Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας
Έρωτας είναι η ζωηρή έλξη μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνήθως σχετίζεται με την επιθυμία για συνουσία. Θεωρείται το ισχυρότερο συναίσθημα έλξης μεταξύ δύο προσώπων ή ζώων. Συμβάλλει στη διαιώνιση των ειδών και την αναπαραγωγή.
''Βικιπαίδεια''
Το οποίον και πο λέτε μάγκες κείνο που μόμεινε πιότερο απ ούλα στα μικράτα μου, ήταν η μαρτυρική αίσθησις από το τσουκνίδισμα.
Ναι, ναι από κείνο το φυτό όπου φύτρωνε κατά μυριάδες στις άκρες των χωματόδρομων , μέσα στα χέρσα χωράφια κι όπου αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί, στα χωριά, κείνα τα χρόνια, που δεν ξέραμε από αντιπαροχές , από άσφαρτο, από μπετά, από ουίσκια κι άλλα τέτοια νεοπλουτίστικα τερτίπια, αλλά ήμασταν κάργα χορτασμένοι από στενοκεφαλιά , αμορφωσιά ιδεοληψίες κι άλλα παρόμοια καλούδια. Μετά πλάκωσε ο τουρισμός που εκτός απ τον αδόξαστο, άλλαξε το τοπίο, τον ψυχισμό, και την νοοτροπία ολάκαιρης της περιοχής
.Καλώς ή κακώς , αληθώς δεν κατέχω και δεν είναι και της ώρας .Νομίζω?
Δεν πέρναγε μέρα, συνεχίζω να πούμε, που να μην τσουκνιδίσουμε ποδάρια και χέρια καθώς παίζαμε ανέμελοι τότες στις αλάνες, τους δρόμους και τα χωράφια, απ το πρωί ίσα με το βράδυ ,όπως κάναν τα παιδιά τω καιρώ εκείνω και αν ενθυμείσθε ακόμη και καλώς.
Μάλιστα τόχαμε και παιγνίδι, όπου κόβαμε μεγάλα φυτά τσουκνίδας και κοπανιζόμαστε ανηλεώς, όπου σε πάρει κι όπου σε σφίξει μόρτη μου.
Τέλος πάντων και εξ αφορμής την περί τσουκνίδα θεωρία, θα σας διηγηθώ μια ιστορία ατελέσφορου έρωντα τρόπον τινά, αυστηρώς ακατάλληλη δια μικρόνους , μικρόψυχους , γενικώς μικροτσούτσουνους, ειδικώς αξιοπρεπείς ηθικολόγους ,και οπωσδήποτε για θεούσες και άλλες τέτοιες εσπεριδοειδείς υπάρξεις .
Ήτανε το λοιπό σ ένα χωριό μιας συντηρητικής (μην την κρύψει η κόγχη) επαρχίας, κάπου κει στα τέλη του εξήντα, αρχές εβδομήντα , όταν ο εντεκάχρονος Μιχάλης , αρχηγός τοπικής τσογλανοπαρέας συναποτελούμενης από τον δεκάχρονο ευτραφή Χρήστο ή ''Βούκα'' (όπου βούκα, μεγάλη μπουκιά ψωμιού βουτηγμένη σε λάδι ή σάλτσα) τον οχτάχρονο ρήτορα Γιάννη που έλεγε το σου, θου, το ρου βου, όταν δεν ρετάριζε και τελευταίο και καταϊδρωμένο την αφεντιά μου, έναν εφτάχρονο κοκκαλιάρη (ίδιος ακτινογραφία μιλάμε) με κάτι αυτιά μεγάλα και πεταχτά ωσάν αερόστατα ,συνέλαβε την μεγαλοφυή ιδέα να γνωρίσει επιτέλους η παρέα τον Έρωντα. (Όπου έρωντας , γ...σι , κακές πράξεις καβαλίκεμα, πλακώματα και λοιπά παράγωγα, το ίδιο και το αυτό. Η ορολογία sex ήτο ακόμα άγνωστον ρήμα) Τουτέστιν να καβαλήσωμεν, καθ ότι στην μαλακία είχαμε γενεί εξπέρ και έπρεπε να ανεβούμε επίπεδο αν γένομαι αντιληπτός , μην το πω πιο χονδρά και παρεξηγηθώμεν.
