Εντατικά μαθήματα διαπραγματεύσεων παρείχαν οι ΗΠΑ στον Αλέξη Τσίπρα για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της Άνγκελα Μέρκελ στις συζητήσεις για το ελληνικό πρόγραμμα, όπως αποκαλύπτει απόρρητο τηλεγράφημα.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η βασική προτροπή προς την Αθήνα είναι ε«να αποφύγει να αντιπαρατεθεί μετωπικά με το Βερολίνο» καθώς στόχος θα πρέπει να είναι «η δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών με λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ήτοι Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, οι οποίες έπρεπε να πειστούν για την αποφασιστικότητα της Αθήνας να προχωρήσει στην υλοποίηση των μεταρρύθμισεων, προκειμένου με τη σειρά του να προσφέρουν τη στήριξη τους έναντι της Γερμανίας».
Όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, ο Έλληνας πρεσβευτής Χρήστος Παναγόπουλος αναφέρει ότι είχε επικοινωνία «με τακτικό συνομιλητή του, ανώτατο αξιωματούχο του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ», ο οποίος «μου μετέφερε εντυπώσεις από τη σημερινή συνάντηση Λιου-Σόιμπλε, η οποία φαίνεται ότι διεξήχθη σε τεταμένο κλίμα, τουλάχιστον σε σκέλος που αφορούσε το ζήτημα της χώρας μας».
Η αμερικανική άποψη είχε στον πυρήνα της τη θέση ότι «δεν θα πρέπει να δοθούν ευκαιρίες στο Βερολίνο να επιβάλει τις απόψεις του» δηλ. δεν θα έπρεπε η Ελλάδα να αντιπαρατεθεί κατά μέτωπο κάτι που θα είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Μάλιστα, με επίκεντρο την ελληνική υπόθεση «η στρατηγική της Ουάσιγκτον είχε δυο πτυχές: την ανάδειξη της σημασίας του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και τις συνεχείς αναφορές περί αναπροσαρμογής του χρέους. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο «όσον αφορά τη συζήτηση περί χρέους, επιβοηθητικά κρίνεται ότι κινήθηκε το ΔΝΤ, προφανώς κατόπιν σχετικής αμερικανικής παραίνεσης».
Σύμφωνα με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές που επικαλούνται στο δημοσίευμα, οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που παρενέβησαν και στο ΝΑΤΟ προκειμένου να αναδειχθεί η γεωπολιτική σημασίας της Ελλάδας. Έτσι, την περίοδο που είχε οξυνθεί το κλίμα μεταξύ Τσίπρα-δανειστών, στις 20 Ιουνίου, ο αναπληρωτής γγ του ΝΑΤΟ κάνει δήλωση με αποδέκτη το Βερολίνο με την οποία εκφράζει την έντονη ανησυχία του για μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Όπως τόνισε αυτό το ενδεχόμενο «θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο στον τομέα της ασφάλειας για τη Συμμαχία».
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η βασική προτροπή προς την Αθήνα είναι ε«να αποφύγει να αντιπαρατεθεί μετωπικά με το Βερολίνο» καθώς στόχος θα πρέπει να είναι «η δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών με λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ήτοι Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, οι οποίες έπρεπε να πειστούν για την αποφασιστικότητα της Αθήνας να προχωρήσει στην υλοποίηση των μεταρρύθμισεων, προκειμένου με τη σειρά του να προσφέρουν τη στήριξη τους έναντι της Γερμανίας».
Όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, ο Έλληνας πρεσβευτής Χρήστος Παναγόπουλος αναφέρει ότι είχε επικοινωνία «με τακτικό συνομιλητή του, ανώτατο αξιωματούχο του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ», ο οποίος «μου μετέφερε εντυπώσεις από τη σημερινή συνάντηση Λιου-Σόιμπλε, η οποία φαίνεται ότι διεξήχθη σε τεταμένο κλίμα, τουλάχιστον σε σκέλος που αφορούσε το ζήτημα της χώρας μας».
Η αμερικανική άποψη είχε στον πυρήνα της τη θέση ότι «δεν θα πρέπει να δοθούν ευκαιρίες στο Βερολίνο να επιβάλει τις απόψεις του» δηλ. δεν θα έπρεπε η Ελλάδα να αντιπαρατεθεί κατά μέτωπο κάτι που θα είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Μάλιστα, με επίκεντρο την ελληνική υπόθεση «η στρατηγική της Ουάσιγκτον είχε δυο πτυχές: την ανάδειξη της σημασίας του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και τις συνεχείς αναφορές περί αναπροσαρμογής του χρέους. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο «όσον αφορά τη συζήτηση περί χρέους, επιβοηθητικά κρίνεται ότι κινήθηκε το ΔΝΤ, προφανώς κατόπιν σχετικής αμερικανικής παραίνεσης».
Σύμφωνα με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές που επικαλούνται στο δημοσίευμα, οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που παρενέβησαν και στο ΝΑΤΟ προκειμένου να αναδειχθεί η γεωπολιτική σημασίας της Ελλάδας. Έτσι, την περίοδο που είχε οξυνθεί το κλίμα μεταξύ Τσίπρα-δανειστών, στις 20 Ιουνίου, ο αναπληρωτής γγ του ΝΑΤΟ κάνει δήλωση με αποδέκτη το Βερολίνο με την οποία εκφράζει την έντονη ανησυχία του για μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Όπως τόνισε αυτό το ενδεχόμενο «θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο στον τομέα της ασφάλειας για τη Συμμαχία».