1 Βουλευτής Φθιώτιδας ΝΔ, πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Επίκουρος Καθηγητής ΟΠΑ
2 Δικηγόρος, Φορολογικός Σύμβουλος ΔΣΑ, DEA, ΜΔΕ Φορολογικού Δικαίου, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου
Κομβική προϋπόθεση για την
επίτευξη και διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τη μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και την ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής αποτελεί η ενίσχυση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών.
Φορολογική συνείδηση που βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα στη χώρα μας, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος, της υψηλής και διαρκώς διογκούμενης φορολογίας, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, της γενικότερης πεποίθησης των πολιτών ως προς τη συνέπεια και την ανταποδοτικότητα του Κράτους, της ίδιας της κουλτούρας της κοινωνίας.
Η αντιμετώπιση του διαχρονικού και διατοπικού προβλήματος της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της παραοικονομίας απαιτεί τη διαμόρφωση ενός φορολογικού συστήματος που θα διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της ουδετερότητας, της απλότητας, της σταθερότητας, της λειτουργικότητας, της ισορροπίας και της ισότητας. Με την υλοποίηση πολιτικών που θα στοχεύουν στη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στη δημιουργία ενός απλοποιημένου και σταθερού – τουλάχιστον για μία πενταετία – φορολογικού συστήματος, στην εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων με κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, στην εκπαίδευση των ελεγκτών με πραγματικά δεδομένα και στην καθολική χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, εάν η Ελλάδα έφτανε, το 2017, το μέσο επίπεδο χρήσης καρτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ετήσια έσοδα από ΦΠΑ θα ήταν υψηλότερα κατά 21%.
Με την προϋπόθεση ότι τα παραπάνω θα εφαρμοσθούν, το ερώτημα που τίθεται είναι, τί άλλο μπορεί να υλοποιηθεί ώστε να ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των πολιτών; Σε αυτή την κατεύθυνση εκτιμούμε ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν:
1ον. Η καθιέρωση πολιτικής δημοσιοποίησης των εισπραττόμενων φόρων και αξιοποίησης αυτών για τη δημιουργία παροχών προς τους φορολογούμενους.
Για παράδειγμα, το Υπουργείο Οικονομικών/Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, τον Δεκέμβριο του 2013, προέβη στο άνοιγμα ειδικού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου κατατίθενται χρηματικά ποσά, τα οποία προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με το Ν. 4270/2014 θεσμοθετήθηκε αυτά τα ποσά να αποτελούν έσοδα του Προϋπολογισμού στο έτος που κατατίθενται, με αντίστοιχου ύψους πιστώσεις να εγγράφονται για την χρηματοδότηση δράσεων που αφορούν την εκπαίδευση, την έρευνα, την υγεία και την κοινωνική αλληλεγγύη. Αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί και να γενικευθεί, ξεκινώντας από τα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Συγκεκριμένα, έναντι της πεποίθησης των πολιτών ότι τα εισπραττόμενα έσοδα προορίζονται για την ικανοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας ή απορροφώνται αλόγιστα σε ήσσονος σημασίας δαπάνες, θα μπορούσε να δημοσιοποιείται μια μελέτη συσχετισμού τους με συγκεκριμένες δράσεις, που χρηματοδοτούνται με βάση αυτά τα έσοδα.
Και ναι μεν η φορολογία υπηρετεί γενικούς σκοπούς, σε αντίθεση με τα ανταποδοτικά τέλη των οποίων η νόμιμη εισαγωγή απαιτεί ειδική αντιπαροχή και αντιστοιχία με τη συγκεκριμένη δαπάνη, πλην όμως η πρόταση πολιτικής δεν αφορά στη μεταβολή της φύσης της φορολογίας. Αφορά σε μια πιο διαφανή και εξωστρεφή παρουσίαση των κοινωνικοοικονομικών πρωτοβουλιών, δράσεων και έργων, που χρηματοδοτούνται μέσω των φορολογούμενων, ώστε να καλλιεργηθεί μια πιο στέρεη αντίληψη ότι οι οικονομικές τους θυσίες «πιάνουν τόπο».
2ον. Η επιβράβευση των συνεπών φορολογούμενων.