Οφείλω να μολογήσω πως είχαμε πλήρη άγνοια περί του θέματος ετούτου κείνα τα χρόνια , ένεκα που δεν υπήρχαν ιντερνέτια και τελεοράσεις και άλλα επιμορφωτικά βοηθήματα. Πάσα δε νύξις σε μεγαλύτερους συναντούσε τοίχο σιωπής ή συγκαταβατικό χαμόγελο του στυλ'' μη βιάζεσαι ρε σπόρε , έχεις χρόνο να τα μάθεις'' ή και καμιά σβουριχτή φάπα.
Η υπόθεσις ήτο ταμπού και τα σκυλιά δεμένα . Όλες οι γνώσεις μας επί του θέματος περιοριζόταν στις τραβηγμένες απ τα αυτιά έως και πλήρως μυθολογικές αφηγήσεις μεγαλυτέρων έφηβων, που αν δεν είχαν μεγαλύτερη άγνοια από μας, σίγουρα είχαν μεγαλύτερη φαντασία.
Ο Μιχάλης ξήγησε πως από πάρτη μας δεν θα χρειαζόταν τίποτις άλλο πέριξ της συμμετοχής και πως όλα τ άλλα θα τα κανόνιζε αυτός. Τι αρχηγός ήταν εξ άλλου.
Κι από γεναίκα?
Το οποίον Αμαλία.
Όπου Αμαλία, καλή της ώρα όπου και νάναι, ετών κοντά δώδεκα, μαθήτρια τετάρτης δημοτικού, στούρνος περιωπής . Περνούσε τάξη ανά χρόνια δύο περικαλώ ,στόκος κι αγαθιάρα, όσο χρειαζόταν για να σηκώσει το ψηστήρι να πούμε. Νταρντάνα, κοντοκουρεμένη, με το κάτω χείλος προτεταμένο σαν φουρνόφτιαρο, καρδιά μάλαμα, περπάταγε σαν στρουθοκάμηλος , και χαζογελούσε αβέρτα.
Ψήθηκε να αδοκιμάσει τις ''κακές πράξεις'' όπως έλεγε, με αντίτιμο να της κάνουμε την αριθμητική , την ορθογραφία και δέκα καραμέλες φλόκες στο καπάκι , είδος σπάνιο όσο και πολύτιμο της εποχής.
Έτσι και χωρίς πολλά πολλά μη δώκουμε και ντορό, με το σκόλασμα απ το σκολείο κατά τις δυό το μεσημέρι,τραβήξαμε βολίδα σε παρακείμενη αποθήκη κι απ το παράθυρο μπουκάραμε ζούλα και κρυφίως και τα πέντε μας μέσα, διά τα περεταίρω.
Τίγκα αμηχανία, φούλ συστολή για ούλους μας, ξάπλωσε τ ανάσκελα η Αμαλία τελικώς πάνω σε κάτι ντάνες από διπλωμένα τσουβάλια, σήκωσε την ποδιά της αψηλά ίσαμε τον αφαλό , έκρυψε το εσώρουχο στην τσέπη της, μη το χάσουμε κιόλας, και περίμενε να δει κι αυτή τι ήταν αυτός ο περιβόητος έρωντας που άκουγε και δεν ήξερε ,που ήθελε και φοβότανε, το απαγορεμένο που βιαζόταν να γνωρίσει, και που επέμενε να το λέει '' κακές πράξεις'', μπας και ξορκίσει τις όποιες ενοχές της.
Πρώτος με κατεβασμένα τα παντελόνια έπεσε πάνω της ο αρχηγός Μιχάλης , όπου προσπάθησε άτσαλα, υπό τα αδηφάγα βλέμματά μας, να της το κάνει . Μάταια. Δεν ήξερε τίποτις παραπάνω από ούλους εμάς περί του τι πράττειν, να πούμε. Έσπρωχνε αδέξια, άστοχα και νευρικά. Στριφογύριζε κι όλο ''Αμαλία μου και Αμαλία μου'', και το αποτέλεσμα , μεδέν .
Η Αμαλία παρατηρούσε απαθώς τα δοκάρια της σκεπής, όταν σκάντζα βάρδια πήρε στη συνέχεια ο ήδη κατακόκκινος ''Βούκας'', που ντρεπόταν πολύ που η μπάκα του ήταν πιο μεγάλη απ το πουλί του, τα μαγούλα του πιο κόκκινα κι απ τις παπαρούνες που κατέκλυζαν κι αυτές τον τόπο τέτοια εποχή, και που ίδρωνε ένεκα άγχος, κι όπου η Αμαλία να πούμε , δεν τον ανέχτηκε ούτε κι αυτόν για πολύ ώρα από πάνω της.
