Χτυπάει το τηλέφωνο του γραφείου μου, το σηκώνει ο Σταμάτης, ο μπάρμαν, σε ζητάνε ρε! Λέει με βαριεστημάρα τσίπουρου με γλυκάνισο. Ομιλείτε παρακαλώ! Απαντώ με επισημότητα. Σε δέκα λεπτά να είσαι στο 17, ο φίλος κολλητός από τα χρόνια της Νομικής, ο Χρήστος, δικηγόρος...
διαπρέπων στο δίκαιο της κλειτορίδας. Κλείνω σιωπώντας. Έτσι κι αλλιώς νέκρα στο μπαρ κάτι μπακούρια θαμώνες ένθεν κακείθεν φύλου τρεμάμενοι. Στοιχίζω το σαρκίον μου εις στάσιν απάρσεως σημαίας κι αναχωρώ. Ένα τσιγάρο δρόμος η απόσταση, δεν το ανάβω, παρατηρώ έναν μπροστά που καπνίζει κι από μέσα μου μετράω ρουφηξιές πατημάτων. Φτάνω στο 17 κι απ’ έξω είναι κάτι φουσκωτοί που έχουνε απλώσει τραχανά του αφεντικού τους την καταγωγή. Αρκάδες μέσω Αχλαδόκαμπου πατέρων που έγιναν μπρούκληδες ένεκα η νέα διαδρομή Κορίνθου-Τριπόλεως. Πάει ο ένας να πει κάτι βλέποντάς με να μπαίνω παρασταίνοντας τον θυρωρό κοινοχρήστων χρεών αλλά προλαβαίνει ο μαιτρ μιλημένος από τον Χρήστο. Στο τσακ γλύτωσε η ντουλάπα την διεκπεραίωσή της στο υπόγειο παρέα με τον καυστήρα του αργού πετρελαίου οργής μου. Ο Χρήστος καθόταν στο μπαρ. Διέσχισα τον ρεζερβέ χώρο των τραπεζιών της σάλας όπου η Πελοπόνησσος ανταγωνιζόταν την Στερεά Ελλάδα σε γκλαμουριά μέσω πούρων και σαμπάνιας και προσάραξα στην μπάρα. Ο Χρήστος είχε ήδη παραγγείλει τσίπουρο το οποίο συνοδευόταν από μια ταραμοσαλάτα και κάτι κριτσίνια. Ωραίο τσίπουρο, ηπειρώτικο, κόντρα στο περιβάλλον γενικώς. Όλοι οι άλλοι πίνανε ουίσκυ, προβοκάτορας ο Χρήστος σαν κι εμένα. Πίνω μια δόση και δοκιμάζω και την ταραμοσαλάτα. Μ’ αρέσει η Σαρακοστή, λέω στον Χρήστο, αναδεικνύει το ταπεραμέντο των απλών γεύσεων. Άθεος ο Χρήστος, παραγγέλνει αυθωρεί ποικιλία αλλαντικών. Ρε, του λέω, με κάλεσες εδώ για να γίνω μάρτυρας της ακολασίας σου; Ηρέμησε ρε, μου λέει συνωμοτικά… το κυρίως πιάτο θάναι νηστήσιμο… ανασκουμπώνομαι και φτύνω και τον κόρφο μου… θου Κύριε, λέω, και στενογραφικώς το πάτερ ημών…
Έχουμε θέμα, λέει ο Χρήστος, και κατεβάζει το τσίπουρο αφού τα πριν είχε φάει μια κριτσινιά ταραμοσαλάτας. Να επιληφθεί ο στρατός! Λέω με αναστροφή βλεφαρίδας σε φάση τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια… ε μα γι αυτό σε φώναξα ρε! Μου λέει με ύφος Ζαμπέτα εν μέσω βροχής. Γύρνα διακριτικά προς Ομόνοια μεριά και πρόσεξε την βεντηλατεράτη ξανθιά στο τραπέζι δεξιά της πόρτας όπως μπήκες που είναι παρέα με τον πρώην υπουργό. Σαραντάρα με μαύρο ταγιέρ όπου το κούμπωμα από το σακάκι πιάνει αζιμούθιο με το βλέμμα του πρώην υπουργού ο οποίος κι αδυνατεί παρόλα αυτά να προσανατολιστεί αλλού πλην μιας ερεβώδους βυζοχαράδρας. Ε, του λέω, και; Ο υπουργός ρε παπάρα είναι πελάτης μου! Είναι μπλεγμένος με κάτι οφσορ εταιρείες στην Κύπρο, η «κυρία» δίπλα του είναι η γραμματέας μου… και τι, του παίρνει κατάθεση μουνομωτί ρε μαλάκα; Λέω εγώ… γελάει ο Χρήστος και κατεβάζει άλλο ένα τσίπουρο… την γουστάρει ρε μου λέει… σώπα ρε! Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις! Μου διαμήνυσε το καθήκι, λέει ο Χρήστος, ότι ή θα τον αφήσω να την πηδήξει ή θα τα ξεράσει όλα στην γυναίκα μου… τίμια συναλλαγή, λέω εγώ, άσε που θα βγάλεις κι έναν σκασμό λεφτά από δαύτον! Να τα χέσω τα λεφτά ρε! Χτυπάει το χέρι στην μπάρα δυνατά, όπως η Αρβανιτάκη τραγουδάει το εν λόγω άσμα, ο έρωτας ρε! Ο έρωτας είναι πάνω απ’ όλα! Και τι με φώναξες ρε του λέω; Να γίνω ταψί να χορέψει αυτή κι εσύ να βαράς τσιπουράκια καημών; Χαχαχα… γελά κι ανάβει ένα πούρο… όχι ρε φτωχέ πλην ευτυχή φίλε μου… απλώς να καταλάβεις πόσο δυστυχής είμαι γαμώ τα λεφτά μου…
Τον κοιτάω μέσα από την θολούρα ανακοπής τσίπουρου κι ερημοδικίας ταραμοσαλάτας κι αναστενάζω… είναι μεγάλη αδικία αυτό που έγινε… αλλά είσαι αμαρτωλός ρε! Γι αυτό… κι σ’ έχει η Παναγία στην τσίτα…
Συμπέρασμα. Τα λεφτά δεν φέρνουν την Ευτυχία, την καθοδηγούν! τα περισσότερα την διευκολύνουν δε, να οδηγείται πιο εύκολα... έτσι την λέγανε την γκόμενα…
Θείος Κουρνόγαλος