Με κοίταζε έντονα. Τα μάτια του στρογγυλά, το βλέμμα χαμένο, μία παράξενη σύνθεση φοβισμένου αδέσποτου και ενός είρωνα με βαρύ παρελθόν. Γνωστή φιγούρα, συχνάζει στη παραλία και κοιμάται όπου βρει.
Με κοιτούσε όπως θα με κοίταζε μια εξημερωμένη κολοβή γέρικη αλεπού. «Δεν είμαι κλέφτης, ούτε αλήτης. Δεν
έχω να φάω. Είμαι άστεγος, πεινάω, θέλω κάτι να φάω.… τι δουλειά κάνεις, σου περισσεύουν;» μου είχε πει την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε.
Από τότε, όποτε έχω ώρα, πιάνουμε ψιλοκουβέντα και αν έχω και ψιλά, κάτι του αφήνω, καμιά φορά και κανένα περιοδικό να διαβάσει. Μικρές εξογκωμένες φλέβες χτυπούσαν ακανόνιστα στο ευρύ μέτωπο. Το πρόσωπο ήταν γεμάτο από το λαιμό μέχρι τις σακούλες κάτω από τα μάτια με γένια πολλών μηνών. Δεξιά και αριστερά με έντονα ζυγωματικά και στη μέση μια μύτη, που είχε ματώσει στο παρελθόν για να πετύχει το βίαιο σχήμα της. Έβαλα το χέρι στην τσέπη για να ξεφορτωθώ μερικά κέρματα. Η υποψιασμένη αναμονή του δικαιώθηκε.
Τα κρυμμένα χείλη του ανασαίνοντας έβγαλαν με παράφωνη ευχαρίστηση, κάτι σαν γρύλισμα και άρχισε να απαγγέλει: «Το πέρασμα μέσα από την τρομερή έρημο της Γεδρωσίας κράτησε 60 μέρες. Από τους 85.000 στρατιώτες του Αλέξανδρου επιβιώσαν οι 25.000 και αυτό ήταν ένα θαύμα αληθινό. Μέχρι τότε από όσους είχαν προσπαθήσει να διασχίσουν την καταραμένη αυτή περιοχή, τα είχε καταφέρει μόνο ο Κύρος αλλά από τους 300.000 σκληραγωγημένους μισθοφόρους που ξεκίνησαν διασώθηκαν μόλις 7 άνδρες. Το είδα με τα μάτια μου, ήμουν ένας από αυτούς».
Λέγοντας αυτά τα λόγια -από κάπου θα τα είχε διαβάσει σκέφθηκα- μια ανάλαφρη ευθυμία γέμισε το αξύριστο πρόσωπο. Στο ίδιο αποτέλεσμα είχα την αίσθηση ότι θα τον έφερνε μόνο ένα καλό κονιάκ. Με μια ταχύτητα που δεν περίμενα μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε κατάματα…
«Από πού παίρνει ιριδισμούς η αγάπη; Είναι πιο γλυκιά από το βύσσινο; Έχει τσόφλια; Μπορεί να την καταπιείς; θα γράψεις για την ιδανική που δεν υπάρχει; Θα το γράψεις;»
Κοιταχτήκαμε. Το υποσχέθηκα με τα μάτια. Νοερά σκέφθηκα ότι κάποτε θα γράψω για μια αγάπη που θα είναι ιδανική, θα ζει για πάντα και θα έχει γεννηθεί τον καιρό της ανάβασης του Κύρου, με σχήμα, χρώμα, δυο αυτιά, ρώγες που σκληραίνουν όταν τις αγγίζεις και με τον αυστηρό χαρακτήρα μια καταλυτικής φιλίας. Απομακρύνθηκα.
Πριν προλάβω να κάνω λίγα μέτρα με πρόλαβε πάλι η φωνή του: «Όποιος δεν έχει την αγκαλιά που λαχταρά να χορτάσει την πείνα του, είναι και αυτός άστεγος, αυτό να γράψεις».
Ένιωσα όλο το βάρος του ουρανού να έχει συγκεντρωθεί στην άκρη μιας βελόνας και αυτή να αιωρείται μόλις δυο-τρία χιλιοστά πάνω από το μυαλό μου.
Σ.
http://culture.thessaloniki-portal.gr/2014/01/opios-den-echi-tin-agkalia-pou-lachtara-na-chortasi-tin-pina-tou-ine-ke-aftos-astegos
Με κοιτούσε όπως θα με κοίταζε μια εξημερωμένη κολοβή γέρικη αλεπού. «Δεν είμαι κλέφτης, ούτε αλήτης. Δεν
έχω να φάω. Είμαι άστεγος, πεινάω, θέλω κάτι να φάω.… τι δουλειά κάνεις, σου περισσεύουν;» μου είχε πει την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε.
Από τότε, όποτε έχω ώρα, πιάνουμε ψιλοκουβέντα και αν έχω και ψιλά, κάτι του αφήνω, καμιά φορά και κανένα περιοδικό να διαβάσει. Μικρές εξογκωμένες φλέβες χτυπούσαν ακανόνιστα στο ευρύ μέτωπο. Το πρόσωπο ήταν γεμάτο από το λαιμό μέχρι τις σακούλες κάτω από τα μάτια με γένια πολλών μηνών. Δεξιά και αριστερά με έντονα ζυγωματικά και στη μέση μια μύτη, που είχε ματώσει στο παρελθόν για να πετύχει το βίαιο σχήμα της. Έβαλα το χέρι στην τσέπη για να ξεφορτωθώ μερικά κέρματα. Η υποψιασμένη αναμονή του δικαιώθηκε.
Τα κρυμμένα χείλη του ανασαίνοντας έβγαλαν με παράφωνη ευχαρίστηση, κάτι σαν γρύλισμα και άρχισε να απαγγέλει: «Το πέρασμα μέσα από την τρομερή έρημο της Γεδρωσίας κράτησε 60 μέρες. Από τους 85.000 στρατιώτες του Αλέξανδρου επιβιώσαν οι 25.000 και αυτό ήταν ένα θαύμα αληθινό. Μέχρι τότε από όσους είχαν προσπαθήσει να διασχίσουν την καταραμένη αυτή περιοχή, τα είχε καταφέρει μόνο ο Κύρος αλλά από τους 300.000 σκληραγωγημένους μισθοφόρους που ξεκίνησαν διασώθηκαν μόλις 7 άνδρες. Το είδα με τα μάτια μου, ήμουν ένας από αυτούς».
Λέγοντας αυτά τα λόγια -από κάπου θα τα είχε διαβάσει σκέφθηκα- μια ανάλαφρη ευθυμία γέμισε το αξύριστο πρόσωπο. Στο ίδιο αποτέλεσμα είχα την αίσθηση ότι θα τον έφερνε μόνο ένα καλό κονιάκ. Με μια ταχύτητα που δεν περίμενα μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε κατάματα…
«Από πού παίρνει ιριδισμούς η αγάπη; Είναι πιο γλυκιά από το βύσσινο; Έχει τσόφλια; Μπορεί να την καταπιείς; θα γράψεις για την ιδανική που δεν υπάρχει; Θα το γράψεις;»
Κοιταχτήκαμε. Το υποσχέθηκα με τα μάτια. Νοερά σκέφθηκα ότι κάποτε θα γράψω για μια αγάπη που θα είναι ιδανική, θα ζει για πάντα και θα έχει γεννηθεί τον καιρό της ανάβασης του Κύρου, με σχήμα, χρώμα, δυο αυτιά, ρώγες που σκληραίνουν όταν τις αγγίζεις και με τον αυστηρό χαρακτήρα μια καταλυτικής φιλίας. Απομακρύνθηκα.
Πριν προλάβω να κάνω λίγα μέτρα με πρόλαβε πάλι η φωνή του: «Όποιος δεν έχει την αγκαλιά που λαχταρά να χορτάσει την πείνα του, είναι και αυτός άστεγος, αυτό να γράψεις».
Ένιωσα όλο το βάρος του ουρανού να έχει συγκεντρωθεί στην άκρη μιας βελόνας και αυτή να αιωρείται μόλις δυο-τρία χιλιοστά πάνω από το μυαλό μου.
Σ.
http://culture.thessaloniki-portal.gr/2014/01/opios-den-echi-tin-agkalia-pou-lachtara-na-chortasi-tin-pina-tou-ine-ke-aftos-astegos