Έτσι άδοξα ήρθε η σειρά του τρίτου και εμού του έρμου τέταρτου.
Όμως επ ουδενί λόγω δεν δεχόταν πια η Αμαλία να μας καθίσει. Βρέ καλή μου, βρε χρυσή μου...Τίποτα. Βρέ η συμφωνία?.....Ανένδοτη.
Απογοητεμένη σφόδρα απ τα αποτελέσματα των προσπαθειών των δυο μεγαλυτέρων, πόσο δε για την ποιότης των προσδοκιών της παρ ημών των υπολοίπων μισοριξιών .
Μετά από νέο γύρο διαπραγματεύσεων, δέχτηκε να μας πάρει στα όρθια, αν της δίναμε και δέκα φωτογραφίες ζώων που ούλοι τότε μαζεύαμε μανιωδώς.
Εμείς όμως δεν φτάναμε. Βάλαμε το λοιπόν ένα σκαμνάκι μπροστά της. Ανέβηκε ο Γιάννης πάνω , έπιασε το πουλί του , σήκωσε η Αμαλία την ποδιά , τον ακούμπησε σιγά πάνω της μία....δυό...
Αυτό ήταν.
Εγώ πάλι πιο κοντός ακόμα ,δεν έφτανα ούτε με το σκαμνάκι και χρειάστηκε να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου δις για να τη φτάσω .
Το ακούμπησα μία ...δύο... όταν Γκραααανκ ακούστηκε απ έξω θόρυβος κάποιου που μετακινούσε κάτι μεταλλικό.
Αμάν μας έπιασαν. Πανικός!!!!
Τρεχάτε να σωθείτε μάγκες.
Αρπάξαμε τις τσάντες, σαλτάραμε απ το παράθυρο, ούλοι μαζί αλαφιασμένοι κι αρχίσαμε βουρ να τρέχουμε ατάκτως διασχίζοντας το παρακείμενο χωράφι διαφυγής ,που ήταν τίγκα στην τσουκνίδα ανάθεμά το. Πίσω μας ακούστηκε η φωνή του γερο Θανάση του ''Ζμπαμ''!!!'' Τι κάνετε κει ρε κιαρατάδες?''
Συνεχίσαμε το τρέξιμο πανικόβλητοι με τις τσουκνίδες να μας φτάνουν ως την μέση, με τα πόδια και τα χέρια κατακόκκινα απ τα τσιμπίματα , τα δάκρυα απ το τσούξιμο ποτάμι και την ψυχή στο στόμα απ την τρομάρα.
Κάποτες φτάσαμε σε ''καθαρό'' μέρος . Ψάξαμε να βρούμε φύλλα αγριομολόχας που λέγασι πως αν τάτριβες στο τσουκνιδισμένο σημείο τραγουδώντας ταυτόχρονα ''μπες μολόχα, βγες τσουκνίδα'' ο πόνος περνούσε.
Έτσι θα πρέπει να ήταν κιόλας μια που άλλο γιατροσόφι πιο αποτελεσματικό δεν νογούσαμε .
Τηρώντας τα συμφωνηθέντα κινήσαμε για τα σπίτια μας κουβαλώντας ούλοι μας έναν κόμπο στο στομάχι θες γι αυτά που κάναμε, θες γι αυτά που δεν κάναμε,θες γιατί άλλα περιμέναμε κι αλλιώς ήταν ή δεν ήταν.Ποιος ξερει? Παιδιά σο λέει ο άλλος.
Από τότες ομως την απανθίστηκα πως ο έρως θέλει πόνο για να σταθεί, γεναιότης για να υπάρξει και έκθεσις για να βιωθεί.
Τόπαν καλύτερα από μένα, αθρώποι μορφωμένοι με κάτι πτυχία τρία επί τέσσερα και συγγραφείς και μουσικάντηδες και ποιητές τρανοί.
Η Ιστορία όμως δεν ετελίωσε εδώ.
