Το 2007 η Ελλάδα ήταν η 14η πλουσιότερη χώρα μεταξύ των 27 τότε κρατών-μελών της
Ευρωπαϊκής Ενωσης (δεν είχε γίνει μέλος ακόμη η Κροατία) και το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) βρισκόταν στο 95,1% του κοινοτικού.
Ευρωπαϊκής Ενωσης (δεν είχε γίνει μέλος ακόμη η Κροατία) και το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) βρισκόταν στο 95,1% του κοινοτικού.
Tο 2017 η Ελλάδα ήταν πλέον η 24η πλουσιότερη χώρα της Ε.Ε.-28 και το ΠΜΚΑ είχε καταποντισθεί στο 69,7% του κοινοτικού. Το ότι οι Ελληνες έγιναν κατά πολύ φτωχότεροι μέσα στα δέκα αυτά χρόνια, δεν σημαίνει ότι και οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών ακολούθησαν την ίδια πορεία.
Το γενικό επίπεδο τιμών διαμορφώθηκε το 2017 στο 82,2% του μέσου κοινοτικού, καθιστώντας την Ελλάδα τη 19η ακριβότερη χώρα, ενώ στην πλέον βασική ομάδα προϊόντων, αυτή των τροφίμων, οι τιμές στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Η μη πλήρης λειτουργία του ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους, αλλά κυρίως η επιβάρυνση βασικών ειδών διατροφής με υψηλούς έμμεσους φόρους –ΦΠΑ και Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης– βρίσκονται πίσω από αυτή την οδυνηρή για την τσέπη μας ανισορροπία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Eurostat οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα τον προηγούμενο χρόνο ήταν κατά 3,4% υψηλότερες σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο τιμών στην Ε.Ε. Ως προς τα τρόφιμα είναι η 13η ακριβότερη χώρα, με άλλα κράτη-μέλη, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία, η Ισπανία και βεβαίως το Ηνωμένο Βασίλειο, να έχουν επίπεδο τιμών τροφίμων κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι τιμές των τροφίμων ήταν πέρυσι 7% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., φαινόμενο που σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με το γεγονός ότι βασικά είδη διατροφής δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ.
Στην κατηγορία των αλκοολούχων ποτών και καπνού η Ελλάδα ήταν το 2017 η 12η ακριβότερη χώρα μεταξύ των «28», με τις τιμές να είναι μεν χαμηλότερες από το μέσο επίπεδο τιμών στην Ε.Ε., αλλά με πολύ μικρή απόκλιση από αυτό, μόλις 5,5%. Πρόκειται άλλωστε για τις δύο ομάδες προϊόντων που βρέθηκαν στο στόχαστρο των μνημονιακών κυβερνήσεων ως πηγή εσόδων και προς τούτο η τιμή τους επιβαρύνθηκε με αλλεπάλληλες αυξήσεις του ΕΦΚ.
Οι τηλεπικοινωνίες
Η ομάδα προϊόντων βάσει της οποίας η Ελλάδα είναι η ακριβότερη μεταξύ των «28» με τις τιμές να αποκλίνουν από τον μέσο κοινοτικό όρο κατά 54%, είναι οι τηλεπικοινωνίες (περιλαμβάνει χρεώσεις τηλεφωνίας, ταχυδρομικά τέλη, αλλά και τις συσκευές τηλεφώνων). Στον αντίποδα βρίσκονται οι κατηγορίες «Στέγαση» και «Εκπαίδευση», με τις τιμές στην Ελλάδα να βρίσκονται το 2017 κάτω από τον μέσο κοινοτικό όρο κατά 36,9% και 35,8%, αντιστοίχως. Σε ό,τι αφορά ειδικά τη στέγαση, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν στην πραγματικότητα τη μισή αλήθεια. Το χαμηλό επίπεδο τιμών οφείλεται στο γεγονός ότι τα ενοίκια συγκριτικά με τη Δυτική Ευρώπη είναι χαμηλά, ενώ κατά την περίοδο της κρίσης υποχώρησαν σημαντικά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τις τιμές για παράδειγμα της ηλεκτρικής ενέργειας ή του πετρελαίου θέρμανσης, που επίσης περιλαμβάνονται στις δαπάνες στέγασης, ενώ φυσικά δεν συγκαταλέγονται άλλοι παράγοντες κόστους, όπως είναι για παράδειγμα ο ΕΝΦΙΑ.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank, η ελληνική οικονομία για να προσεγγίσει σε ορίζοντα 10ετίας ή 15ετίας ή 20ετίας τα προ κρίσης (2007) επίπεδα πραγματικής σύγκλισης που είχε με την Ε.Ε.-28, θα πρέπει να τρέχει με ρυθμούς μεγέθυνσης σε όρους ΠΜΚΑ κατά 3,2, 2,1 ή 1,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους από τους αντίστοιχους της Ε.Ε.-28. Για την ώρα η «σύγκλιση» με την Ε.Ε. φαίνεται να επιτυγχάνεται μόνο στο επίπεδο των τιμών...