Την πολιτική δήλωση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για
την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και υποχώρησης των πολιτικών λιτότητας, με την ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία που αυτή φέρει, κέρδισε χθες η κυβέρνηση, καθώς ο κ. Ομπάμα, όπως είχε προαναγγείλει, στάθηκε υποστηρικτικά στα αντίστοιχα ελληνικά αιτήματα. Το ζητούμενο τώρα για την Αθήνα είναι να μεταφραστεί η πολιτική υποστήριξη σε πράξη, να λάβουν, δηλαδή, οι εταίροι και δανειστές εκείνες τις αποφάσεις που θα καταστήσουν εντός του επιθυμητού για την Αθήνα χρονοδιαγράμματος υλοποιήσιμο το τρίπτυχο: ολοκλήρωση της αξιολόγησης - ανακοίνωση βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος - ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Προς τούτο, αυτό που ζήτησε ο κ. Αλέξης Τσίπρας από τον Αμερικανό πρόεδρο χθες ήταν η βοήθεια του αμερικανικού παράγοντα προκειμένου να μην ανακύψουν στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση «αχρείαστα εμπόδια». Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι η αμερικανική πλευρά συμφώνησε να εργαστεί σε αυτή την κατεύθυνση. Και διευκρίνιζαν ότι ως «αχρείαστα εμπόδια» η κυβέρνηση εννοεί «οποιεσδήποτε απαιτήσεις τεθούν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και είναι άσχετες με όσα συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015». Ο κ. Ομπάμα φρόντισε, τόσο κατά την υποδοχή του στο Μαξίμου όσο και στις κοινές δηλώσεις, που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα, να καταστήσει σαφείς τις θέσεις της κυβέρνησής του για το χρέος, απευθυνόμενος σαφώς σε ένα ακροατήριο πολύ ευρύτερο της ελληνικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, κατά την αρχική του δήλωση, ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε ότι «το μήνυμα προς την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι θα συνεχίσω να δίνω έμφαση στην άποψή μας πως η λιτότητα από μόνη της δεν μπορεί να φέρει ευημερία. Και αυτό θα είναι σημαντικό, τόσο σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους και άλλες κατάλληλες στρατηγικές, ώστε να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό σε αυτή την περίοδο προσαρμογής». Βεβαίως, στις δηλώσεις αμέσως μετά τη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα, ο κ. Ομπάμα συνέδεσε ευθέως τη στήριξη στο ελληνικό αίτημα για ελάφρυνση του χρέους και ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικών με τις μεταρρυθμίσεις, που, όπως είπε, ο κ. Τσίπρας σκιαγράφησε. «Συγκεκριμένα, τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την Ελλάδα πιο ελκυστική στις επενδύσεις και που θα αποτρέψουν την επανεμφάνιση των ανισορροπιών που οδήγησαν εν πρώτοις στην κρίση του δημόσιου χρέους», τόνισε και υπογράμμισε στη συνέχεια ότι «η λιτότητα δεν μπορεί να είναι συνταγή ανάπτυξης». Και αφού μίλησε για τις θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός, στάθηκε στην ανάγκη οι Ελληνες να δουν βελτίωση στην καθημερινή ζωή και «στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα συνεχίζει να μεταρρυθμίζεται, το ΔΝΤ είπε ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι ζωτικής σημασίας κι εγώ θα συνεχίσω να ενθαρρύνω, να παροτρύνω τους πιστωτές να κάνουν ό,τι απαιτείται για να επανέλθει η Ελλάδα στον δρόμο που οδηγεί στην οικονομική ανάκαμψη». Φρόντισε, ωστόσο, να εκφράσει την κατανόησή του για «κάποιες κυβερνήσεις του Βορρά», που, όπως είπε, «και εκεί έχουν τις δικές τους πολιτικές και τους δικούς τους ψηφοφόρους», εκτίμησε όμως ότι «και οι δύο πλευρές μπορούν να καταλήξουν σε μια λύση». Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά επτά ολόκληρα χρόνια, δεν αντέχουν άλλη λιτότητα». Ζήτησε, δε, από την «ισχυρή Γερμανία» να ενεργήσει με τον τρόπο που η διεθνής κοινότητα ρύθμισε το δικό της χρέος το 1953. «Θα συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα να προωθούμε μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την ανάπτυξη. Ενώ, ταυτόχρονα, θα συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε σκληρά ενάντια σε μεταρρυθμίσεις που την υπονομεύουν», επισήμανε ο κ. Τσίπρας, προδιαγράφοντας το πλαίσιο της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης. Ζήτησε, δε, από τους εταίρους ουσιαστική απομείωση του χρέους, επανακαθορισμό των πλεονασμάτων για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, λέγοντας ότι η χώρα μας τα δικαιούται με βάση τη συμφωνία με τους εταίρους. «Και ο χρόνος για να εκπληρωθούν είναι τώρα», τόνισε. Σε ερώτηση αν είναι αισιόδοξος πως η Αγκελα Μέρκελ θα πειστεί για το ελληνικό αίτημα, ο κ. Τσίπρας απάντησε θετικά, λέγοντας ότι, πρώτον, ως Γερμανίδα υποστηρίζει σταθερά ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται και, δεύτερον, είναι πολιτικός με αίσθηση ευθύνης για το μέλλον της Ευρώπης.
kathimerini.gr
την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και υποχώρησης των πολιτικών λιτότητας, με την ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία που αυτή φέρει, κέρδισε χθες η κυβέρνηση, καθώς ο κ. Ομπάμα, όπως είχε προαναγγείλει, στάθηκε υποστηρικτικά στα αντίστοιχα ελληνικά αιτήματα. Το ζητούμενο τώρα για την Αθήνα είναι να μεταφραστεί η πολιτική υποστήριξη σε πράξη, να λάβουν, δηλαδή, οι εταίροι και δανειστές εκείνες τις αποφάσεις που θα καταστήσουν εντός του επιθυμητού για την Αθήνα χρονοδιαγράμματος υλοποιήσιμο το τρίπτυχο: ολοκλήρωση της αξιολόγησης - ανακοίνωση βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος - ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Προς τούτο, αυτό που ζήτησε ο κ. Αλέξης Τσίπρας από τον Αμερικανό πρόεδρο χθες ήταν η βοήθεια του αμερικανικού παράγοντα προκειμένου να μην ανακύψουν στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση «αχρείαστα εμπόδια». Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι η αμερικανική πλευρά συμφώνησε να εργαστεί σε αυτή την κατεύθυνση. Και διευκρίνιζαν ότι ως «αχρείαστα εμπόδια» η κυβέρνηση εννοεί «οποιεσδήποτε απαιτήσεις τεθούν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και είναι άσχετες με όσα συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015». Ο κ. Ομπάμα φρόντισε, τόσο κατά την υποδοχή του στο Μαξίμου όσο και στις κοινές δηλώσεις, που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα, να καταστήσει σαφείς τις θέσεις της κυβέρνησής του για το χρέος, απευθυνόμενος σαφώς σε ένα ακροατήριο πολύ ευρύτερο της ελληνικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, κατά την αρχική του δήλωση, ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε ότι «το μήνυμα προς την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι θα συνεχίσω να δίνω έμφαση στην άποψή μας πως η λιτότητα από μόνη της δεν μπορεί να φέρει ευημερία. Και αυτό θα είναι σημαντικό, τόσο σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους και άλλες κατάλληλες στρατηγικές, ώστε να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό σε αυτή την περίοδο προσαρμογής». Βεβαίως, στις δηλώσεις αμέσως μετά τη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα, ο κ. Ομπάμα συνέδεσε ευθέως τη στήριξη στο ελληνικό αίτημα για ελάφρυνση του χρέους και ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικών με τις μεταρρυθμίσεις, που, όπως είπε, ο κ. Τσίπρας σκιαγράφησε. «Συγκεκριμένα, τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την Ελλάδα πιο ελκυστική στις επενδύσεις και που θα αποτρέψουν την επανεμφάνιση των ανισορροπιών που οδήγησαν εν πρώτοις στην κρίση του δημόσιου χρέους», τόνισε και υπογράμμισε στη συνέχεια ότι «η λιτότητα δεν μπορεί να είναι συνταγή ανάπτυξης». Και αφού μίλησε για τις θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός, στάθηκε στην ανάγκη οι Ελληνες να δουν βελτίωση στην καθημερινή ζωή και «στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα συνεχίζει να μεταρρυθμίζεται, το ΔΝΤ είπε ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι ζωτικής σημασίας κι εγώ θα συνεχίσω να ενθαρρύνω, να παροτρύνω τους πιστωτές να κάνουν ό,τι απαιτείται για να επανέλθει η Ελλάδα στον δρόμο που οδηγεί στην οικονομική ανάκαμψη». Φρόντισε, ωστόσο, να εκφράσει την κατανόησή του για «κάποιες κυβερνήσεις του Βορρά», που, όπως είπε, «και εκεί έχουν τις δικές τους πολιτικές και τους δικούς τους ψηφοφόρους», εκτίμησε όμως ότι «και οι δύο πλευρές μπορούν να καταλήξουν σε μια λύση». Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά επτά ολόκληρα χρόνια, δεν αντέχουν άλλη λιτότητα». Ζήτησε, δε, από την «ισχυρή Γερμανία» να ενεργήσει με τον τρόπο που η διεθνής κοινότητα ρύθμισε το δικό της χρέος το 1953. «Θα συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα να προωθούμε μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την ανάπτυξη. Ενώ, ταυτόχρονα, θα συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε σκληρά ενάντια σε μεταρρυθμίσεις που την υπονομεύουν», επισήμανε ο κ. Τσίπρας, προδιαγράφοντας το πλαίσιο της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης. Ζήτησε, δε, από τους εταίρους ουσιαστική απομείωση του χρέους, επανακαθορισμό των πλεονασμάτων για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, λέγοντας ότι η χώρα μας τα δικαιούται με βάση τη συμφωνία με τους εταίρους. «Και ο χρόνος για να εκπληρωθούν είναι τώρα», τόνισε. Σε ερώτηση αν είναι αισιόδοξος πως η Αγκελα Μέρκελ θα πειστεί για το ελληνικό αίτημα, ο κ. Τσίπρας απάντησε θετικά, λέγοντας ότι, πρώτον, ως Γερμανίδα υποστηρίζει σταθερά ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται και, δεύτερον, είναι πολιτικός με αίσθηση ευθύνης για το μέλλον της Ευρώπης.
kathimerini.gr