Είναι το καλοκαίρι του μαγικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού εν Ελλάδι. 1999. Τότε ακόμα κι οι φτωχοί, όπως εγώ, είχαμε γενεί πλούσιοι. Έχω πάει με το αίσθημα της εποχής εκείνης Σαντορίνη. Ένεκα κάτι γνωριμίες σοσιαλιστικές έχω κλείσει σε υπόσκαφη σουίτα στην Οία. Δεν θυμάμαι τιμές, εξάλλου...
κι ο σύντροφος Λένιν διέσχιζε τας Ευρώπας με τραίνο σε σουίτα οπόταν ήμασταν όλοι τότε οι επαναστάτες βαθειά εμπνευσμένοι από την πορεία του συντρόφου κι αιστανόμασταν, εν στύσεως πλούτου ευρισκόμενοι, κομμάτι αλληλέγγυοι. Ήταν κι η γραμμή του κόμματος τέτοια, μπείτε στην τροχιά του πλούτου να ξέρουμε πώς να την ρίξουμε με τραχύ τρόπο όταν σημάνει η καμπάνα της επάρσεως του ύμνου της τρίτης διεθνούς. Βγήκαμε το βράδυ να βιώσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στα μπαρ της Οίας. Τότε ήταν μαστ η βότκα. Οι δεξιοί παράγγελναν αυτήν την αμπσολουτ, εμείς οι αριστεροί στολίτσναγια την οποία είχαμε καθιέρωσει ν’ αποκαλούμε χάριν Στάλιν, στόλι.. έφερνε και στο ατόλη όπου γινόσαντε κάτι πυρηνικά κόλπα, θύμιζε και πιστόλι που είχε να κάνει με επανάσταση. Εγώ πάλι την έλεγα έτσι ένεκα ο Τόλης. Και καλά η αδερφή του. Το αίσθημα ακολουθούσε σιωπηρά. Από το Αιγάλεω ήταν, εμένα με θεωρούσε εφοπλιστή, από το εφ’ όπλου που της έλεγα κάθε που μου σηκωνότανε, νόμιζε εφοπλιστές ήταν οι καυλωμένοι. Άλλωστε το χρήμα έρρεε όπως η βρόχα το φθινόπωρο. Ήπιαμε ένα μπουκάλι, κάτι σφηνάκια, μας κεράσανε κάτι σύντροφοι, κεράσαμε κι εμείς κι επιστρέψαμε στην σουίτα μας περί όρθρου βαθέως. Το παλάτζο μας είχε και μπαλκόνι με θέα την καλντέρα. Η μπαλκονόπορτα είχε ένα κόλπο όπως στα σαλουν της άγριας δύσης. Δύο φύλλα τα οποία κλωτσηδόν πηγαίνανε κι ερχόντουσαν αμφίδρομα. Είχανε κι ένα κενό από κάτω. Χώραγες έρποντας άνετα. Κάθε βράδυ, μάλλον ξημερώματα, γυρνώντας είχε παγωμένη σαμπάνια και καρπούζι να μας περιμένει. Καθώς γυρίσαμε και παρά την τύφλα μας κάναμε καρπουζάτο με σαμπάνια. Οι σύντροφοι ξέρουν τι εννοώ. Για τους άλλοι να πω ότι είναι το σχέδιο όπου πασαλείβεις το κορμί της, στα ευαίσθητα σημεία, με καρπούζι αργά όσο πιο πολύ τύφλα είσαι τόσο πιο αργά το κάνεις, και μετά με μια γουλιά σαμπάνιας στο στόμα οριοθετείς που δεν θα αφήσεις τα σπόρια να φυτρώσουν… μετά μας πήρε ο ύπνος με ντεκόρ το φεγγάρι πάνω Θεέ μου… κάποια στιγμή πηνίκα μάλιστα ξύπνησα… είχε χαράξει και βγήκα στο μπαλκόνι να ρεμβάσω την ανατολή. Το αίσθημα κοιμόταν ολόγυμνο με μόνο ένα σεντόνι να σκεπάζει επιλεκτικά το κωλαράκι της. Άναψα τσιγάρο κι άπλωσα τις αρίδες μου στη σεζ λονγκ με πλάτη στην είσοδο του σαλουν. Σκεφτόμουνα τον σύντροφο Λένιν και την πορεία προς τον λαό. Μετά μου ήρθε η εικόνα του Ξέρξη στο όρος Αιγάλεω αναμένοντας την ναυμαχία. Απάνω που έχω επαναστατήσει κι από την σουίτα μου στο τραίνο γραμμή Ζυρίχη Αιγάλεω σκέφτομαι την πάλη των κορμιών στην ιδέα του σεξ μασιν γραμμής παραγωγής των εργατών ακούω νιαουρίσματα καύλας. Έλα ρε μωρό μου, άσε με να κοιμηθώ, νυστάζω λέμε, δεν χόρτασες; Αξαφνοποιούμαι κι αναζητώ την αιτία της αναστατώσεως της προλετάριας γκόμενάς μου δοθέντος του γεγονότος ότι είμαι απών την συγκεκριμένη χρονική στιγμή από την εστία μεταφορτώσεως της ηδονής της. Αυτή συνεχίζει να νιαουρίζει περιπαθώς και να προσπαθεί να με αποφύγει λες κι ήμουν ο Τρότσκυ. Μα γαμώ την επανάσταση! Είμαι στο μπαλκόνι! Αναφωνώ εσωτερικώς ενώπιον της ιντελιγκέντσιας κομμουνιστικής ανατροφής μου… και σηκώνομαι να την απαλλοτριώσω για συγγενή δεξιόστροφη σχιζοφρενή συμπεριφορά… εισβάλλω εις τον χώρον ευθύνης του δωματίου σεξουαλικής καπιταλιστικής εκτροπής και τι αντικρίζω; Ένα κοπρόσκυλο, γλύκας η αλήθεια, έγλειφε τις πατούσες της γκόμενάς μου… γαμώ την πάλη των τάξεων, αναφώνησα… ουστ κοπρόσκυλο! Τον έδιωξα πάραυτα… μα, είπαμε! Να τα ισοπεδώσουμε όλα τα πριν γίνουμε κυβέρνησις; Ήταν η μέρα που κατάλαβα την κυνική φιλοσοφία…
ο θείος Κουρνόγαλος