Την άλλη μέρα στο μονοθέσιο σχολειό, μια τεράστια αίθουσα χωρισμένη σε τάξεις, κατά την ώρα του μαθήματος περί ωδική, στη μία το μεσημέρι, ο σκληρότατος, μην πω τίποτ άλλο και πέσω μέσα, δάσκαλος πήρε τον πλατύ και χοντρό του χάρακα κι άρχισε να κοπανάει απροειδοποίητα την Αμαλία , όπως ήτο καθισμένη στο θρανίο της.
Όπου την πάρει.
Στην πλάτη , στα χέρια, στις παλάμες, στους ώμους. Παντού.
Την κόβαμε όλοι έντρομοι να σπαρταράει σαν το ψάρι στη στεριά απ τα κοπανήματα του κυρ δάσκαλου. Το προτεταμένο χείλι της έτρεμε, τα δάκρυα της κατάβρεχαν τα τετράδια της, αλλά άχνα δεν έβγαλε . Δεχόταν άγριο ξύλο με στωικότης και γενναιότης αξιοθαύμαστη. Μπορεί βαθιά μέσα της και να πίστευε πως ο ξυλοδαρμός της αυτός ήτο κάτι το δίκαιο, ένεκα της περιπεσούσης αμαρτίας .
Όταν τέλειωσε με την Αμαλία,ο εξαίρετος αυτός παιδαγωγός, σήκωσε ορθό τον Μιχάλη και τον έδειρε και κειόν άπονα υπό τους ήχους του εθνικοπατριωτικού άσματος ''Έχω μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή, την λένε Βόρειο Ήπειρο, την αγαπώ πολύυυ(δις)''όπου ετραγουδούσαμε χοροδιακώς όλο το σχολειό. Ο Μιχάλης έκλαιγε και ούρλιαζε , άφησε κάτου τα αρχηγιλίκια και παρακαλούσε να σταματήσει το ταμ τιριρί. Και δόστου το ξύλο να πέφτει αλύπητα. Τις κραυγές του τις σκέπαζαν οι φωνές μας .
Όταν τέλειωσε η επιμόρφωσις και η διάπλασις βεβαίως των παίδων, μας αφήκε να σχολάσουμε , δηλώνωντας ότι αύριο θα ασχολούντανε επισταμένως και με τους υπόλοιπους γαμπρούς .
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ.
Την άλλη μέρα το ξέχασε. Έβρισκε εξ άλλου εύκολα χιλιάδες αφορμές, καθημερνώς για ανελέητο ξύλο.
Αφ ότου αποφοίτησα, δεν του ξαναμίλησα ....
Ομως , ακόμα και τώρα όταν παίρνω αγκαλιά τη γεναίκα μου , έχω ακόμα την αψιά μυρουδιά της τσουκνίδας στην μύτη μου και νιώθω την ίδια αμηχανία μωρ αδερφέ μου, όπως τότενες που προσπαθώντας να φτάσω, ν αγγίξω, το άτριχο ακόμα μαραφέτι της Αμαλίας, σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών μου.
Γειασάν ρε μόρτες
Μήτσος Τούφας
ΥΓ. Την ιστορία μου τη διηγήθηκε κάποιος φίλος που μου ορκίστηκε ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή.... ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε....
Η τσουκνίδα ανήκει στο γένος των αγγειόσπερμων φυτών Κνίδη και στην οικογένεια των Κνιδοειδών. Πρόκειται για μονοετές ή πολυετές, ποώδες, αυτοφυές φυτό, με 40 περίπου είδη παγκοσμίως. Ο βλαστόςτης φτάνει σε ύψος το 1 μέτρο ενώ τα άνθη της είναι μικρά και άοσμα. Ολόκληρο το φυτό καλύπτεται από αδενώδεις τρίχες που κατά την επαφή τους με το δέρμα προκαλούν φαγούρα, πολλές φορές έντονη, τσούξιμο και κοκκινίλα σαν τσίμπημα κουνουπιού, ενώ σπανιότερα αλλεργικές διαταραχές. Αυτό οφείλεται σε ένα δηλητηριώδες υγρό, που περιέχουν οι λεπτές βελόνες του φυτού στη σύσταση του οποίου υπάρχει μυρμηκικό οξύ, ακετυλοχολίνες και ισταμίνες, οι οποίες όμως βελόνες καταστρέφονται με το βράσιμο ή το ψήσιμο.