Η έως σήμερα πρακτική του νομοθέτη έχει καταλήξει να ωφελεί τους φορολογουμένους που αντιμετωπίζουν υπαρκτά ή μη οικονομικά προβλήματα και είναι ασυνεπείς ή/και στρατηγικοί κακοπληρωτές, παρά τους συνεπείς φορολογουμένους.
Ειδικότερα, όσες φορές θεσπίζεται ένα ιδιαίτερο καθεστώς που χορηγεί κίνητρα εφ’ άπαξ εξόφλησης ή τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών (π.χ. Ν. 4321/2015) ή παρακινεί σε οικειοθελή δήλωση αδήλωτης φορολογητέας ύλης (π.χ. Ν. 4446/2016), τα ευεργετήματα από την υπαγωγή σε αυτό τα καρπώνεται εξ αντικειμένου ο μη συνεπής – για αντικειμενικούς ή μη λόγους – φορολογούμενος, ο οποίος, την υπαγωγή του σε ένα τέτοιο καθεστώς, επωμίζεται μικρότερο βάρος έναντι του, σε ομοειδείς συνθήκες, συνεπούς φορολογούμενου. Έτσι όμως ενισχύεται και ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard).
Επομένως, πέραν της αδήριτης ανάγκης παροχής βοήθειας προς τους πολίτες που βρέθηκαν σε δυσχερή θέση εξαιτίας αποκλειστικά και μόνο της οικονομικής κρίσης, της άμεσης, ταχείας και κατά το δυνατόν πιο μαζικής είσπραξης των ληξιπροθέσμων οφειλών και της αποκάλυψης της αδήλωτης φορολογητέας ύλης, αντίστοιχη προσοχή πρέπει να επιφυλαχθεί και στη μεταχείριση των συνεπών φορολογουμένων, προκειμένου να διαφυλαχθεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Ειδικότερα, με κριτήρια όπως η συστηματική υποβολή των οικείων δηλώσεων εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, η εφ’ άπαξ καταβολή των αναλογούντων ποσών φόρου, η επιβεβαίωση της νομιμότητος της φορολογικής συμπεριφοράς από φορολογικούς ελέγχους κ.α., θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σύστημα μοριοδότησης των συνεπών φορολογουμένων, με τελικό όφελος τη χορήγηση περαιτέρω κλιμακουμένων φορολογικών ελαφρύνσεων.
Επιπλέον, σε περίπτωση θέσπισης τέτοιων ειδικών καθεστώτων, προκειμένου να μην καλλιεργείται αίσθημα αδικίας έναντι των όσων ευεργετούνται από την υπαγωγή τους σε αυτά, θα ήταν χρήσιμη η πρόβλεψη αποκαταστατικών μηχανισμών και για όσους δεν βρίσκουν έδαφος υπαγωγής, διότι έχουν ήδη ανταποκριθεί στις σχετικές υποχρεώσεις τους, όπως, π.χ. η αναγνώριση πίστωσης φόρου σε ποσοστό των ήδη εξοφληθεισών οφειλών τους και σε ύψος αντίστοιχο του οφέλους του υπαγομένου σε ένα τέτοιο καθεστώς, έναντι μελλοντικών τους υποχρεώσεων.
Εκτιμάται, λοιπόν, ότι τέτοιες μέθοδοι αφενός επιβεβαιώνουν την επιλογή του φορολογούμενου να λειτουργεί με συνέπεια και αφετέρου ενισχύουν τα κίνητρα να παρουσιάζει κανείς την απαιτούμενη συνεπή συμπεριφορά, χωρίς να αναμένει να επωφεληθεί μελλοντικώς από ευνοϊκές ρυθμίσεις.
3ον. Η απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της χρηστής διοίκησης, μέσω της ισότιμης και ορθολογικής αντιμετώπισης των ελεγχομένων, και η παραδειγματική τιμωρία όσων συστηματικά φοροδιαφεύγουν ή φοροαποφεύγουν.
Πάγια απαίτηση των φορολογουμένων, ιδίως σε εποχές μαζικών και εξαντλητικών φορολογικών ελέγχων, συνιστά η εφαρμογή ομοιόμορφων κριτηρίων κατά την αντιμετώπισή τους από τις φορολογικές αρχές.
Συνεπώς, χρήσιμη καθίσταται η ανά τακτά διαστήματα χορήγηση κατευθυντήριων οδηγιών σε συχνά απαντώμενα ζητήματα, κατ’ οριζόντιο τρόπο, από την Κεντρική Διοίκηση, προκειμένου να ακολουθούνται ως «πυξίδα» στις ομοειδείς περιπτώσεις και να αποφεύγονται περιστατικά έντονης υποκειμενικότητας και αυθαιρεσιών.
Περαιτέρω, ωφέλιμη αλλά και αναγκαία, καθίσταται η ταχεία και άμεση προσαρμογή στα πορίσματα της νομολογίας, ιδίως των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επιλύουν κρίσιμα νομικά ζητήματα, ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο να λειτουργούν τα ελεγκτικά όργανα δυνάμει ερμηνευτικών εγκυκλίων ή παρωχημένων διοικητικών θέσεων, που έχουν ανατραπεί νομολογιακά.
Από την άλλη πλευρά, επιτυγχάνοντας να τιμωρούνται τελικώς εκείνοι οι ελεγχόμενοι οι οποίοι πράγματι φοροδιαφεύγουν ή φοροαποφεύγουν, ιδίως κατά τρόπο συστηματικό, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (πρόστιμα και τόκοι, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, διάρρηξη καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, ποινικές κυρώσεις) επιτρέπει, εφ’ όσον εφαρμόζεται με συνέπεια, ταχύτητα και ορθή στόχευση, την παραδειγματική τιμωρία τους, ώστε να αποθαρρύνονται ανάλογες συμπεριφορές από άλλους.
4ον. Η φορολογική εντιμότητα και ειλικρίνεια του Κράτους (βλέπετε τις υψηλές ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και τη μη ορθή υλοποίηση της νομοθεσίας περί κυρώσεων επί καθυστερήσεως πληρωμών [late payment]).
Αναμένοντας συνεπή και σταθερή συμμόρφωση των οικονομικών υποχρεώσεων των πολιτών έναντί του, το Κράτος οφείλει να αντιμετωπίζει με αντίστοιχο έντιμο και ειλικρινή τρόπο, έγκαιρα, όσους συναλλάσσονται μαζί του και θεμελιώνουν οικονομικές αξιώσεις προς αυτό, όπως και όσους δικαιούνται επιστροφής φόρου.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δεν κατορθώνει την εμπρόθεσμη συμμόρφωσή του, πρέπει να αποδέχεται τις προβλεπόμενες κυρώσεις και να πειθαρχεί σε αυτές, ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά τον οικονομικό προγραμματισμό των δικαιούχων, ιδίως των επιχειρήσεων, και να νομιμοποιείται από την πλευρά του να επιβάλει αντίστοιχες κυρώσεις στους φορολογουμένους, όταν αυτοί με τη σειρά τους αποδεικνύονται ασυνεπείς απέναντί του.
5ον. Η επένδυση στην εκπαίδευση και στη διά βίου μάθηση για την καλλιέργεια, τη διαμόρφωση και την εμπέδωση κουλτούρας φορολογικής συνείδησης.
Επιδίωξη, η ενίσχυση, σε όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, των εννοιών της φορολογικής συνέπειας και της ανταποδοτικότητας της φορολογίας. Κάτι τέτοιο θα αναδείκνυε έγκαιρα τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του κάθε πολίτη, τις αρχές μιας δίκαιης και ευνομούμενης πολιτείας που στηρίζεται στην άριστη κατανομή των πόρων και στην αναλογικότητα των φορολογικών βαρών, και θα συνέβαλε στην απόκτηση γνώσης τόσο για τις αρνητικές συνέπειες της φοροδιαφυγής, όσο και για την αναπτυξιακή διάσταση της φορολόγησης των πολιτών.
Συμπερασματικά, η αποκλειστική και εντεινόμενη έμφαση σε κλασικές μεθόδους φορολογικής επιβολής και καταστολής μπορεί να επιφέρει πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα σε δημοσιονομικό και κοινωνικό επίπεδο, περιορίζοντας περαιτέρω τη φορολογική συνείδηση των πολιτών.
Η καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης μέσω της υιοθέτησης πρωτοποριακών νομοθετικών πρωτοβουλιών και της ένταξης σύγχρονων δράσεων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό της φορολογικής διοίκησης, αλλά και στην εκπαιδευτική διαδικασία, κρίνεται αναγκαία για τη διευκόλυνση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογικής διοίκησης και πολιτών.