη ζωή τους»: με όλη την σοβαρότητα που παίζουν τα παιδιά και όλη την ευθύνη για τα δικά τους παιδιά – και όλα αυτά στην κόψη του ξυραφιού της κοινωνικής εξόντωσης.
Έπαινος σε αυτά τα «παιδιά» της καθημερινής εποποιίας, που σε «κανονικές» συνθήκες διάγουν βίο κοινότοπο, και τώρα έχουν ξεπεράσει προ πολλού το μέτρο που αξιολογούσαν και οι ίδιοι τον εαυτό τους: τώρα γνωρίζουν ότι κάποτε θα έχουν κάτι να αφηγηθούν, κάτι που να αξίζει τον κόπο – και αν δεν έχεις να αφηγηθείς κάτι αληθινά πραγματικό από τη ζωή σου, πες πως δεν έζησες.
Αυτοί οι άνθρωποι σε κάθε περίπτωση θα μπορέσουν να πουν ότι υπήρξαν στιγμές στη ζωή τους που πραγματικά έζησαν: επαινώ το τόλμημά τους που τρέμει ολοζώντανο σαν την φλόγα απέναντι στον άνεμο και σκορπίζει το ελάχιστο φως του στα σκοτάδια της απόγνωσης των καιρών μας, δείχνοντας το δρόμο της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού και στους υπόλοιπους– θα ήταν μεγάλη μου αβλεψία εάν δεν κρατούσα σημειώσεις με τα ονόματα αυτών των «παιδιών».
Working Class Heroes: Στις εργατοσυνοικίες και τις κουλτούρες τους τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, κυκλοφορούν με παρατσούκλια. Ονομαστικός έπαινος, λοιπόν, στον Μπάμπη τον «Ναυαγό», τον Κώστα τον «Αράνο», τον Ηλία τον «Κικμπόξερ», το Δημήτρη τον «Βλάχο», τον Γιωρίκα τον «Πόντιο», τον Στράτο τον «Νύχτα», τον Θόδωρο τον «Μαρκαριάν», τον Άγγελο τον «Ζουμερό», τον Γρηγόρη τον «Πρόεδρο», τον Γιώργο τον «Πάψε», τον Άγγελο το «Μαλλιά», τον Δημήτρη τον «Χίπη», τον Κώστα τον «Διαμαντή», τον Δημήτρη τον «Χοφενχάιμ», τον Βασίλη τον «Μισοφέγγαρο», τον Κώστα τον «Άστεγο», τον Ηρακλή τον «Ψαρρά», τον Ανέστη τον «Σκούρο», τον Αλέκο το «Γοφάρι», τον Σάκη τον «Ντουλάπα», τον Βασίλη τον «Πιτσιρίκο», τον Γρηγόρη τον «Ζουμπά», τον Τάσο τον «Κόκκινο», τον Δημήτρη τον «Άρρωστο» και όλους τους υπόλοιπους που ακόμη δεν έμαθα το «ονόματά» τους.
Και μεγαλύτερος έπαινος πρέπει στη νεαρή βραχύσωμη «Πασιονάρια» - δικό μου το «χαϊδευτικό» – μοναδική γυναίκα απεργός μέσα σε δεκάδες άνδρες που έχει αναγκάσει τους συναγωνιστές της να υποκλιθούν στη συνέπεια, την αγωνιστικότητα και τη μαχητικότητά της: στην ιδιόλεκτο του σεξιστικού ανδρικού περιγύρου ο έπαινος μετριέται με κιλά ανδρισμού – «αυτή έχει στα παντελόνια της τόσα κιλά… ανδρισμό, όσοι δέκα άνδρες μαζί»!
Χθες συμπληρώθηκαν εβδομήντα ημέρες συνεχιζόμενης απεργίας στο εργοστάσιο της Coca Cola της Θεσσαλονίκης και το ταξίδι των απεργών συνεχίζεται: έξω από το εργοστάσιο, σε γραφεία, έξω από τα σούπερ μάρκετ, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων, τη νύχτα και την ημέρα, με κρύο και βροχή και το μήνυμα φθάνει σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας και φαίνεται πως έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα – «ούτε γουλιά κόκα κόλα, μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης».
Την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013 στις 21.15 στο καφέ ΓΑΖΙΑ, (Καρόλου Ντηλ 22 – Θεσσαλονίκη). Η είσοδος είναι ελεύθερη]
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Εργατική καθημερινότητα: Κάθε αγώνας έχει τους πρωταγωνιστές του: άνθρωποι με τις αδυναμίες και το μεγαλείο τους – αλλά το καμίνι της σύγκρουσης μεγεθύνει τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Κανείς δεν παραμένει ο ίδιος όταν ρίχνεται με πάθος σε μια μάχη που θεωρεί δίκαιη: είναι οι φλόγες της μάχης και η πίστη σε μια ιδέα, σε ένα δίκιο, που ρίχνουν βαριά σκιά στην τραχιά καθημερινότητά του παροιμιώδους «μέσου» ανθρώπου - είναι αυτή η σκιά που πείθει το «μέσο» άνθρωπο ότι μπορεί να σηκώσει τον κόσμο στις πλάτες του, έστω και τον κόσμο του στενού περιγύρου του, της οικογένειάς του, των φίλων, των γειτόνων του.
Ο κόσμος του «μέσου» ανθρώπου είναι ένας «χώρος» της κοινοτοπίας και των ιδεολογικών αγκυλώσεων, αλλά είναι και ένας κόσμος γνωσιολογικού πλούτου: η μάχη αναδεικνύει κρυφές πτυχές αυτού του κόσμου που βρίσκεται καταχωνιασμένος στην «αλλοτριωμένη» καθημερινότητα – ο αντάρτης της καθημερινότητας σε θέση μάχης γίνεται διαφορετικός άνθρωπος και ας μην το αντιλαμβάνεται ο ίδιος.
Η κοινωνική μάχη είναι ένας «τόπος», όπου αξιολογούνται οι άνθρωποι: είναι η αυστηρότερη κρίση στην προσπάθεια δημιουργίας ενός δικαιότερου κόσμου – τα υπόλοιπα είναι «φιλολογία» για αργόσχολους. Η καθημερινή κοινωνική πράξη είναι ο κριτής: όχι οι άνθρωποι – τους αγωνιστές μιας υπόθεσης δε μπορούν να τους κρίνουν οι συγκαιρινοί τους, κρίνονται από αυτό που επιχειρούν να κάνουν, ανεξαρτήτως από την έκβαση του εγχειρήματός τους. Το δόσιμο στην κοινωνική μάχη είναι το κριτήριο: το θρυμμάτισμα και των τελευταίων αναστολών για να μπορέσει κάποιος/κάποια να γίνει ένα με τους άλλους και να διεκδικήσει μια «εξαίρεση» στην καθημερινότητά του – οι απεργιακοί αγώνες έχουν και ένα στοιχείο απελευθέρωσης για τους εργαζόμενους, διότι φέρνουν στο προσκήνιο έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, δίνουν ένα παροδικό ενδιαφέρον στην καθημερινή αλλοτριωμένη πραγματικότητα.
Έπαινος: Η «στριφνή» αυτή εισαγωγή αφιερώνεται στους «μαχητές» που συνάντησα στα απεργιακά πόστα και στις απεργιακές συγκρούσεις των τελευταίων μηνών στην Coca Cola 3 E Θεσσαλονίκης: ως «σύμμαχος» και ως παρατηρητής – με όλη την συμπάθεια που μπορεί να έχει ένας λόγιος που παρατηρεί τους συνανθρώπους του ως «αντικείμενα» έρευνας.
Το σημερινό σύντομο κείμενο επιθυμώ να αναγνωσθεί από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες ως ένας μεγάλος έπαινος στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, του παροιμιώδους «μέσου» ή «απλού», ή όπως αλλιώς τον αποκαλεί κανείς, ανθρώπου: ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο γείτονάς μας – πόση ανθρώπινη τρυφερότητα, ευαισθησία και αλληλεγγύη αναπτύσσεται στα απεργιακά «πόστα» και τις κινητοποιήσεις που αφορούν σε έναν απεργιακό αγώνα;
Οι εργατικοί υπερβαίνουν φόβους, γίνονται μια ομάδα από παιδιά, που «παίζουν τη ζωή τους», «παίζουν με τη ζωή τους», «παίζουν για τη ζωή τους»: με όλη την σοβαρότητα που παίζουν τα παιδιά και όλη την ευθύνη για τα δικά τους παιδιά – και όλα αυτά στην κόψη του ξυραφιού της κοινωνικής εξόντωσης.
