“Ήσουν το φως. Και στο τέλος το φως πάντα νικάει το σκοτάδι”… Ο εμβληματικός επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο Κώστας Καραμανλής για τον Γιάννη Αγγέλου, ήταν
δομημένος για να ξαναπιάσει το νήμα με μια πολιτική εποχή που χάθηκε.
Μια εποχή κατά την οποία ένας ηγέτης μπορούσε να συγκινήσει, να εμπνεύσει και να πείσει πλατιές κοινωνικές πλειοψηφίες, πέραν των παραδοσιακών ορίων του ακροατηρίου του κόμματος το οποίο εξέφραζε.
Μια εποχή κατά την οποία η πολιτική ηγεσία είχε ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση, και εκ των πραγμάτων μπορούσε να αντιμετωπίσει διαφορετικά τους εχθρούς ή έστω τους… σκεπτικιστές της Δημοκρατίας.
Εκείνη η εποχή φαντάζει σήμερα σκανδαλιστικά μακρινή, καθώς ζούμε σε μια άλλη εποχή. Στην εποχή της κρίσης πολιτικής ηγεσίας, της κρίσης αντιπροσώπευσης, με εκείνους που έχουν δικαίωμα υπογραφής για τη ζωή μας, να είναι αφόρητα κατώτεροι των περιστάσεων και της ιστορικής συγκυρίας.
Η αποστροφή του Κώστα Καραμανλή από τον επικήδειο του Γιάννη Αγγέλου, για το φως που νικάει πάντα το σκοτάδι, έστω και… στο τέλος, ως κορύφωση της υπενθύμισης του πόσο βάρβαρα κανιβαλίστηκε ένας ευπατρίδης της πολιτικής, από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, που πλήρωσε το τίμημα για τη συνέπεια, την αξιοπρέπεια και την ηθική ακεραιότητά του, υποχρέωσε αρκετούς να ανασκουμπωθούν.
Κυρίως τους “νταβατζήδες”, στους οποίους και αναφερόταν. Εκείνους που πολέμησαν μέχρι θανάτου, τον ίδιο και τον Γιάννη Αγγέλου. Εκείνους που, μέχρι και σήμερα, επιδιώκουν να κυριαρχήσουν ακόμη και πάνω στα ερείπια της χώρας. Ένα εθνικό… κουσούρι από το οποίο η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμη να απαλλαγεί.
Το φως που… είναι πάντα εκεί. Και περιμένει τον καιρό του, για να νικήσει το σκοτάδι.