Εχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις και ανησυχίες για τον αλυτρωτισμό στην πΓΔΜ
Όταν ο Δημήτρης Κουτσούμπας, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Τσίπρα, κατηγόρησε την κυβερνητική πλευρά για αποδοχή των «ανιστόρητων θέσεων περί “Μακεδονικού έθνους”, “Μακεδονικής γλώσσας”, που αποτελούν βασικά στηρίγματα του αλυτρωτισμού» και δήλωσε την αντίθεση του κόμματός στη συμφωνία Τσίπρα –
Ζάεφ για το ονοματολογικό, αρκετοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν ότι η στάση του ΚΚΕ τους τελευταίους μήνες απέναντι στην διαπραγμάτευση με την πΓΔΜ αποτελεί μετατόπιση από ιστορικά διαμορφωμένες θέσεις του αριστερού κινήματος.
«Ευκαιριακή και οππορτουνιστική» χαρακτήρισε τη στάση του ΚΚΕ ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού Θανάσης Καρτερός.
Ο διευθυντής της Αυγής Άγγελος Τσέκερης θα υποστηρίξει ότι η στάση του ΚΚΕ «εξυπηρετεί αντικειμενικά τις επιδιώξεις του εθνικιστικού μπλοκ και των διαφόρων Γεωργιάδηδων και Λοβέρδων». Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πετρόπουλος, για πολλά χρόνια στέλεχος του ΚΚΕ, θα υποστηρίξει με αρθρογραφία του στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι αυτή η θέση «ταυτίζει αντικειμενικά το ΚΚΕ με τους εθνικιστικούς κύκλους στη χώρα μας και στην ΠΓΔΜ που είναι ενάντια σε όποια συμφωνία».
Εκπληξη για το ΚΚΕ
Αντίστοιχα, ο βουλευτής Φλωρίνης του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Σέλτσας υποστήριξε ότι «ειλικρινά εξεπλάγην με τη θέση και την τοποθέτηση του κ. Κουτσούμπα στη Βουλή. Με την αποχώρησή του, το ΚΚΕ ήταν σαν να αφήνει ένα κομμάτι της ιστορίας του απροστάτευτο, δυστυχώς. Είναι μεγάλο πλήγμα και έντονα εξέφρασα στους παλιούς μου συντρόφους -υπήρξα για πολλά χρόνια μέλος του ΚΚΕ- την αγανάκτησή μου. Πρέπει να επανεξετάσουν τη στάση τους. Άφησαν τον κόσμο που είχε στηριχθεί πάνω τους, που είχε δώσει το αίμα του, τους άφησαν έτσι». Ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος, ιστορικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσε με άρθρο του στην εφημερίδα «Εποχή» να υποστηρίξει ότι «το ΚΚΕ ταυτίζεται με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη σαμαρική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας».
Όντως σε μια πρώτη ανάγνωση οι θέσεις που εξέφρασε ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ φαντάζουν απόκλιση από τις ιστορικά διαμορφωμένες θέσεις του πολιτικού χώρου. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις θέσεις των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι περισσότερες καθ’ υπαγόρευση από την Κομμουνιστική Διεθνή, περί «ανεξάρτητης Μακεδονίας», τις οποίες το ΚΚΕ αποκήρυξε ήδη από την 6η Ολομέλεια του 1934 (για να τις επαναφέρει πρόσκαιρα και μέσα στην κορύφωση των τελευταίων μαχών του Εμφυλίου στη διαβόητη 5η Ολομέλεια του 1949).
Κυρίως αναφερόμαστε στο ότι ιστορικά το ΚΚΕ, όπως και συνολικά η ελληνική -κομμουνιστικής προέλευσης- αριστερά, υπήρξε ο πολιτικός χώρος που υποστήριξε διαχρονικά τη θέση ότι υπάρχει μια διακριτή σλαβομακεδονική γλώσσα και ταυτότητα και μάλιστα υπερασπίστηκε και τα δικαιώματά των σλαβομακεδόνων στον ελλαδικό χώρο. Άλλωστε, αυτό το νόημα είχε και η προσπάθεια του ΚΚΕ και στην Κατοχή και αργότερα στον Εμφύλιο αλλά και αργότερα στις περιοχές των πολιτικών προσφύγων να έχει και διακριτές οργανώσεις σλαβομακεδόνων και να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους στην διακριτή γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα.
Άλλωστε, για πολλά χρόνια το ΚΚΕ ήταν ο μόνος πολιτικός χώρος που υπερασπιζόταν το δικαίωμα επιστροφής και των πολιτικών προσφύγων σλαβομακεδονικής καταγωγής, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που συνέχισαν να υφίστανται τις επιπτώσεις του Εμφυλίου ακόμη και μετά την οριστική άρση των συνεπειών στη δεκαετία του 1980.
Πάντα διακριτικά
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση των εξέλιξης των τοποθετήσεων του ΚΚΕ πάνω στο θέμα θα δει ότι πάντα υπήρχε μια διακριτική απόσταση από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «μακεδονικός εθνικισμός» ή «αλυτρωτισμός». Άλλωστε, αυτή ήταν μια αντιπαράθεση που υπήρξε ακόμη και στη διάρκεια του Εμφυλίου όταν το ΚΚΕ ήταν αντίθετο στην προσπάθεια τεθεί εκ νέου θέμα «Ανεξάρτητης Μακεδονίας» (και συνολικά επαναχάραξης συνόρων που έβαζαν με διάφορους τρόπους τόσο οι Γιουγκοσλάβοι όσο και οι Βούλγαροι κομμουνιστές). Γι’ αυτό και διαμόρφωσε τη δική του πολιτική παρέμβαση στους σλαβομακεδόνες κύρια με το κριτήριο να απαντήσει στην επιρροή των Γιουγκοσλάβων που άφηναν στη νεοσύστατη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» το ελεύθερο να κάνει αλυτρωτική προπαγάνδα. Με την εξαίρεση ενός σύντομου διαστήματος το 1949, που επανήλθε η θέση για «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» στη Μακεδονία, κίνηση που κατά τους ιστορικούς πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις πιεστικές συνθήκες της τελευταίας φάσης του Εμφυλίου και την ιδιαίτερη βαρύτητα των σλαβομακεδόνων στις γραμμές των μαχητών του, το ΚΚΕ συνολικά ήταν πάντα επιφυλακτικό απέναντι στον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό και εθνικισμό.
Γι’ αυτό και αρκετά χρόνια αργότερα, το ΚΚΕ είχε αισθανθεί ότι γύρω από το θέμα θα μπορούσαν να ανοίξουν διεργασίες που θα οδηγούσαν σε επικίνδυνες εξελίξεις. Όταν στη δεκαετία του 1980 είχε ξεκινήσει ξανά να εγείρεται θέμα «Μακεδονικό», κύρια από τις οργανώσεις των «Μακεδόνων» της διασποράς, με αποκορύφωμα τα επεισόδια στην επίσκεψη Σαρτζετάκη στη Μελβούρνη, ο Χαρίλαος Φλωράκης είχε δηλώσει το 1988 ότι «για το ΚΚΕ μακεδονική μειονότητα δεν υπάρχει».
Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σημερινή θέση του ΚΚΕ είναι συνεπής προς τη σαφή του επιφύλαξη, εδώ και αρκετές δεκαετίες, απέναντι στον αλυτρωτισμό κύκλων της γείτονος χώρας και της ρητορικής της. Μάλιστα, η επιφύλαξη αυτή απέναντι σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διεκδίκηση «μακεδονικής» ταυτότητας ή διεκδίκησης καθεστώτος μειονότητας για τους σλαβόφωνους στην Ελλάδα διακατέχει αρκετά στελέχη με προέλευση από το χώρο του ΚΚΕ. Την βλέπει για παράδειγμα κανείς στην σκληρή κριτική που κάνει στη συμφωνία ως υποχώρηση έναντι του αλυτρωτισμού της πΓΔΜ ο επικεφαλής της ΛΑΕ Παναγιώτης Λαφαζάνης, που υπήρξε για χρόνια στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Φλωράκη.
Και η Παπαρήγα
Άλλωστε, ανάλογες θέσεις με αυτές που διατύπωση από βήματος Βουλής ο Δημήτρης Κουτσούμπας είχε διατυπώσει και η προκάτοχός του Αλέκα Παπαρρήγα σε συνέντευξή της το 2011 σε εφημερίδα της πΓΔΜ:
«Η Μακεδονία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια, όπου ζούνε διάφορα έθνη. Με βάση τη μαρξιστική αντίληψη, θεωρούμε πως το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στην ΠΓΔΜ δημιουργήθηκε μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνέτρεξαν οι αναγκαίοι όροι (της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής, του πολιτισμού) στα πλαίσια της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σλαβόφωνοι. Όλοι είναι Έλληνες πολίτες (και αρκετοί από αυτούς είναι σλαβικής καταγωγής) και όλοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφής διάκριση σε βάρος τους και την αντιπαλεύουμε όπου και στο βαθμό που υπάρχει. Οι σλαβόφωνοι στη χώρα μας διαχρονικά δεν είχαν ταυτόσημη εθνική συνείδηση. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, άλλοι από αυτούς πολέμησαν στο πλευρό της Ελλάδας κι άλλοι της Βουλγαρίας. Σήμερα είναι πλέον δίγλωσσοι, σε μεγάλο βαθμό ζουν διάσπαρτοι σ’ ολόκληρη τη χώρα λόγω εσωτερικής μετανάστευσης, μεικτών γάμων κλπ. Δεν συντρέχουν, με άλλα λόγια, λόγοι αναγνώρισης κάποιας «μειονότητας».
Απ’ την άλλη μεριά, παρατηρούμε πως η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ και διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι στην ΠΓΔΜ – έχοντας την υποστήριξη και των ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ και ΕΕ) – πρόβαλαν τα τελευταία χρόνια έντονα το ζήτημα της αναγνώρισης «μακεδονικής» εθνότητας (και αντίστοιχα αλύτρωτης «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας), εδαφικών διεκδικήσεων κ.ά.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο «παιχνίδι», αφού γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι ιμπεριαλιστές δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους λαούς και τις μειονότητες, αλλά μόνο για την προώθηση των ταξικών και γεωπολιτικών συμφερόντων τους. Το «παιχνίδι» αυτό αποκτά νέες διαστάσεις στην περιοχή μας, μετά την ΝΑΤΟική επέμβαση, την κατοχή του Κοσσόβου, καθώς και την τελευταία απαράδεκτη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης για το ζήτημα της αναγνώρισης της «ανεξαρτησίας» του Κοσσόβου.
Να, γιατί λέμε πως κι οι πρώην σύντροφοί μας, αντάρτες του ηρωικού Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που βρίσκονται στη χώρα σας, ήταν Έλληνες πολίτες, σλαβόφωνοι κι αρκετοί απ’ αυτούς και σλαβικής καταγωγής. Βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά ακριβώς γιατί αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές του ΔΣΕ. Στερήθηκαν, αδίκως, την ελληνική υπηκοότητα για την πολιτική δράση τους. Κακώς η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1982, εξαίρεσε αυτούς τους αγωνιστές από το νόμο για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων.»
«Εαμοβούλγαροι»
Όμως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι εδώ υπάρχει και ένα στοιχείο ακόμη. Το ΚΚΕ πλήρωσε ακριβά στην ιστορική του διαδρομή όποτε πήρε θέσεις που δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή πληθυσμών. Από τις διώξεις με βάση το «Ιδιώνυμο» προπολεμικά, στη ρετσινιά του «Εαμοβούλγαρου» του Εμφυλίου, βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο για τις θέσεις του, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα εδώ και αρκετές δεκαετίες η θέση του είναι σαφώς υπέρ της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Έτσι και σήμερα, σε μια περίοδο που αισθάνεται ότι μπορεί να στέκεται απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος κατηγορώντας το για εθελοδουλία απέναντι στον ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ, δεν έχει λόγω να βρεθεί κατηγορούμενο για μειοδοσία.
Επιπλέον, είναι εμφανές ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, θεωρεί ότι μπορεί σήμερα να επικοινωνήσει με ένα μέρος της γενικευμένης δυσαρέσκειας για τη συμφωνία με την πΓΔΜ και να την «μπολιάσει» με τη δική του ιδιαίτερη οπτική, ελπίζοντας προφανώς και σε πολιτικά και εκλογικά οφέλη.
Από την άλλη, όμως, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα με βαθιά (ενίοτε και οδυνηρή) γνώση του θέματος και με αυτή την έννοια οι επιφυλάξεις του δεν βγαίνουν απλώς ως τακτική επιλογή αλλά αντανακλούν και πραγματικούς φόβους για το πώς μπορεί το άνοιγμα εκ νέου ζητημάτων εθνοτήτων στα Βαλκάνια να τα μετατρέψει εκ νέου σε πυριτιδαποθήκη.
BHMA
Όταν ο Δημήτρης Κουτσούμπας, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Τσίπρα, κατηγόρησε την κυβερνητική πλευρά για αποδοχή των «ανιστόρητων θέσεων περί “Μακεδονικού έθνους”, “Μακεδονικής γλώσσας”, που αποτελούν βασικά στηρίγματα του αλυτρωτισμού» και δήλωσε την αντίθεση του κόμματός στη συμφωνία Τσίπρα –
Ζάεφ για το ονοματολογικό, αρκετοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν ότι η στάση του ΚΚΕ τους τελευταίους μήνες απέναντι στην διαπραγμάτευση με την πΓΔΜ αποτελεί μετατόπιση από ιστορικά διαμορφωμένες θέσεις του αριστερού κινήματος.
«Ευκαιριακή και οππορτουνιστική» χαρακτήρισε τη στάση του ΚΚΕ ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού Θανάσης Καρτερός.
Ο διευθυντής της Αυγής Άγγελος Τσέκερης θα υποστηρίξει ότι η στάση του ΚΚΕ «εξυπηρετεί αντικειμενικά τις επιδιώξεις του εθνικιστικού μπλοκ και των διαφόρων Γεωργιάδηδων και Λοβέρδων». Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πετρόπουλος, για πολλά χρόνια στέλεχος του ΚΚΕ, θα υποστηρίξει με αρθρογραφία του στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι αυτή η θέση «ταυτίζει αντικειμενικά το ΚΚΕ με τους εθνικιστικούς κύκλους στη χώρα μας και στην ΠΓΔΜ που είναι ενάντια σε όποια συμφωνία».
Εκπληξη για το ΚΚΕ
Αντίστοιχα, ο βουλευτής Φλωρίνης του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Σέλτσας υποστήριξε ότι «ειλικρινά εξεπλάγην με τη θέση και την τοποθέτηση του κ. Κουτσούμπα στη Βουλή. Με την αποχώρησή του, το ΚΚΕ ήταν σαν να αφήνει ένα κομμάτι της ιστορίας του απροστάτευτο, δυστυχώς. Είναι μεγάλο πλήγμα και έντονα εξέφρασα στους παλιούς μου συντρόφους -υπήρξα για πολλά χρόνια μέλος του ΚΚΕ- την αγανάκτησή μου. Πρέπει να επανεξετάσουν τη στάση τους. Άφησαν τον κόσμο που είχε στηριχθεί πάνω τους, που είχε δώσει το αίμα του, τους άφησαν έτσι». Ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος, ιστορικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσε με άρθρο του στην εφημερίδα «Εποχή» να υποστηρίξει ότι «το ΚΚΕ ταυτίζεται με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη σαμαρική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας».
Όντως σε μια πρώτη ανάγνωση οι θέσεις που εξέφρασε ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ φαντάζουν απόκλιση από τις ιστορικά διαμορφωμένες θέσεις του πολιτικού χώρου. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις θέσεις των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι περισσότερες καθ’ υπαγόρευση από την Κομμουνιστική Διεθνή, περί «ανεξάρτητης Μακεδονίας», τις οποίες το ΚΚΕ αποκήρυξε ήδη από την 6η Ολομέλεια του 1934 (για να τις επαναφέρει πρόσκαιρα και μέσα στην κορύφωση των τελευταίων μαχών του Εμφυλίου στη διαβόητη 5η Ολομέλεια του 1949).
Κυρίως αναφερόμαστε στο ότι ιστορικά το ΚΚΕ, όπως και συνολικά η ελληνική -κομμουνιστικής προέλευσης- αριστερά, υπήρξε ο πολιτικός χώρος που υποστήριξε διαχρονικά τη θέση ότι υπάρχει μια διακριτή σλαβομακεδονική γλώσσα και ταυτότητα και μάλιστα υπερασπίστηκε και τα δικαιώματά των σλαβομακεδόνων στον ελλαδικό χώρο. Άλλωστε, αυτό το νόημα είχε και η προσπάθεια του ΚΚΕ και στην Κατοχή και αργότερα στον Εμφύλιο αλλά και αργότερα στις περιοχές των πολιτικών προσφύγων να έχει και διακριτές οργανώσεις σλαβομακεδόνων και να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους στην διακριτή γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα.
Άλλωστε, για πολλά χρόνια το ΚΚΕ ήταν ο μόνος πολιτικός χώρος που υπερασπιζόταν το δικαίωμα επιστροφής και των πολιτικών προσφύγων σλαβομακεδονικής καταγωγής, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που συνέχισαν να υφίστανται τις επιπτώσεις του Εμφυλίου ακόμη και μετά την οριστική άρση των συνεπειών στη δεκαετία του 1980.
Πάντα διακριτικά
Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση των εξέλιξης των τοποθετήσεων του ΚΚΕ πάνω στο θέμα θα δει ότι πάντα υπήρχε μια διακριτική απόσταση από αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «μακεδονικός εθνικισμός» ή «αλυτρωτισμός». Άλλωστε, αυτή ήταν μια αντιπαράθεση που υπήρξε ακόμη και στη διάρκεια του Εμφυλίου όταν το ΚΚΕ ήταν αντίθετο στην προσπάθεια τεθεί εκ νέου θέμα «Ανεξάρτητης Μακεδονίας» (και συνολικά επαναχάραξης συνόρων που έβαζαν με διάφορους τρόπους τόσο οι Γιουγκοσλάβοι όσο και οι Βούλγαροι κομμουνιστές). Γι’ αυτό και διαμόρφωσε τη δική του πολιτική παρέμβαση στους σλαβομακεδόνες κύρια με το κριτήριο να απαντήσει στην επιρροή των Γιουγκοσλάβων που άφηναν στη νεοσύστατη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» το ελεύθερο να κάνει αλυτρωτική προπαγάνδα. Με την εξαίρεση ενός σύντομου διαστήματος το 1949, που επανήλθε η θέση για «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» στη Μακεδονία, κίνηση που κατά τους ιστορικούς πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις πιεστικές συνθήκες της τελευταίας φάσης του Εμφυλίου και την ιδιαίτερη βαρύτητα των σλαβομακεδόνων στις γραμμές των μαχητών του, το ΚΚΕ συνολικά ήταν πάντα επιφυλακτικό απέναντι στον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό και εθνικισμό.
Γι’ αυτό και αρκετά χρόνια αργότερα, το ΚΚΕ είχε αισθανθεί ότι γύρω από το θέμα θα μπορούσαν να ανοίξουν διεργασίες που θα οδηγούσαν σε επικίνδυνες εξελίξεις. Όταν στη δεκαετία του 1980 είχε ξεκινήσει ξανά να εγείρεται θέμα «Μακεδονικό», κύρια από τις οργανώσεις των «Μακεδόνων» της διασποράς, με αποκορύφωμα τα επεισόδια στην επίσκεψη Σαρτζετάκη στη Μελβούρνη, ο Χαρίλαος Φλωράκης είχε δηλώσει το 1988 ότι «για το ΚΚΕ μακεδονική μειονότητα δεν υπάρχει».
Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σημερινή θέση του ΚΚΕ είναι συνεπής προς τη σαφή του επιφύλαξη, εδώ και αρκετές δεκαετίες, απέναντι στον αλυτρωτισμό κύκλων της γείτονος χώρας και της ρητορικής της. Μάλιστα, η επιφύλαξη αυτή απέναντι σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διεκδίκηση «μακεδονικής» ταυτότητας ή διεκδίκησης καθεστώτος μειονότητας για τους σλαβόφωνους στην Ελλάδα διακατέχει αρκετά στελέχη με προέλευση από το χώρο του ΚΚΕ. Την βλέπει για παράδειγμα κανείς στην σκληρή κριτική που κάνει στη συμφωνία ως υποχώρηση έναντι του αλυτρωτισμού της πΓΔΜ ο επικεφαλής της ΛΑΕ Παναγιώτης Λαφαζάνης, που υπήρξε για χρόνια στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Φλωράκη.
Και η Παπαρήγα
Άλλωστε, ανάλογες θέσεις με αυτές που διατύπωση από βήματος Βουλής ο Δημήτρης Κουτσούμπας είχε διατυπώσει και η προκάτοχός του Αλέκα Παπαρρήγα σε συνέντευξή της το 2011 σε εφημερίδα της πΓΔΜ:
«Η Μακεδονία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια, όπου ζούνε διάφορα έθνη. Με βάση τη μαρξιστική αντίληψη, θεωρούμε πως το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στην ΠΓΔΜ δημιουργήθηκε μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνέτρεξαν οι αναγκαίοι όροι (της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής, του πολιτισμού) στα πλαίσια της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σλαβόφωνοι. Όλοι είναι Έλληνες πολίτες (και αρκετοί από αυτούς είναι σλαβικής καταγωγής) και όλοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφής διάκριση σε βάρος τους και την αντιπαλεύουμε όπου και στο βαθμό που υπάρχει. Οι σλαβόφωνοι στη χώρα μας διαχρονικά δεν είχαν ταυτόσημη εθνική συνείδηση. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, άλλοι από αυτούς πολέμησαν στο πλευρό της Ελλάδας κι άλλοι της Βουλγαρίας. Σήμερα είναι πλέον δίγλωσσοι, σε μεγάλο βαθμό ζουν διάσπαρτοι σ’ ολόκληρη τη χώρα λόγω εσωτερικής μετανάστευσης, μεικτών γάμων κλπ. Δεν συντρέχουν, με άλλα λόγια, λόγοι αναγνώρισης κάποιας «μειονότητας».
Απ’ την άλλη μεριά, παρατηρούμε πως η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ και διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι στην ΠΓΔΜ – έχοντας την υποστήριξη και των ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ και ΕΕ) – πρόβαλαν τα τελευταία χρόνια έντονα το ζήτημα της αναγνώρισης «μακεδονικής» εθνότητας (και αντίστοιχα αλύτρωτης «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας), εδαφικών διεκδικήσεων κ.ά.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο «παιχνίδι», αφού γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι ιμπεριαλιστές δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους λαούς και τις μειονότητες, αλλά μόνο για την προώθηση των ταξικών και γεωπολιτικών συμφερόντων τους. Το «παιχνίδι» αυτό αποκτά νέες διαστάσεις στην περιοχή μας, μετά την ΝΑΤΟική επέμβαση, την κατοχή του Κοσσόβου, καθώς και την τελευταία απαράδεκτη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης για το ζήτημα της αναγνώρισης της «ανεξαρτησίας» του Κοσσόβου.
Να, γιατί λέμε πως κι οι πρώην σύντροφοί μας, αντάρτες του ηρωικού Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που βρίσκονται στη χώρα σας, ήταν Έλληνες πολίτες, σλαβόφωνοι κι αρκετοί απ’ αυτούς και σλαβικής καταγωγής. Βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά ακριβώς γιατί αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές του ΔΣΕ. Στερήθηκαν, αδίκως, την ελληνική υπηκοότητα για την πολιτική δράση τους. Κακώς η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1982, εξαίρεσε αυτούς τους αγωνιστές από το νόμο για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων.»
«Εαμοβούλγαροι»
Όμως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι εδώ υπάρχει και ένα στοιχείο ακόμη. Το ΚΚΕ πλήρωσε ακριβά στην ιστορική του διαδρομή όποτε πήρε θέσεις που δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή πληθυσμών. Από τις διώξεις με βάση το «Ιδιώνυμο» προπολεμικά, στη ρετσινιά του «Εαμοβούλγαρου» του Εμφυλίου, βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο για τις θέσεις του, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα εδώ και αρκετές δεκαετίες η θέση του είναι σαφώς υπέρ της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Έτσι και σήμερα, σε μια περίοδο που αισθάνεται ότι μπορεί να στέκεται απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος κατηγορώντας το για εθελοδουλία απέναντι στον ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ, δεν έχει λόγω να βρεθεί κατηγορούμενο για μειοδοσία.
Επιπλέον, είναι εμφανές ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, θεωρεί ότι μπορεί σήμερα να επικοινωνήσει με ένα μέρος της γενικευμένης δυσαρέσκειας για τη συμφωνία με την πΓΔΜ και να την «μπολιάσει» με τη δική του ιδιαίτερη οπτική, ελπίζοντας προφανώς και σε πολιτικά και εκλογικά οφέλη.
Από την άλλη, όμως, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα με βαθιά (ενίοτε και οδυνηρή) γνώση του θέματος και με αυτή την έννοια οι επιφυλάξεις του δεν βγαίνουν απλώς ως τακτική επιλογή αλλά αντανακλούν και πραγματικούς φόβους για το πώς μπορεί το άνοιγμα εκ νέου ζητημάτων εθνοτήτων στα Βαλκάνια να τα μετατρέψει εκ νέου σε πυριτιδαποθήκη.
BHMA