Οι αυθαίρετες, αντισυνταγματικές και παράνομες δεσμεύσεις τραπεζικών
λογαριασμών και η δημοσιοποίηση ονομάτων στη λίστα των μεγαλοοφειλετών, ανεξάρτητα από το αν οι οφειλές βρίσκονται ή όχι σε ρύθμιση, έχουν λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς η κυβέρνηση, μέσω των ΔΟΥ, έχει επιδοθεί σε λυσσαλέο αγώνα με σκοπό, αφενός, να ρίξει χρήματα στον κρατικό κορβανά προκειμένου να κλείσει μαύρες τρύπες και, αφετέρου, να βελτιώσει το προφίλ της απέναντι στους δανειστές.
Αδιαφορώντας για το αν καταστρέφονται επιχειρήσεις, εταιρείες κάθε μορφής, οικογένειες, παιδιά κ.λπ., η κυβέρνηση τρομοκρατεί τους φορολογουμένους με ένα ανεξέλεγκτο, αντισυνταγματικό και παράνομο οικονομικό κυνήγι προκειμένου να μαζέψει και το τελευταίο ευρώ που έχει απομείνει στους πολίτες αυτής της χώρας, ώστε να μπορέσει να κρατηθεί στην
εξουσία. Ηδη από το 2014 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 3316/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών που προβλέπει ο νόμος 3296/2004 είναι αντίθετη στα άρθρα 5 (ανάπτυξη της προσωπικότητας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (κράτος δικαίου και αρχή αναλογικότητας) του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τότε, τους συμβούλους Επικρατείας τούς είχε απασχολήσει περίπτωση δέσμευσης πάσης φύσεως τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων επιχειρηματία, κατόπιν απόφασης προϊσταμένου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). Δεν πρέπει να παραλειφθεί να αναφερθεί ότι στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ πρόεδρος ήταν ο Σωτήρης Ρίζος, ο οποίος σήμερα είναι διευθυντής της νομικής υπηρεσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου. Παρά την παρέλευση μιας τετραετίας, το κράτος όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση του ΣτΕ, όπως έχει συνταγματική υποχρέωση, αλλά αντίθετα, εν μέσω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης που πλήττει τους Ελληνες φορολογουμένους, οι ανεξέλεγκτες δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών έχουν λάβει διαστάσεις καταιγίδας. Μάλιστα, δεσμεύονται και κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί, δηλαδή λογαριασμοί στους οποίους είναι και άλλοι συνδικαιούχοι και όπου κατατίθενται συντάξεις. Τώρα, το ΣτΕ καλείται και πάλι να κρίνει μια ανάλογη περίπτωση παρά το γεγονός ότι υπάρχει το δεδικασμένο του 2014.
Προϊστάμενος ΔΟΥ το 2012, επικαλούμενος τις διατάξεις του νόμου 3296/2004, δέσμευσε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένου στους οποίους συνδικαιούχοι είναι η σύζυγος και η κόρη του. Μάλιστα, στον έναν από τους δύο λογαριασμούς κατατίθεται η σύνταξη της συζύγου. Τα θιγέντα πρόσωπα, αφού ανέχτηκαν αυτή την κατάσταση επί έξι ολόκληρα χρόνια (2012-2018), κατέφυγαν τώρα στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθούν οι πράξεις του προϊσταμένου του ΣΔΟΕ. Πέραν του ότι επικαλούνται τη νομολογία του ΣτΕ, επισημαίνουν ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, και ειδικά των κοινών και συνταξιοδοτικών λογαριασμών, επιφέρει σοβαρό περιορισμό των συνταγματικά προστατευόμενων περιουσιακών και οικονομικών δικαιωμάτων των φορολογουμένων και περιορίζει, αν όχι μηδενίζει, την επαγγελματική ελευθερία, η οποία και αυτή προστατεύεται από το Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή στο ΣτΕ προσέφυγε εταιρεία επειδή στο Διαδίκτυο αναρτήθηκε, στην εκπνοή του περασμένου μήνα, η λίστα των μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου, στην οποία περιλαμβανόταν και η επωνυμία της, παρά το γεγονός ότι έχει υπογράψει με το Ελληνικό Δημόσιο συμφωνία εξυγίανσης και έχει ρυθμίσει τις οφειλές της σε δόσεις.
Στην αίτηση αναστολής της, η εταιρεία (έχει καταθέσει και αίτηση ακύρωσης) επισημαίνει ότι η εφαρμογή του επαχθέστατου μέτρου δημοσιοποίησης της επωνυμίας της στον κατάλογο των μεγαλοοφειλετών είναι αντισυνταγματική και παράνομη, καθώς ο νόμος 3943/2011 εξαιρεί τα πρόσωπα που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση των οφειλών τους. Υπογραμμίζει ακόμη ότι από την ενέργεια αυτή του Δημοσίου υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη και δυσφήμηση, ενώ οι πελάτες της έχουν θορυβηθεί και αμφιβάλλουν για το αν θα μπορεί να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Οι τελευταίοι, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, θα θεωρήσουν ότι η επιχειρηματική της δραστηριότητα είναι άκρως επισφαλής λόγω των οφειλών της προς το Δημόσιο, καθώς δεν γνωρίζουν ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της έχουν ρυθμιστεί.
λογαριασμών και η δημοσιοποίηση ονομάτων στη λίστα των μεγαλοοφειλετών, ανεξάρτητα από το αν οι οφειλές βρίσκονται ή όχι σε ρύθμιση, έχουν λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς η κυβέρνηση, μέσω των ΔΟΥ, έχει επιδοθεί σε λυσσαλέο αγώνα με σκοπό, αφενός, να ρίξει χρήματα στον κρατικό κορβανά προκειμένου να κλείσει μαύρες τρύπες και, αφετέρου, να βελτιώσει το προφίλ της απέναντι στους δανειστές.
Αδιαφορώντας για το αν καταστρέφονται επιχειρήσεις, εταιρείες κάθε μορφής, οικογένειες, παιδιά κ.λπ., η κυβέρνηση τρομοκρατεί τους φορολογουμένους με ένα ανεξέλεγκτο, αντισυνταγματικό και παράνομο οικονομικό κυνήγι προκειμένου να μαζέψει και το τελευταίο ευρώ που έχει απομείνει στους πολίτες αυτής της χώρας, ώστε να μπορέσει να κρατηθεί στην
εξουσία. Ηδη από το 2014 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 3316/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών που προβλέπει ο νόμος 3296/2004 είναι αντίθετη στα άρθρα 5 (ανάπτυξη της προσωπικότητας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (κράτος δικαίου και αρχή αναλογικότητας) του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τότε, τους συμβούλους Επικρατείας τούς είχε απασχολήσει περίπτωση δέσμευσης πάσης φύσεως τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων επιχειρηματία, κατόπιν απόφασης προϊσταμένου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). Δεν πρέπει να παραλειφθεί να αναφερθεί ότι στην εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ πρόεδρος ήταν ο Σωτήρης Ρίζος, ο οποίος σήμερα είναι διευθυντής της νομικής υπηρεσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου. Παρά την παρέλευση μιας τετραετίας, το κράτος όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση του ΣτΕ, όπως έχει συνταγματική υποχρέωση, αλλά αντίθετα, εν μέσω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης που πλήττει τους Ελληνες φορολογουμένους, οι ανεξέλεγκτες δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών έχουν λάβει διαστάσεις καταιγίδας. Μάλιστα, δεσμεύονται και κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί, δηλαδή λογαριασμοί στους οποίους είναι και άλλοι συνδικαιούχοι και όπου κατατίθενται συντάξεις. Τώρα, το ΣτΕ καλείται και πάλι να κρίνει μια ανάλογη περίπτωση παρά το γεγονός ότι υπάρχει το δεδικασμένο του 2014.
Προϊστάμενος ΔΟΥ το 2012, επικαλούμενος τις διατάξεις του νόμου 3296/2004, δέσμευσε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένου στους οποίους συνδικαιούχοι είναι η σύζυγος και η κόρη του. Μάλιστα, στον έναν από τους δύο λογαριασμούς κατατίθεται η σύνταξη της συζύγου. Τα θιγέντα πρόσωπα, αφού ανέχτηκαν αυτή την κατάσταση επί έξι ολόκληρα χρόνια (2012-2018), κατέφυγαν τώρα στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθούν οι πράξεις του προϊσταμένου του ΣΔΟΕ. Πέραν του ότι επικαλούνται τη νομολογία του ΣτΕ, επισημαίνουν ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, και ειδικά των κοινών και συνταξιοδοτικών λογαριασμών, επιφέρει σοβαρό περιορισμό των συνταγματικά προστατευόμενων περιουσιακών και οικονομικών δικαιωμάτων των φορολογουμένων και περιορίζει, αν όχι μηδενίζει, την επαγγελματική ελευθερία, η οποία και αυτή προστατεύεται από το Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή στο ΣτΕ προσέφυγε εταιρεία επειδή στο Διαδίκτυο αναρτήθηκε, στην εκπνοή του περασμένου μήνα, η λίστα των μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου, στην οποία περιλαμβανόταν και η επωνυμία της, παρά το γεγονός ότι έχει υπογράψει με το Ελληνικό Δημόσιο συμφωνία εξυγίανσης και έχει ρυθμίσει τις οφειλές της σε δόσεις.
Στην αίτηση αναστολής της, η εταιρεία (έχει καταθέσει και αίτηση ακύρωσης) επισημαίνει ότι η εφαρμογή του επαχθέστατου μέτρου δημοσιοποίησης της επωνυμίας της στον κατάλογο των μεγαλοοφειλετών είναι αντισυνταγματική και παράνομη, καθώς ο νόμος 3943/2011 εξαιρεί τα πρόσωπα που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση των οφειλών τους. Υπογραμμίζει ακόμη ότι από την ενέργεια αυτή του Δημοσίου υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη και δυσφήμηση, ενώ οι πελάτες της έχουν θορυβηθεί και αμφιβάλλουν για το αν θα μπορεί να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Οι τελευταίοι, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, θα θεωρήσουν ότι η επιχειρηματική της δραστηριότητα είναι άκρως επισφαλής λόγω των οφειλών της προς το Δημόσιο, καθώς δεν γνωρίζουν ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της έχουν ρυθμιστεί.