9 Οκτ 2016

Πέθανε ο Στυλιανός Παττακός σε ηλικία 104 ετών

Την Τρίτη η κηδεία του στο Ρέθυμνο

Πέθανε σε ηλικία 104 ετών ο Στυλιανός Παττακός, από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος και της 7χρονης δικτατορίας στην Ελλάδα,.
Σύμφωνα με πληροφορίες η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη στην Αγία Παρασκευή Ρεθύμνου, που ήταν και ο τόπος καταγωγής του. Η κηδεία του Στυλιανού Παττακού θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Δύο μέρες πριν το όνομά του είχε επανέλθει στην επικαιρότητα, λόγω της διάρρηξης της μονοκατοικίας στα Πατήσια, από άγνωστους ληστές. Αυτή είναι πιθανότατα όμως η τελευταία φορά, καθώς ο Στυλιανός Παττακός πρωτεργάτης του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, πέθανε το Σάββατο 8 Οκτώβρη καθώς υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, ένα μήνα πριν κλείσει τα 104 του χρόνια.
Ο Στυλλιανός Παττακός, είχε δώσει εντολή στις κόρες του σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Freddo" πριν ένα χρόνο, η κηδεία του να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο και να ανακοινωθεί στον Τύπο μετά την ταφή.
Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1912 στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην Κρήτη. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως καταγόταν από κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδιλών. Φοίτησε αρχικά στις Σχολές Υπαξιωματικών και εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων το 1934, απ' όπου αποφοίτησε το 1937 με το βαθμό του ανθυπιλάρχου (ανθυπολοχαγού Ιππικού).
Ήταν παντρεμένος με την Δήμητρα Νικολαΐδη, κόρη του Νικόλαου Γεωργίου Νικολαΐδη, συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες συζύγους Παύλου και Μεϊντάση.
Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. 
Κατά την επταετή στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (1967-71) και Α΄ αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (1971-73).
Ήταν εκείνος που κατέβασε τα τανκς στην Αθήνα που ανέτρεψαν τη Δημοκρατία. Κατά την επταετή στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (1967-71) και Α΄ αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (1971-73). Μετά την πτώση της δικτατορίας κρίθηκε ένοχος στάσης και εσχάτης προδοσίας για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα και καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε το Σεπτέμβριο του 1990, για λόγους υγείας.
Συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως διοικητής ίλης της 11ης Ομάδος Αναγνωρίσεως της 11ης Μεραρχίας Πεζικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Όμηρος».
Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο ως διοικητής της ίλης αρμάτων μάχης Κένταυρος σε αρκετά σημεία της Βόρειας Ελλάδας και παρασημοφορήθηκε με τρία αριστεία ανδρείας, επτά πολεμικούς σταυρούς, δύο μετάλλια εξαίρετων πράξεων καθώς και με όλα τα προβλεπόμενα σε καιρό ειρήνης μετάλλια και παράσημα. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Πολέμου και κατάφερε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση τεθωρακισμένων με έδρα στου Γουδή. Αποτάχθηκε από τον στρατό όντας Υποστράτηγος.
Συμμετοχή στη Χούντα 
Ο Παττακός υπήρξε μέλος της τριμελούς ηγετικής ομάδας με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Νικόλαο Μακαρέζο που πρωτοστάτησε στην εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Ήταν το δεύτερο σημαντικότερο στέλεχος της Χούντας μετά τον Παπαδόπουλο. Τον Απρίλιο του 1967, μετά την εκδήλωση πραξικοπήματος ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, μέχρι το 1971, οπότε και ανέλαβε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ως το 1973. Το 1971 με δική του διαταγή έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας της Κρήτης από τα Χανιά στο Ηράκλειο, αν και αργότερα κατηγόρησε τους κατοίκους του Ηρακλείου για αχαριστία επειδή υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ.
Στο επιχειρησιακό κομμάτι του πραξικοπήματος, ο ρόλος του Παττακού ήταν μακράν ο σπουδαιότερος, καθώς, ως διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, ήλεγχε τις μονάδες των Τεθωρακισμένων που ήταν απαραίτητες για την κατάληψη της Αττικής. Είχε διοριστεί σ' αυτή τη θέση το 1966 ως έμπιστος «εθνικόφρων» από την κυβέρνηση των Αποστατών που φοβόταν τη άνοδο της δημοτικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου και ήθελε να ελέγχει τις στρατιωτικές δυνάμεις μέσα και γύρω από την Αθήνα «διά παν ενδεχόμενον».