Έπαινος σε αυτά τα «παιδιά» της καθημερινής εποποιίας, που σε «κανονικές» συνθήκες διάγουν βίο κοινότοπο, και τώρα έχουν ξεπεράσει προ πολλού το μέτρο που αξιολογούσαν και οι ίδιοι τον εαυτό τους: τώρα γνωρίζουν ότι κάποτε θα έχουν κάτι να αφηγηθούν, κάτι που να αξίζει τον κόπο – και αν δεν έχεις να αφηγηθείς κάτι αληθινά πραγματικό από τη ζωή σου, πες πως δεν έζησες.
Αυτοί οι άνθρωποι σε κάθε περίπτωση θα μπορέσουν να πουν ότι υπήρξαν στιγμές στη ζωή τους που πραγματικά έζησαν: επαινώ το τόλμημά τους που τρέμει ολοζώντανο σαν την φλόγα απέναντι στον άνεμο και σκορπίζει το ελάχιστο φως του στα σκοτάδια της απόγνωσης των καιρών μας, δείχνοντας το δρόμο της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού και στους υπόλοιπους– θα ήταν μεγάλη μου αβλεψία εάν δεν κρατούσα σημειώσεις με τα ονόματα αυτών των «παιδιών».
Working Class Heroes: Στις εργατοσυνοικίες και τις κουλτούρες τους τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, κυκλοφορούν με παρατσούκλια. Ονομαστικός έπαινος, λοιπόν, στον Μπάμπη τον «Ναυαγό», τον Κώστα τον «Αράνο», τον Ηλία τον «Κικμπόξερ», το Δημήτρη τον «Βλάχο», τον Γιωρίκα τον «Πόντιο», τον Στράτο τον «Νύχτα», τον Θόδωρο τον «Μαρκαριάν», τον Άγγελο τον «Ζουμερό», τον Γρηγόρη τον «Πρόεδρο», τον Γιώργο τον «Πάψε», τον Άγγελο το «Μαλλιά», τον Δημήτρη τον «Χίπη», τον Κώστα τον «Διαμαντή», τον Δημήτρη τον «Χοφενχάιμ», τον Βασίλη τον «Μισοφέγγαρο», τον Κώστα τον «Άστεγο», τον Ηρακλή τον «Ψαρρά», τον Ανέστη τον «Σκούρο», τον Αλέκο το «Γοφάρι», τον Σάκη τον «Ντουλάπα», τον Βασίλη τον «Πιτσιρίκο», τον Γρηγόρη τον «Ζουμπά», τον Τάσο τον «Κόκκινο», τον Δημήτρη τον «Άρρωστο» και όλους τους υπόλοιπους που ακόμη δεν έμαθα το «ονόματά» τους.
Και μεγαλύτερος έπαινος πρέπει στη νεαρή βραχύσωμη «Πασιονάρια» - δικό μου το «χαϊδευτικό» – μοναδική γυναίκα απεργός μέσα σε δεκάδες άνδρες που έχει αναγκάσει τους συναγωνιστές της να υποκλιθούν στη συνέπεια, την αγωνιστικότητα και τη μαχητικότητά της: στην ιδιόλεκτο του σεξιστικού ανδρικού περιγύρου ο έπαινος μετριέται με κιλά ανδρισμού – «αυτή έχει στα παντελόνια της τόσα κιλά… ανδρισμό, όσοι δέκα άνδρες μαζί»!
Χθες συμπληρώθηκαν εβδομήντα ημέρες συνεχιζόμενης απεργίας στο εργοστάσιο της Coca Cola της Θεσσαλονίκης και το ταξίδι των απεργών συνεχίζεται: έξω από το εργοστάσιο, σε γραφεία, έξω από τα σούπερ μάρκετ, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων, τη νύχτα και την ημέρα, με κρύο και βροχή και το μήνυμα φθάνει σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας και φαίνεται πως έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα – «ούτε γουλιά κόκα κόλα, μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης».