Το περιεχόμενο των δύο πρόσφατων εκθέσεων του ΔΝΤ, δηλαδή αυτής που κυκλοφόρησε ευρέως, αλλά και της
εμπιστευτικής[1], αποκλείει οποιασδήποτε μορφής αισιοδοξία, για την τύχη της Ελλάδας, αφού τα οδυνηρά και χωρίς περιστροφές συμπεράσματά τους
Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
προειδοποιούν ότι «η Ελλάδα οδηγείται σε κατάρρευση», και ακόμη ότι «έστω και αν η Ελλάδα εφαρμόσει και νέες επώδυνες μεταρρυθμίσεις το χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο».
Η ανάλυση του ΔΝΤ, σχετικά με τα αίτια που μας οδήγησαν στην καταστροφή, σχετικά με το ποιοί ευθύνονται για αυτήν, αλλά και σχετικά με το τι θα έπρεπε να γίνει εφεξής για να σωθούμε, είναι ασαφής και πλήρης εσωτερικών αντιφάσεων.
Είναι ξεκάθαρο ότι το ΔΝΤ επιθυμεί, διακαώς, να μην είναι παρόν στην τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, τώρα που αποδείχθηκε περίτρανα πια ότι το σύνολο των μέτρων δικής του έμπνευσης, που ήδη εφαρμόστηκαν πειθήνια από τις κυβερνήσεις των 7 τελευταίων ετών, έφεραν τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα των αναμενόμενων. Το χρέος εξακολουθεί να αναρριχάται σε απρόσιτα ύψη (προβλέπεται από το ΔΝΤ τριπλασιασμός του, στις προσεχείς δεκαετίες, ως ποσοστό στο τότε ΑΕΠ). Κατανάλωση, αποταμίευση και επένδυση κυριολεκτικά καταποντίζονται.
Οι νέοι, κυρίως οι μορφωμένοι, που εγκατέλειψαν την Ελλάδα ανέρχονται ήδη σε 426.000. Οι επιχειρήσεις εξαφανίζονται σε καθημερινή βάση κατά δεκάδες. Η οικοδομική δραστηριότητα και οι σχετικές συναλλαγές βρίσκονται από καιρό σε διαρκή χειμερία νάρκη. Η ανεργία που εξακολουθεί να ανέρχεται, ξεγελάει, ωστόσο, όσους αναζητούν ψευδείς ενδείξεις αισιοδοξίας, πρώτον εξαιτίας της αθρόας μετανάστευσης των νέων μας, που περιορίζει τον ενεργό πληθυσμό, και δεύτερον εξαιτίας αυτών που εκλαμβάνονται ως «απασχολούμενοι», με μηνιαία αμοιβή 100-300Ε.
ΔΝΤ και Commission δίνουν την απατηλή εντύπωση έντονων διαφωνιών αναμεταξύ τους, για το πως θα «εξακολουθήσουν να σώζουν την Ελλάδα», με αποτέλεσμα να επινοούν μέτρα άγνωστης θεωρητικής πατρότητας, όπως λ.χ. «προληπτικά μέτρα λιτότητας», όπως «μειώσεις φόρων με παράλληλη μείωση του αφορολόγητου ορίου», όπως «διαχρονικά περιφερόμενος κόφτης» και πολλά ανάλογα.
Οι Βρυξέλλες, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, επιδεικνύουν αισιοδοξία προς τα έξω. Μεταξύ άλλων, αναμένουν ρυθμούς ανάπτυξης, για την ετοιμοθάνατη Ελλάδα, τόσο φαντασμαγορικούς, ώστε να ξεπερνούν και τα 2.5% (φροντίζοντας, βέβαια, να τονίσουν ότι αυτά τα «θαύματα» απαιτούν κάποιες προϋποθέσεις). Ακόμη, οι Βρυξέλλες, αρνούνται κατηγορηματικά να δεχθούν το χαρακτηρισμό του ΔΝΤ, για το ελληνικό χρέος, ως «εξαιρετικά μη βιώσιμου», διότι απλώς η Ευρώπη το «θέλει» και το «επιβάλλει» ως βιώσιμο!
Αυτήν την αδιέξοδη, από καιρό, κατάσταση που ωστόσο επιδεινώνεται σημαντικά μετά το πέρας της κάθε «αξιολόγησης», αρνείται πεισματικά, θα πρόσθετα και εθελοτυφλικά, να την αποδεχθεί ολόκληρο το πολιτικό φάσμα του τόπου μας. Αντιθέτως, αναμένει επί 7 χρόνια με υπομονή και εμμονή βελτιώσεις από το πουθενά (αφού όλες μα όλες οι βασικές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις φέρουν τις υπογραφές Ελλήνων πολιτικών). Η εκάστοτε κυβέρνηση, λοιπόν, αποθέτει τις ελπίδες της στην έλευση θαυμάτων, καθώς επιδίδεται στις ατελεύτητες και χωρίς προοπτική διαπραγματεύσεις. Η μοναδική συμβολή αυτών των αξιολογήσεων είναι ίσως η εκχώρηση κάποιων ελευθεριών, προς τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, ώστε να μπορούν να επιλέγουν τον τρόπο της ευθανασίας των διαδοχικών κοινωνικό-επαγγελματικών κατηγοριών, όταν έρχεται η σειρά τους.
Σε ότι αφορά στην αξιωματική αντιπολίτευση, η αισιοδοξία της στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος είναι, φυσικά, ο ενθουσιασμός της αναμονής για την εξουσία, που συγκαλύπτει την πραγματικότητα με λαμπερή χρυσόσκονη. Και ο δεύτερος αναφέρεται στην εφευρετική επινόηση μέτρων, υφεσιακών πάντοτε, των οποίων η εφαρμογή δεν έχει εξαντληθεί, και συνεπώς διαθέτουν ακόμη περιθώρια εντατικοποίησης. Τα σωτήρια, λοιπόν, μέτρα που προτείνονται είναι ο περιορισμός του φορολογικού βάρους (που χωρίς αμφιβολία είναι, όχι απλά υπερβολικός, αλλά και αναποτελεσματικός) σε συνδυασμό με τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, που αναμένεται να υποκαταστήσει τα, έτσι, απολεσθέντα δημόσια έσοδα.
Πρόκειται, δηλαδή, για μετωπική επίθεση εναντίον της τελευταίας κοινωνικό-επαγγελματικής κατηγορίας, αυτής των δημοσίων υπαλλήλων, της οποίας τα μέχρι τώρα χτυπήματα απλώς την ακρωτηρίασαν, χωρίς και να την αποτελειώσουν. Τα αποτελέσματα αυτής της «σωτηρίας» θα είναι η επιπλέον αναρρίχηση της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη, οι ελλείψεις σε νοσοκομεία, (που θα ολοκληρώσουν τις ήδη υπάρχουσες) σε γάζες, βασικά φάρμακα, κρεβάτια εντατικής θεραπείας και ιατρικό προσωπικό, καθώς και η εντατικοποίηση των ελλείψεων σε διδακτικό προσωπικό όλων των βαθμίδων, σε ερευνητικά κονδύλια (είμαστε ήδη στον πάτο), κ.ο.κ. Αλλά, βέβαια, σε ότι αφορά το μέτρο μείωσης των φόρων, όταν η ΝΔ θα έρθει στην εξουσία, θα έχει ήδη αποφασιστεί και βεβαιότατα θα παραμείνει σε ισχύ το άθλιο μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου ορίου στα 5.000-6.000Ε εισόδημα το χρόνο. Για τι είδους λοιπόν μείωση φόρων θα πρόκειται;
Η πιο τραγική, ωστόσο, πλευρά της ελληνικής πορείας προς την εξαθλίωση είναι η εφαρμογή ενός προγράμματος που εν γνώσει όλων μας είναι αδιέξοδο και φονικό. Η αδιανόητη και η, παντελώς, εξευτελιστική μας κατάσταση έγκειται στο αναμφισβήτητο πια γεγονός ότι το πρόγραμμα που μας δόθηκε είναι παντελώς εσφαλμένο, κατά γενική πια ομολογία και αναγνώριση[2]. Αλλά, ωστόσο, αυτοί που διοικούν αυτόν τον άμοιρο τόπο, πέρα από κάθε λογική, συνεχίζουν να εφαρμόζουν το ένα μετά το άλλο τα υφεσιακά αυτά μέτρα, αν και αποκλείεται να μη γνωρίζουν, ότι έτσι καταδικάζουν την Ελλάδα σε εξαφάνιση για πολλές-πολλές δεκαετίες.
Ομιλούν με άνεση για τη δήθεν ανάγκη εφαρμογής αυτών των άθλιων «μεταρρυθμίσεων», που έχουν μετατρέψει μια ευρωπαϊκή χώρα του 21ου αιώνα σε τριτοκοσμική. Συστήνονται χωρίς δισταγμό ως «οικονομολόγοι», αγνοώντας ωστόσο, (ηθελημένα;;;) όλα τα πρόσφατα και πολυάριθμα βιβλία και άρθρα που γράφονται για την Ελλάδα, από νομπελίστες και σοβαρούς Έλληνες και ξένους οικονομολόγους, και που αναλύουν με απολύτως πειστικά μέσα το ανίερο αυτό ελληνικό πρόγραμμα. Αρνούνται να κατανοήσουν ακόμη και το περιεχόμενο των εκθέσεων του ΔΝΤ (και όχι μόνο), που έμμεσα φωνάζει ¨»σταματήστε λοιπόν», SOS, γιατί οδηγείτε τη χώρα σας στην άβυσσο.
Πως εξηγείται αυτή η τόσο θλιβερή αυτή συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτικών; Εμπιστεύονται, άραγε, βελτιώσεις, που όμως κινούνται μονίμως στο χώρο της φαντασίας ή που είναι τόσο οριακές ώστε να είναι ανίκανες να επηρεάσουν την, σε βάθος, κατεστραμμένη οικονομία μας; Έχουν, άραγε, πειστεί ότι η καταστροφή της χώρας είναι μονόδρομος, που τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει; Ή, απλώς, φοβούνται να διερευνήσουν και να συζητήσουν ακόμη, τη δυνατότητα εφαρμογής μιας διαφορετικής μακροοικονομικής πολιτικής, επειδή έχουν πειστεί ότι «δεν υπάρχει ζωή εκτός του ευρώ»;
Οπωσδήποτε, για όλους αυτούς τους λόγους, και ίσως και για κάποιους άλλους, δέχονται να εφαρμόζουν, και μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης, αυτό το αδιέξοδο πρόγραμμα συμφοράς των δανειστών.
Η άλλη λύση, που με τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν σχετικά, χρειάζεται θάρρος για να εκφωνηθεί, είναι η επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα. Πρόκειται, ασφαλώς, για δύσκολο μονοπάτι, τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες εφαρμογής, κυρίως γιατί δεν υπάρχει προηγούμενο οικονομίας που να ήταν μέλος της Ευρωζώνης και να εξήλθε από αυτήν. Πρόκειται, ωστόσο, ταυτόχρονα, για λύση που υπόσχεται τη σωτηρία της Ελλάδας, ασφαλώς, κάτω από προϋποθέσεις.
Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν το τι μπορεί να προσφέρει ένα εθνικό νόμισμα, σε όρους δυνατότητας επιλογής της κατάλληλης μακροοικονομικής πολιτικής, ταχείας ανάπτυξης, δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος, εξασφάλισης απρόσκοπτης ρευστότητας και σε βάθος χρόνου απόκτησης μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας. Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ακόμη, ή θα έπρεπε να γνωρίζουν, το πόσο ανόητη είναι η φράση, που ωστόσο ακούγεται πολύ συχνά: «τι δραχμή, τι ευρώ-τι μας φταίει το ευρώ, και τι θα μας προσφέρει η δραχμή»!!!.
Το περίεργο και το ανεξήγητο, ωστόσο είναι, ότι ενώ βρισκόμαστε αναμφίβολα στο χείλος του γκρεμού[3] , αρνούμαστε κατηγορηματικά να εξετάσουμε, με τη δέουσα σοβαρότητα που απαιτεί η απελπιστική κατάστασή μας, τη λύση της δραχμής ή όπως θα ονομάσουμε το εθνικό μας νόμισμα. Με περισσή επιπολαιότητα, και χωρίς να έχει προηγηθεί μια σοβαρή μελέτη, από ειδικούς οικονομολόγους-νομισματολόγους-μακροοικονομολόγους, που:
*να συγκρίνουν το που οδεύουμε με τα μνημόνια, τις αξιολογήσεις, τις «μεταρρυθμίσεις» και τα συμπαρομαρτούντα της καταστροφής, και τι μπορούμε να περιμένουμε από το εθνικό μας νόμισμα,
*να εξετάσουν με ποιούς τρόπους θα είναι δυνατόν να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειες του αρχικού σταδίου της μετάβασης,
*να ερευνήσουν με ποιά διαδικασία, με τι όρους και τι συμφωνίες θα είναι προτιμότερο να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη,
*να καθορίσουν ποιές θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητές μας, για την ανάπτυξη, την ελάφρυνση των αρνητικών συνεπειών, για την φροντίδα των ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών κ.ο.κ.[4]
Αυτή η υπεύθυνη, η ολοκληρωμένη, η εθνική μελέτη μετάβασης, από όσο γνωρίζω δεν έγινε ποτέ. Αντιθέτως, η αντιμετώπιση αυτής της λύσης, που είναι η μόνη, εκτός της ολοσχερούς μας καταστροφής, έχει αφεθεί στην ιλαροτραγωδία δηλώσεων, όπως: «θα πεθάνουμε από την πείνα, το κρύο και την έλλειψη φαρμάκων», «ο πληθωρισμός θα φθάσει στα 500% στα 600%», «πηγαίνετε να δείτε τι γίνεται στη Βόρεια Κορέα για να καταλάβετε», «θα γίνουν πλούσιοι όσοι έχουν χρήματα στο εξωτερικό» κ.ο.κ
Αν εξαιρεθούν οι ολίγοι (όπως θα ήθελα να πιστεύω) που επιλέγουν αυτής της μορφής τα φαιδρά επιχειρήματα εναντίον του εθνικού μας νομίσματος, επειδή έχουν ίσως κάποια συμφέροντα, οι υπόλοιποι πολλοί που ενστερνίζονται ανάλογες κραυγές χωρίς περιεχόμενο, έχουν μάλλον πειστεί ότι εμείς οι Έλληνες, είμαστε ανίκανοι να σταθούμε στα πόδια μας και να ξαναφτιάξουμε την πατρίδα μας με νύχια και δόντια. Και αν είναι έτσι, είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί.
Και να ληφθεί υπόψη ότι η παρούσα διεθνής συγκυρία ευνοεί αποφασιστικά μια αλλαγή οικονομικής πορείας της Ελλάδας. Γιατί έχει προηγηθεί το GREXIT, η ιταλική οικονομία είναι σε κρίσιμη καμπή, οι σωρευμένες δυσλειτουργίες της ΕΕ-Ευρωζώνης προβάλλουν έντονες, οι εκλογές σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες απειλούν να αναδείξουν στην εξουσία τα λεγόμενα «λαϊκίστικα κόμματα», που είναι αντιευρωπαϊκά, και πάνω από όλα η εκλογή του νέου πλανητάρχη, που εκτός από την εξαγγελία του περιορισμού της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης, είναι και δηλωμένος εχθρός της Γερμανίας και του ευρώ
Σε πείσμα των πολύ σημαντικών αυτών διεξόδων, εμείς αγωνιούμε για το πότε θα υπογραφεί η προς το παρόν τελευταία «αξιολόγηση», που θα μας βυθίσει ακόμη πιο βαθιά στη φτώχεια και τη δυστυχία. Και από την πλευρά τους τα ΜΜΕ, (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) τρέμουν να ανοίξουν μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση για τη δραχμή, αλλά αρκούνται στην υπόθαλψη των ανούσιων κραυγών που βλέπουν να έρχεται ο Αρμαγεδδών με τη δραχμή, αλλά όχι με τη συνέχιση της γενοκτονικής αυτής κατάστασης.
marianegreponti-delivanis