Όταν ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στην ηγεσία του Συνασπισμού και ξεκίνησε τη πορεία που
τον οδήγησε στο Μέγαρο Μαξίμου και την πρωθυπουργία, αποτελούσε την εξαίρεση σε σχέση με τους άλλους πολιτικούς της γενιάς του, καθώς δεν έμοιαζε να είναι ένας παραδοσιακός «επαγγελματίας της πολιτικής».
Αντίθετα, έδειχνε να είναι ένας άνθρωπος του κινήματος. Στρατεύτηκε νωρίς στην Αριστερά, αρχικά μέσα από τις γραμμές της ΚΝΕ και ήδη στα 15 του ήταν ήδη ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των μαθητικών καταλήψεων ενάντια στις προτάσεις του τότε υπουργού Παιδείας Κοντογιαννόπουλου.
Ως φοιτητής, με την χαρακτηριστική του κοτσίδα ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους συνδικαλιστές του χώρου του Συνασπισμού και είχε ενεργό δράση στις φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις της δεκαετίας του 1990.
Αργότερα, ως στέλεχος και γραμματέας της νεολαίας του Συνασπισμού δεν έλειπε από κινητοποιήσεις, συμμετέχοντας μάλιστα και στη μαζική αποστολή του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ στη διεθνή κινητοποίηση κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα το 2001.
Ακόμη και όταν επελέγη για επικεφαλής της δημοτικής κίνησης Ανοιχτή Πόλη που εκπροσωπούσε τον Συνασπισμό αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα το 2006, πάλι η υποψηφιότητά του παρέπεμπε στην «κινηματική ψυχή» του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό το λόγο και είχε γίνει και αποδεκτή. Φάνηκε αυτό, άλλωστε, και στον τρόπο που και αυτός όπως και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πήραν τοποθέτηση υπέρ των μαθητικών κινητοποιήσεων το Δεκέμβρη του 2008.
Όσοι τον θυμούνται από εκείνη την περίοδο, αναφέρονται σε ένα νεαρό πολιτικό στέλεχος με ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις. Άλλωστε, είναι η εποχή που οξυνόταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και την «ανανεωτική» και το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας αναφέρονταν στην ανατροπή του καπιταλισμού σε ρήξη με τον πιο μεταρρυθμιστικό λόγο που παραδοσιακά χαρακτήριζε αυτό τον χώρο.
Όμως και στην περίοδο των Μνημονίων η ρητορική του Τσίπρα όπως και συνολικά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ιδιαίτερα ριζοσπαστική. Άλλωστε, μετά την αποχώρηση των στελεχών που έφτιαξαν τη ΔΗΜΑΡ ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε μια ταυτότητα αρκετά πιο αριστερή.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κέρδισε τις εκλογές του 2015 με το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που κυρίως έθετε άμεσους στόχους, όμως το αίτημα της ρήξης με τα μνημόνια και επί της ουσίας την Ευρώπη ακουγόταν σχεδόν επαναστατικό. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την περίοδο των πρώτων μηνών διακυβέρνησης και μέχρι το δημοψήφισμα ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζονταν από την παγκόσμια αριστερά ως το πιο σημαντικό πείραμα αριστερής διακυβέρνησης στην Ευρώπη και ως περίπου ισότιμης σημασίας με αυτά στη Λατινική Αμερική. Εκατοντάδες ήταν οι ακτιβιστές από όλο τον κόσμο που ήρθαν στην Ελλάδα για να δουν από κοντά αυτό το πείραμα, ενώ μερικοί από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας από τον Σλαβόι Ζίζεκ μέχρι τον Αλαίν Μπαντιού εξέφρασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την υποστήριξή τους στο εγχείρημα του Αλέξη Τσίπρα.
Βέβαια οι πιο προσεκτικοί παρατηρητές θα μπορούσαν να δουν μια διαρκή «ρεαλιστικότερη» προσαρμογή του λόγου και της κατεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 έως το 2015. Στην πραγματικότητα, ήδη από όταν έγινε πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας ήταν εμφανές ότι δεν προετοιμαζόταν για… επανάσταση αλλά σκληρή διαπραγμάτευση. Ας μην ξεχνάμε ότι η επιλογή του Γιάνη Βαρουφάκη αντί π.χ. κάποιου σαν τον Γιάννη Μηλιό, βασικό υπεύθυνου τα προηγούμενα χρόνια για την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, είχε θεωρηθεί από πολλούς ως «δεξιά» μετατόπιση. Ακόμη κι έτσι όμως τίποτε δεν προμήνυε την μετέπειτα μεταμόρφωση του Αλέξη Τσίπρα.
Το σημείο καμπής ήταν η διαπραγμάτευση αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας αντί να επιλέξει π.χ. να προσφύγει σε κάλπες με ανοιχτό το ερώτημα της συμφωνίας, επέλεξε πρώτα να ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο και μετά να διεκδικήσει την πρωθυπουργία ξανά για να το εφαρμόσει, να εφαρμόσει δηλαδή τις πολιτικές εναντίον των οποίων μέχρι τότε εξεγείρονταν.
Για ένα μεταβατικό διάστημα η επιλογή αυτή παρουσιάστηκε ως οδυνηρός συμβιβασμός, ως κάτι που έκαναν αλλά «δεν πίστευαν». Είναι η εποχή του «παράλληλου προγράμματος» και της προσπάθειας καθησυχασμού του αριστερού ακροατηρίου ότι «δεν έχουν χάσει την ψυχή τους».
Όμως αυτή η περίοδος δεν κράτησε πολύ. Χρειάστηκαν μερικές αξιολογήσεις ακόμη ώστε ο Αλέξης Τσίπρας πλέον να μην κάνει διάκριση ανάμεσα στο τι πιστεύει ως αριστερός και το τι πράττει ως πρωθυπουργός. Ήδη από τη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου το 2016 αλλά και την ετοιμότητα με την οποία προχώρησε στην ολοκλήρωση και συνέχιση μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων, φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας πλέον ενστερνίζονταν πλήρως τον πυρήνα μιας πολιτικής την οποία μόνο ως νεοφιλελεύθερη θα μπορούσε κανένας να χαρακτηρίσει.
Ακόμη και η προσπάθειά του να δείξει «κοινωνικό πρόσωπο» κυρίως περιορίστηκε σε μια επιδοματική πολιτική, εντός της δημοσιονομικής πειθαρχίας και με τρόπο που σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με το ιστορικό αίτημα της Αριστεράς για αναδιανομή του πλούτου. Αντίθετα, επί των ημερών του Αλέξη Τσίπρα οι δείκτες κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα παρέμειναν υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να υπογραμμίσει την προοδευτικότητά του κυρίως με μέτρα που αφορούσαν του θεσμούς (σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ.). Όμως, αυτά τα μέτρα δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν αριστερά ή ριζοσπαστικά, εφόσον αρκετοί κεντρώοι και κεντροδεξιοί τα υποστήριξαν.
Με αυτή την έννοια η γραβάτα του Τσίπρα ήρθε απλώς να επικυρώσει όχι την «καθαρή έξοδο» αλλά την πλήρη προσχώρησή του στις πολιτικές που κάποτε κατήγγειλε.
Ο πάλαι ποτέ καταληψίας είναι πλέον ο πρωθυπουργός που χειρίστηκε και επικύρωσε όχι μόνο την παραμονή της χώρας σε καθεστώς επιτροπείας αλλά και την δέσμευση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε μια πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, σκληρής μισθολογικής λιτότητας, και απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας για πολλές δεκαετίες. Ο πάλαι ποτέ επικριτής του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού πλέον δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταυτίζει την ανάπτυξη με τις ιδιωτικές επενδύσεις και να αποδέχεται ως αυτονόητη ανάγκη τη «δημοσιονομική πειθαρχία». Ο πάλαι ποτέ «άνθρωπος του κινήματος» κατάφερε τελικά να γίνει ο άνθρωπος που οδήγησε τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα στις μεγαλύτερες ήττες τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να είναι ταυτόχρονα ο άνθρωπος που οδήγησε την Αριστερά στη μεγαλύτερη πολιτική της επιτυχία αλλά και ο άνθρωπος που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγήθηκε της μετάλλαξής της σε δύναμη που εφαρμόζει συστημικές πολιτικές, δηλαδή κατάφερε να ηγηθεί και του μέγιστου θριάμβου και της μέγιστης ανυποληψίας της. Επίτευγμα εντυπωσιακό, αλλά όχι απαραίτητα ζηλευτό.
τον οδήγησε στο Μέγαρο Μαξίμου και την πρωθυπουργία, αποτελούσε την εξαίρεση σε σχέση με τους άλλους πολιτικούς της γενιάς του, καθώς δεν έμοιαζε να είναι ένας παραδοσιακός «επαγγελματίας της πολιτικής».
Αντίθετα, έδειχνε να είναι ένας άνθρωπος του κινήματος. Στρατεύτηκε νωρίς στην Αριστερά, αρχικά μέσα από τις γραμμές της ΚΝΕ και ήδη στα 15 του ήταν ήδη ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των μαθητικών καταλήψεων ενάντια στις προτάσεις του τότε υπουργού Παιδείας Κοντογιαννόπουλου.
Ως φοιτητής, με την χαρακτηριστική του κοτσίδα ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους συνδικαλιστές του χώρου του Συνασπισμού και είχε ενεργό δράση στις φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις της δεκαετίας του 1990.
Αργότερα, ως στέλεχος και γραμματέας της νεολαίας του Συνασπισμού δεν έλειπε από κινητοποιήσεις, συμμετέχοντας μάλιστα και στη μαζική αποστολή του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ στη διεθνή κινητοποίηση κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα το 2001.
Ακόμη και όταν επελέγη για επικεφαλής της δημοτικής κίνησης Ανοιχτή Πόλη που εκπροσωπούσε τον Συνασπισμό αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα το 2006, πάλι η υποψηφιότητά του παρέπεμπε στην «κινηματική ψυχή» του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό το λόγο και είχε γίνει και αποδεκτή. Φάνηκε αυτό, άλλωστε, και στον τρόπο που και αυτός όπως και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πήραν τοποθέτηση υπέρ των μαθητικών κινητοποιήσεων το Δεκέμβρη του 2008.
Όσοι τον θυμούνται από εκείνη την περίοδο, αναφέρονται σε ένα νεαρό πολιτικό στέλεχος με ιδιαίτερα ριζοσπαστικές απόψεις. Άλλωστε, είναι η εποχή που οξυνόταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και την «ανανεωτική» και το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας αναφέρονταν στην ανατροπή του καπιταλισμού σε ρήξη με τον πιο μεταρρυθμιστικό λόγο που παραδοσιακά χαρακτήριζε αυτό τον χώρο.
Όμως και στην περίοδο των Μνημονίων η ρητορική του Τσίπρα όπως και συνολικά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ιδιαίτερα ριζοσπαστική. Άλλωστε, μετά την αποχώρηση των στελεχών που έφτιαξαν τη ΔΗΜΑΡ ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε μια ταυτότητα αρκετά πιο αριστερή.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κέρδισε τις εκλογές του 2015 με το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που κυρίως έθετε άμεσους στόχους, όμως το αίτημα της ρήξης με τα μνημόνια και επί της ουσίας την Ευρώπη ακουγόταν σχεδόν επαναστατικό. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την περίοδο των πρώτων μηνών διακυβέρνησης και μέχρι το δημοψήφισμα ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζονταν από την παγκόσμια αριστερά ως το πιο σημαντικό πείραμα αριστερής διακυβέρνησης στην Ευρώπη και ως περίπου ισότιμης σημασίας με αυτά στη Λατινική Αμερική. Εκατοντάδες ήταν οι ακτιβιστές από όλο τον κόσμο που ήρθαν στην Ελλάδα για να δουν από κοντά αυτό το πείραμα, ενώ μερικοί από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας από τον Σλαβόι Ζίζεκ μέχρι τον Αλαίν Μπαντιού εξέφρασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την υποστήριξή τους στο εγχείρημα του Αλέξη Τσίπρα.
Βέβαια οι πιο προσεκτικοί παρατηρητές θα μπορούσαν να δουν μια διαρκή «ρεαλιστικότερη» προσαρμογή του λόγου και της κατεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 έως το 2015. Στην πραγματικότητα, ήδη από όταν έγινε πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας ήταν εμφανές ότι δεν προετοιμαζόταν για… επανάσταση αλλά σκληρή διαπραγμάτευση. Ας μην ξεχνάμε ότι η επιλογή του Γιάνη Βαρουφάκη αντί π.χ. κάποιου σαν τον Γιάννη Μηλιό, βασικό υπεύθυνου τα προηγούμενα χρόνια για την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, είχε θεωρηθεί από πολλούς ως «δεξιά» μετατόπιση. Ακόμη κι έτσι όμως τίποτε δεν προμήνυε την μετέπειτα μεταμόρφωση του Αλέξη Τσίπρα.
Το σημείο καμπής ήταν η διαπραγμάτευση αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας αντί να επιλέξει π.χ. να προσφύγει σε κάλπες με ανοιχτό το ερώτημα της συμφωνίας, επέλεξε πρώτα να ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο και μετά να διεκδικήσει την πρωθυπουργία ξανά για να το εφαρμόσει, να εφαρμόσει δηλαδή τις πολιτικές εναντίον των οποίων μέχρι τότε εξεγείρονταν.
Για ένα μεταβατικό διάστημα η επιλογή αυτή παρουσιάστηκε ως οδυνηρός συμβιβασμός, ως κάτι που έκαναν αλλά «δεν πίστευαν». Είναι η εποχή του «παράλληλου προγράμματος» και της προσπάθειας καθησυχασμού του αριστερού ακροατηρίου ότι «δεν έχουν χάσει την ψυχή τους».
Όμως αυτή η περίοδος δεν κράτησε πολύ. Χρειάστηκαν μερικές αξιολογήσεις ακόμη ώστε ο Αλέξης Τσίπρας πλέον να μην κάνει διάκριση ανάμεσα στο τι πιστεύει ως αριστερός και το τι πράττει ως πρωθυπουργός. Ήδη από τη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου το 2016 αλλά και την ετοιμότητα με την οποία προχώρησε στην ολοκλήρωση και συνέχιση μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων, φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας πλέον ενστερνίζονταν πλήρως τον πυρήνα μιας πολιτικής την οποία μόνο ως νεοφιλελεύθερη θα μπορούσε κανένας να χαρακτηρίσει.
Ακόμη και η προσπάθειά του να δείξει «κοινωνικό πρόσωπο» κυρίως περιορίστηκε σε μια επιδοματική πολιτική, εντός της δημοσιονομικής πειθαρχίας και με τρόπο που σίγουρα δεν έχει καμιά σχέση με το ιστορικό αίτημα της Αριστεράς για αναδιανομή του πλούτου. Αντίθετα, επί των ημερών του Αλέξη Τσίπρα οι δείκτες κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα παρέμειναν υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να υπογραμμίσει την προοδευτικότητά του κυρίως με μέτρα που αφορούσαν του θεσμούς (σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ.). Όμως, αυτά τα μέτρα δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν αριστερά ή ριζοσπαστικά, εφόσον αρκετοί κεντρώοι και κεντροδεξιοί τα υποστήριξαν.
Με αυτή την έννοια η γραβάτα του Τσίπρα ήρθε απλώς να επικυρώσει όχι την «καθαρή έξοδο» αλλά την πλήρη προσχώρησή του στις πολιτικές που κάποτε κατήγγειλε.
Ο πάλαι ποτέ καταληψίας είναι πλέον ο πρωθυπουργός που χειρίστηκε και επικύρωσε όχι μόνο την παραμονή της χώρας σε καθεστώς επιτροπείας αλλά και την δέσμευση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής σε μια πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, σκληρής μισθολογικής λιτότητας, και απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας για πολλές δεκαετίες. Ο πάλαι ποτέ επικριτής του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού πλέον δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταυτίζει την ανάπτυξη με τις ιδιωτικές επενδύσεις και να αποδέχεται ως αυτονόητη ανάγκη τη «δημοσιονομική πειθαρχία». Ο πάλαι ποτέ «άνθρωπος του κινήματος» κατάφερε τελικά να γίνει ο άνθρωπος που οδήγησε τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα στις μεγαλύτερες ήττες τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να είναι ταυτόχρονα ο άνθρωπος που οδήγησε την Αριστερά στη μεγαλύτερη πολιτική της επιτυχία αλλά και ο άνθρωπος που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγήθηκε της μετάλλαξής της σε δύναμη που εφαρμόζει συστημικές πολιτικές, δηλαδή κατάφερε να ηγηθεί και του μέγιστου θριάμβου και της μέγιστης ανυποληψίας της. Επίτευγμα εντυπωσιακό, αλλά όχι απαραίτητα ζηλευτό.