1 Ιαν 2014

Άδειος Βασίλης

Δεν πίστευε στα μάτια του. Βρέφος άρτι αφιχθέν, μισής ή μιας ώρας το πολύ, περπατούσε σαν τους προγόνους του ανθρώπου, γελούσε, χαιρετούσε, υποσχόταν, πολλά, πάρα πολλά και θαυμαστά, όπως:
Στους άγαμους νεράιδες, στις πόρνες παρθενία, στους αμαρτωλούς παράδεισο, στους φιλήσυχους αμαρτωλές περιπέτειες. Στο βάθος του θεάτρου, πίσω του στο παραβάν, είχε παρατεταγμένες σε απόλυτη τάξη, κάτι τεράστιες άδειες κούτες, τη μία πάνω στην άλλη. Στη μετώπη κάθε μιας, υπήρχε μεγάλη επιγραφή, που διαφήμιζε το εικαζόμενο ή προσδοκώμενο περιεχόμενό της, την αδειοσύνη στην πραγματικότητα: ΠΛΟΥΤΗ έγραφε η μία, ΚΕΡΔΗ η άλλη, ΕΡΓΑΣΙΑ ετέρα, ΧΑΡΑ, ΥΓΕΙΑ, ΑΝΑΚΑΜΨΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΕΞΟΔΟΣ (το τελευταίο ήταν λίγο ακατανόητο, έξοδος του Μεσολογγίου ή μήπως ήθελε να γράψει ΕΞΟΔΑ, αλλά από ευγένεια, λόγω των ημερών, έκανε μια μικρή λεκτική παρασπονδία.)
Πλαισιωνόταν η παράσταση απο παλιάτσους, παπατζήδες, ταχυδακτυλουργούς, φακίρηδες, κλόουν και από όλους τους άλλους, που συναποτελούν ένα καθώς πρέπει τσίρκο, που σέβεται τον εαυτό του. Ο ξυλοπόδαρος Σκρούτζ εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ, ο δε χάρος, ο έτερος ξυλοπόδαρος, εμφανιζόταν με δυο ψευδώνυμα, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ το επίσημο, ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ το άλλο (το κρυφό μεράκι του, ο καημός του, δηλαδή).
Τέντωσε τις παλάμες του, έτοιμος να μουντζώσει το παρά κάτι, θείο βρέφος. Είχε έτοιμο το σλόγκαν, που θα του απεύθυνε. «Ίδια ράτσα είσαι με τους λογάδες πολιτικούς, τάζεις και ξετάζεις, φεύγεις και ξανάρχεσαι, για να ξανατάξεις, τα προταγμένα.» Δεν του βγήκε όμως, όπως το περίμενε. Κάτι μέσα του σάλεψε. Το μικρό παιδί, που πάντα έτρεφε εντός του, επαναστάτησε. Βγήκε εκτός του. Συνηθισμένο να ορέγεται τα παραμύθια, να παραμυθιάζεται, άπλωσε το χέρι του στο νεογέννητο «θαύμα». Μετά τη θερμή χειραψία, αγκαλιάστηκαν, χαμογέλασε εγκάρδια και του ευχήθηκε: ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.


ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη