ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Θέλουν οι Ευρωπαίοι δανειστές ν’ αυξηθεί και άλλο η ανεργία στην Ελλάδα; Φαίνεται πως ναι.
Η προσήλωση της τρόικας στην οικονομική πολιτική της λιτότητας είναι αταλάντευτη. Εν τω μεταξύ, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σε νέο αναπάντεχο ύψος. Σε συνολικό πληθυσμό 9,33 εκατ. ανθρώπων, το 1,3 εκατ. είναι εκτός εργασίας. Η απασχόληση έχει καταρρεύσει υπό το βάρος μέτρων που απαίτησε η τριάδα των δανειστών και στα οποία συναίνεσαν τρεις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Η ύφεση είναι βαθύτερη και πιο μακροχρόνια απ’ ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης.
Παρά τα συγχαρητήρια που δέχτηκε η Ελλάδα μετά την επιστροφή της στις αγορές ομολόγων, στην πραγματικότητα η κρίση κλιμακώνεται. Από τις πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, η ανεργία έχει αναδειχτεί η βασική πρόκληση για την Ελλάδα. Υπάρχει λύση, η οποία θα πρέπει να είναι στην κορυφή της ατζέντας όταν συνεχιστούν οι συζητήσεις στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο. Η πρώτη αντίδραση θα πρέπει να είναι ένα μείζον πρόγραμμα εγγύησης θέσεων εργασίας υποστηριζόμενο από την κυβέρνηση. Πρόκειται για στρατηγική με ιστορικά σημαντικά αποτελέσματα επιτυχίας. Πλέον, νέα στοιχεία που έχουν προκύψει μέσω έρευνας δείχνουν δίχως αμφιβολία ότι τα πλεονεκτήματα εύκολα αντισταθμίζουν το κόστος. Η Ελλάδα έχει γίνει παράδειγμα του πώς το καθεστώς λιτότητας διαλύει το εργατικό δυναμικό. Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα της σκληρότερα εφαρμοζόμενης πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας στον κόσμο. Πίσω από την πολιτική που εφαρμόζει σήμερα η Ε.Ε. βρίσκεται η πεποίθηση ότι, καθώς επιταχύνεται η ανάπτυξη, οι επιχειρήσεις θα προσλάβουν τόσους εργάτες ώστε ως εκ θαύματος θα εξαφανιστεί το πρόβλημα της ανεργίας.
Αυτή η πεποίθηση αποτελεί φαντασίωση. Γιατί; Η σχέση μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και αύξησης της απασχόλησης εξασθενεί συνεχώς εδώ και χρόνια. Η απλή αριθμητική και η απλή λογική μάς λένε ότι είναι αδύνατο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να καλύψουν μια τόσο μεγάλη τρύπα. Ακόμη και στο ευνοϊκότερο σενάριο ανάπτυξης –όχι πλέον λιτότητα και οικονομική ανάκαμψη πέραν πάσης ρεαλιστικής προσδοκίας– θα πρέπει να περάσουν πολύ περισσότερα από δέκα χρόνια μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να υποχωρήσει στο προ κρίσης επίπεδο. Οντας αντιμέτωποι με τέτοιες συνθήκες, μια ομάδα στο Ινστιτούτο Levy του Πανεπιστημίου Bard, υπό την ηγεσία της κ. Ράνιας Αντωνοπούλου, πρότεινε ένα λεπτομερές και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος άμεσο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας. Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά θετικά. Οι συντάκτες της μελέτης υπολογίζουν ποια θα ήταν τ’ αποτελέσματα εάν η Ελλάδα δημιουργούσε, το 2012, 300 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα και ειδικότερα σε τομείς όπως οι υποδομές, το περιβάλλον, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η παιδεία και ο πολιτισμός. Η κ. Αντωνοπούλου προσομοίασε τι αποτέλεσμα θα είχε η πρόσληψη 300 χιλιάδων εργαζομένων με βάση τους ισχύοντες μισθούς. Εμμέσως το αποτέλεσμα θα ήταν κέρδη σχεδόν 400 χιλιάδων θέσεων εργασίας, κυρίως υψηλής εξειδίκευσης, δηλαδή η δημιουργία θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα θα οδηγούσε στη δημιουργία των επιπλέον θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.
Η ανεργία θα μειωνόταν κατά περίπου 30%. Το ΑΕΠ θα αυξανόταν κατά περίπου 4%. Πόσο θα κόστιζε το πρόγραμμα; Το συνολικό κόστος ήταν 4,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου το ήμισυ θα ανακτηθεί μέσω των υψηλότερων φορολογικών εσόδων. Προκειμένου να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα έπρεπε να δαπανήσει λίγο περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ· πρόκειται για σχετικά μικρό πρόγραμμα ενίσχυσης της οικονομίας.
Το πρόγραμμα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από ένα ευρωπαϊκό ταμείο για την απασχόληση, είτε μέσω της έκδοσης ομολόγων ειδικού σκοπού είτε μέσω της προσωρινής αναστολής πληρωμών τόκων των κρατικών ομολόγων. Ακόμη και αν η ελληνική κυβέρνηση δανειζόταν το ποσό, θα βελτιωνόταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, το μέτρο ευρωστίας που είναι σημαντικότερο για τους Ευρωπαίους ηγέτες και τις αγορές.
* ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ LEVY ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ BARD ΤΩΝ ΗΠΑ