Μετά την πτώση της χούντας Ιωαννίδη, συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1974 και μεταφέρθηκε στην Κέα, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1975 προφυλακίστηκε. Στη δίκη που ακολούθησε το Πενταμελές Εφετείο υπό την προεδρία του Γιάννη Ντεγιάννη τον έκρινε ένοχο στάσης και εσχάτης προδοσίας και τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 αποφυλακίστηκε «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του» με την υποχρέωση να δίνει το παρόν ανά 15 ημέρες στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και ανά 5 μήνες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Παρέμεινε αμετανόητος και ισχυριζόταν ότι η Χούντα έσωσε την Ελλάδα από σχεδιαζόμενη σοσιαλιστική δικτατορία του Ανδρέα Παπανδρέου που θα έβαζε την Ελλάδα στο Ανατολικό Μπλοκ. Επίσης έλεγε ότι η κυβέρνηση τους έβαλε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό σε πολλά σπίτια, ότι έκαναν πολλά δημόσια έργα κλπ. Αρνήθηκε κατ' επανάληψη ότι έγιναν βασανισμοί πολιτικών κρατουμένων επί χούντας, με εξαίρεση τον Παναγούλη και τον Μουστακλή οι οποίοι κατά την γνώμη του Παττακού: «Τα ήθελαν και τα έπαθαν».
Συμμετοχή στη Χούντα 
Ο Παττακός υπήρξε μέλος της τριμελούς ηγετικής ομάδας με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Νικόλαο Μακαρέζο που πρωτοστάτησε στην εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Ήταν το δεύτερο σημαντικότερο στέλεχος της Χούντας μετά τον Παπαδόπουλο. Τον Απρίλιο του 1967, μετά την εκδήλωση πραξικοπήματος ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, μέχρι το 1971, οπότε και ανέλαβε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ως το 1973. Το 1971 με δική του διαταγή έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας της Κρήτης από τα Χανιά στο Ηράκλειο, αν και αργότερα κατηγόρησε τους κατοίκους του Ηρακλείου για αχαριστία επειδή υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ.
Στο επιχειρησιακό κομμάτι του πραξικοπήματος, ο ρόλος του Παττακού ήταν μακράν ο σπουδαιότερος, καθώς, ως διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, ήλεγχε τις μονάδες των Τεθωρακισμένων που ήταν απαραίτητες για την κατάληψη της Αττικής. Είχε διοριστεί σ' αυτή τη θέση το 1966 ως έμπιστος «εθνικόφρων» από την κυβέρνηση των Αποστατών που φοβόταν τη άνοδο της δημοτικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου και ήθελε να ελέγχει τις στρατιωτικές δυνάμεις μέσα και γύρω από την Αθήνα «διά παν ενδεχόμενον».
Μετά την πτώση της χούντας Ιωαννίδη, συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1974 και μεταφέρθηκε στην Κέα, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1975 προφυλακίστηκε. Στη δίκη που ακολούθησε το Πενταμελές Εφετείο υπό την προεδρία του Γιάννη Ντεγιάννη τον έκρινε ένοχο στάσης και εσχάτης προδοσίας και τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 αποφυλακίστηκε «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του» με την υποχρέωση να δίνει το παρόν ανά 15 ημέρες στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και ανά 5 μήνες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Παρέμεινε αμετανόητος και ισχυριζόταν ότι η Χούντα έσωσε την Ελλάδα από σχεδιαζόμενη σοσιαλιστική δικτατορία του Ανδρέα Παπανδρέου που θα έβαζε την Ελλάδα στο Ανατολικό Μπλοκ. Επίσης έλεγε ότι η κυβέρνηση τους έβαλε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό σε πολλά σπίτια, ότι έκαναν πολλά δημόσια έργα κλπ. Αρνήθηκε κατ' επανάληψη ότι έγιναν βασανισμοί πολιτικών κρατουμένων επί χούντας, με εξαίρεση τον Παναγούλη και τον Μουστακλή οι οποίοι κατά την γνώμη του Παττακού: «Τα ήθελαν και τα έπαθαν».
Μετά την πτώση της δικτατορίας κρίθηκε ένοχος στάσης και εσχάτης προδοσίας για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα και καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. 
Αποφυλακίστηκε το Σεπτέμβριο του 1990, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, για λόγους υγείας.
Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1912 στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην Κρήτη. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως καταγόταν από κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδιλών. 
Φοίτησε αρχικά στις Σχολές Υπαξιωματικών και εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων το 1934, απ' όπου αποφοίτησε το 1937 με το βαθμό του ανθυπιλάρχου (ανθυπολοχαγού Ιππικού).[
Συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως διοικητής ίλης της 11ης Ομάδος Αναγνωρίσεως της 11ης Μεραρχίας Πεζικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Όμηρος».
Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο ως διοικητής της ίλης αρμάτων μάχης Κένταυρος σε αρκετά σημεία της Βόρειας Ελλάδας και παρασημοφορήθηκε με τρία αριστεία ανδρείας, επτά πολεμικούς σταυρούς, δύο μετάλλια εξαίρετων πράξεων καθώς και με όλα τα προβλεπόμενα σε καιρό ειρήνης μετάλλια και παράσημα. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Πολέμου και κατάφερε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση τεθωρακισμένων με έδρα στου Γουδή.
Ήταν παντρεμένος με την Δήμητρα Νικολαΐδη, κόρη του Νικόλαου Γεωργίου Νικολαΐδη, συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες σύζυγους Παύλου και Μεϊντάση.Πέθανε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2016.
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη