Οριστικά και αμετάκλητα τα ομόφυλα ζευγάρια δεν μπορούν να τελέσουν πολιτικό γάμο στην Ελλάδα, αλλά μπορούν να
αρκεστούν σε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης.
Ο Άρειος Πάγος ακύρωσε το πολιτικό γάμο που είχε συνάψει στην Τήλο ομόφυλο ζευγάρι και σύμφωνα με τον δικηγόρο τους Βασίλη Χειρδάρη θα προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέρει το protothema.gr
Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Πολιτικό Δικαστήριο ύστερα από αίτηση αναίρεσης του ομόφυλου ζευγαριού κατά απόφασης του Εισαγγελέα Ρόδου που ακύρωνε το γάμο τους. Ο γάμος είχε γίνει τον Ιούνιο του 2008 στο δημαρχείο της Τήλου.
Οι αρεοπαγίτες
έκριναν ότι η ενέργεια αυτή εκ μέρους του εισαγγελέα «δεν αποτελεί
επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των εν λόγω προσώπων (σ.σ.: του ομόφυλου
ζεύγους ), αλλά προβλεπόμενη από το νόμο διαδικαστική ενέργεια, που
αποτελεί μέτρο αναγκαίο για την προστασία της ηθικής, ενόψει του
ενδιαφέροντος της Πολιτείας για την ομαλή διαμόρφωση και λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων.
Όμως, κατά τους αρεοπαγίτες δεν αποτελεί επέμβαση «στην οικογενειακή ζωή των εν λόγω προσώπων, για το λόγο ότι κυρίως στην περίπτωση του «γάμου» δύο προσώπων του ιδίου φύλου το ζητούμενο είναι κατά πόσον υπάρχει μεταξύ των προσώπων αυτών «οικογένεια», η νομική έννοια της οποίας έχει ως σταθερά στοιχεία το γάμο και τη συγγένεια έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα προστασίας της».
Ο Άρειος Πάγος ερμηνεύοντας τις διατάξεις
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
επισημαίνουν ότι δεν επιλύεται το ζήτημα του ενδεχόμενου γάμου, μεταξύ
ομόφυλων ζευγαριών, αλλά αντίθετα εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη και στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις για να είναι έγκυρος ένας τέτοιος γάμος.
Δηλαδή, ο Έλληνας νομοθέτης θα καθορίσει το θέμα αυτό του γάμου ομόφυλων ζευγαριών.
Παράλληλα, αναφέρουν οι δικαστές ότι «ακριβώς για το λόγο αυτό σε όσες Ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία, Σουηδία, Ισπανία κ.λπ. ) θεσπίστηκε κατά τα τελευταία έτη ο γάμος ομόφυλων προσώπων, τούτο υπήρξε αποτέλεσμα νομοθετικής πρωτοβουλίας του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη και όχι υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ».
Μάλιστα σημειώνεται στην αρεοπαγιτική απόφαση ότι η βούληση του Έλληνα νομοθέτη φτάνει – τουλάχιστον επί του παρόντος– μέχρι την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, γεγονός το οποίο, κατά τους δικαστές «ανεξάρτητα από τον αντίλογο που θα μπορούσε να παραθέσει κανείς, αποτελεί την έκφραση της βούλησης της εσωτερικής έννομης τάξης, η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού , που δεν αποδέχεται τη θέσπιση γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια».
Ο δικηγόρος του ομόφυλου ζευγαριού Βασίλης Χειρδάρης μετά την έκδοση της αρεοπαγιτικής απόφασης δήλωσε τα εξής:
“Η απόφαση του Αρείου Πάγου κρίνει αμετάκλητα ότι ο γάμος των ομοφύλων που έγινε στην Τήλο δεν έχει νομική υπόσταση.
Η απόφαση αγνοεί τις κοινωνικές, ιστορικές, νομολογιακές και νομοθετικές εξελίξεις για τον γάμο των ομοφύλων και τις διεργασίες που γίνονται σε παγκόσμιο πιά επίπεδο καθώς και τη
σύγχρονη πραγματικότητα και στηρίζεται ερμηνευτικά στον Ρωμαίο
νομοδιδάσκαλο Μοδεστίνο του 3ου μ.Χ. αιώνα, που έδωσε ένα ορισμό για τον
γάμο που έχει ξεπεραστεί από την πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια.
Ο Άρειος Πάγος «γαντζώνεται» στις
παραδοσιακές δομές της κοινωνίας και κατανοεί την έννοια της οικογένειας
αντίθετα με τη δημιουργική και εξελικτική ερμηνεία του όρου από τα
Δικαστήρια του Στρασβούργου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυτικών
κρατών.
Ταυτίζει την οικογένεια με το γάμο και τη
συγγένεια, αποκλείοντας κάθε άλλη μορφή συμβίωσης. Πλέον όμως, αυτή η
ταύτιση έχει ξεπεραστεί από όλη τη σύγχρονη νομολογία, που έχει καταστεί
πάγια και σταθερή.
Ο Άρειος Πάγος εξοβελίζει από την έννοια της οικογένειας όσους
δεν είναι παντρεμένοι και δεν έχουν συγγένεια, νομολογιακή θέση που δεν
συμβαδίζει με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και μας πηγαίνει
πολλά χρόνια πίσω.
Μάλιστα, το δικαστήριο του Στρασβούργου
επέκτεινε την έννοια της οικογένειας περιλαμβάνοντας σ΄ αυτήν και
σχέσεις που δεν διαθέτουν το χαρακτηριστικό της συγκατοίκησης, καθώς και
αυτές που δεν είναι σύμφωνες με την εθνική νομοθεσία”.