Το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ είναι όρος για τη συναίνεση της Ελλάδος όσον αφορά την
ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ. Το συμπέρασμα αυτό, που δεν έχει απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 2, § 4.β.ii της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση, μετά την κύρωση της Συμφωνίας από τα Σκόπια (που έγινε ήδη τον Ιούνιο): Πρώτον, να δώσει
την συναίνεσή της για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με την ΕΕ και δεύτερον να συμφωνήσει ώστε το ΝΑΤΟ να απευθύνει πρόσκληση ένταξης προς τα Σκόπια.
Βενιαμίν Καρακωστάνογλου
Η δεύτερη αυτή υποχρέωση της Ελλάδος, όμως, τελεί υπό δύο όρους: «πρώτον, της έκβασης δημοψηφίσματος συνάδουσας με την παρούσα Συμφωνία», εάν αποφασίσουν την διεξαγωγή του τα Σκόπια και «δεύτερον, της ολοκλήρωσης των συνταγματικών τροποποιήσεων, που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία». Όταν αυτά ολοκληρωθούν, η Ελλάδα θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα με τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η χώρα μας όμως ήδη, χωρίς να αναμείνει την εκπλήρωση των παραπάνω δύο κρίσιμων όρων, έδωσε (ήδη τον Ιούνιο) την συναίνεσή της για να αρχίσει η διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Η αποτυχία του δημοψηφίσματος των Σκοπίων, όμως, αποκάλυψε το πρωθύστερο και την αντίφαση που υπάρχει στην Συμφωνία, ανάμεσα στην έγκριση της Ελλάδος (που πρέπει να δοθεί «χωρίς καθυστέρηση») και στην εκπλήρωση των δύο όρων από τα Σκόπια, που μπορεί να μην συμβεί ή να αργήσει αρκετά.
Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2018, ίσως και αργότερα αν χρειαστεί να γίνουν εκλογές στα Σκόπια για να βρεθεί η πλειοψηφία των 2/3 των βουλευτών για την έγκριση των απαραίτητων τροποποιήσεων του Συντάγματος. Συνεπώς, το «χωρίς καθυστέρηση», έπρεπε αυτονόητα να ερμηνεύεται ως: «αφού θα έχουν εκπληρωθεί οι δύο προϋποθέσεις για θετική έκβαση του δημοψηφίσματος και για την συνταγματική τροποποίηση».
Χάνοντας ένα θεσμικό όπλο
Η Ελλάδα, λοιπόν, έχασε πρόωρα το θεσμικό της όπλο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, καθώς ο πρώτος όρος (θετική έκβαση δημοψηφίσματος) δεν εκπληρώθηκε (άσχετα με το ότι αυτό αφορά περισσότερο τα Σκόπια) και δυσχεραίνεται πλέον η εκπλήρωση του δεύτερου όρου, δηλαδή των τροποποιήσεων του σκοπιανού Συντάγματος.
Κι αυτό, επειδή μετά την ψυχρολουσία του δημοψηφίσματος θα είναι δυσκολότερο να βρεθούν 80 Βουλευτές (δηλαδή άλλοι 11 από τους 69 που ψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών) που να υπερψηφίσουν τις αλλαγές με βάση την Συμφωνία, αντιπαρατιθέμενοι ουσιαστικά με την εκφρασθείσα λαϊκή βούληση διά της αποχής. Βέβαια, η Ελλάδα διατηρεί την δυνατότητα να μην κυρώσει (τους πρώτους μήνες του 2019 πιθανότητα) το Πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ ή και την Συμφωνία αναλόγως των εξελίξεων.
Αξίζει όμως να σχολιάσουμε και το θέμα του δημοψηφίσματος. Ο Ζάεφ πριν το δημοψήφισμα ωθούσε με κάθε τρόπο τους Σκοπιανούς να ψηφίσουν σε αυτό και δεν το χαρακτήριζε τότε ως συμβουλευτικό. Όταν είδε ότι το έχασε, λόγω μη συμπλήρωσης του 50%, τότε άρχισε να μιλά για συμβουλευτικό δημοψήφισμα, το οποίο βέβαια δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα της χώρας του.
Τι νόημα, λοιπόν, θα είχε να μπει ως όρος στην Συμφωνία των Πρεσπών ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα; Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος των Σκοπίων (73) προβλέπει ότι μόνον εφόσον συμπληρωθεί το 50% του συνόλου των εκλογέων ισχύει το δημοψήφισμα (πράγμα που δεν επιτεύχθηκε), αλλά τονίζει ταυτόχρονα ότι τα δημοψηφίσματα είναι δεσμευτικά.
Τα Σκόπια, λοιπόν, με την συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης, ρισκάρισαν με το δημοψήφισμα, οδηγήθηκαν σε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα και έτσι η μη θετική έκβασή του δεν μπορεί να θεωρηθεί συνάδουσα με την Συμφωνία. Ακριβώς γιατί αυτοί που δεν ψήφισαν, δηλαδή σιωπηρά απέρριψαν την Συμφωνία, είναι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν. Το δημοψήφισμα λοιπόν τέθηκε μόνο για την περίπτωση που θα έβγαινε θετικό! Η μη υπερψήφιση μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της ελληνικής έγκρισης για έναρξη της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, από μία, διαφορετική βέβαια, επόμενη κυβέρνηση.
ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ. Το συμπέρασμα αυτό, που δεν έχει απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 2, § 4.β.ii της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση, μετά την κύρωση της Συμφωνίας από τα Σκόπια (που έγινε ήδη τον Ιούνιο): Πρώτον, να δώσει
την συναίνεσή της για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με την ΕΕ και δεύτερον να συμφωνήσει ώστε το ΝΑΤΟ να απευθύνει πρόσκληση ένταξης προς τα Σκόπια.
Βενιαμίν Καρακωστάνογλου
Η δεύτερη αυτή υποχρέωση της Ελλάδος, όμως, τελεί υπό δύο όρους: «πρώτον, της έκβασης δημοψηφίσματος συνάδουσας με την παρούσα Συμφωνία», εάν αποφασίσουν την διεξαγωγή του τα Σκόπια και «δεύτερον, της ολοκλήρωσης των συνταγματικών τροποποιήσεων, που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία». Όταν αυτά ολοκληρωθούν, η Ελλάδα θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα με τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η χώρα μας όμως ήδη, χωρίς να αναμείνει την εκπλήρωση των παραπάνω δύο κρίσιμων όρων, έδωσε (ήδη τον Ιούνιο) την συναίνεσή της για να αρχίσει η διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Η αποτυχία του δημοψηφίσματος των Σκοπίων, όμως, αποκάλυψε το πρωθύστερο και την αντίφαση που υπάρχει στην Συμφωνία, ανάμεσα στην έγκριση της Ελλάδος (που πρέπει να δοθεί «χωρίς καθυστέρηση») και στην εκπλήρωση των δύο όρων από τα Σκόπια, που μπορεί να μην συμβεί ή να αργήσει αρκετά.
Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2018, ίσως και αργότερα αν χρειαστεί να γίνουν εκλογές στα Σκόπια για να βρεθεί η πλειοψηφία των 2/3 των βουλευτών για την έγκριση των απαραίτητων τροποποιήσεων του Συντάγματος. Συνεπώς, το «χωρίς καθυστέρηση», έπρεπε αυτονόητα να ερμηνεύεται ως: «αφού θα έχουν εκπληρωθεί οι δύο προϋποθέσεις για θετική έκβαση του δημοψηφίσματος και για την συνταγματική τροποποίηση».
Χάνοντας ένα θεσμικό όπλο
Η Ελλάδα, λοιπόν, έχασε πρόωρα το θεσμικό της όπλο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, καθώς ο πρώτος όρος (θετική έκβαση δημοψηφίσματος) δεν εκπληρώθηκε (άσχετα με το ότι αυτό αφορά περισσότερο τα Σκόπια) και δυσχεραίνεται πλέον η εκπλήρωση του δεύτερου όρου, δηλαδή των τροποποιήσεων του σκοπιανού Συντάγματος.
Κι αυτό, επειδή μετά την ψυχρολουσία του δημοψηφίσματος θα είναι δυσκολότερο να βρεθούν 80 Βουλευτές (δηλαδή άλλοι 11 από τους 69 που ψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών) που να υπερψηφίσουν τις αλλαγές με βάση την Συμφωνία, αντιπαρατιθέμενοι ουσιαστικά με την εκφρασθείσα λαϊκή βούληση διά της αποχής. Βέβαια, η Ελλάδα διατηρεί την δυνατότητα να μην κυρώσει (τους πρώτους μήνες του 2019 πιθανότητα) το Πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ ή και την Συμφωνία αναλόγως των εξελίξεων.
Αξίζει όμως να σχολιάσουμε και το θέμα του δημοψηφίσματος. Ο Ζάεφ πριν το δημοψήφισμα ωθούσε με κάθε τρόπο τους Σκοπιανούς να ψηφίσουν σε αυτό και δεν το χαρακτήριζε τότε ως συμβουλευτικό. Όταν είδε ότι το έχασε, λόγω μη συμπλήρωσης του 50%, τότε άρχισε να μιλά για συμβουλευτικό δημοψήφισμα, το οποίο βέβαια δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα της χώρας του.
Τι νόημα, λοιπόν, θα είχε να μπει ως όρος στην Συμφωνία των Πρεσπών ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα; Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος των Σκοπίων (73) προβλέπει ότι μόνον εφόσον συμπληρωθεί το 50% του συνόλου των εκλογέων ισχύει το δημοψήφισμα (πράγμα που δεν επιτεύχθηκε), αλλά τονίζει ταυτόχρονα ότι τα δημοψηφίσματα είναι δεσμευτικά.
Τα Σκόπια, λοιπόν, με την συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης, ρισκάρισαν με το δημοψήφισμα, οδηγήθηκαν σε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα και έτσι η μη θετική έκβασή του δεν μπορεί να θεωρηθεί συνάδουσα με την Συμφωνία. Ακριβώς γιατί αυτοί που δεν ψήφισαν, δηλαδή σιωπηρά απέρριψαν την Συμφωνία, είναι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν. Το δημοψήφισμα λοιπόν τέθηκε μόνο για την περίπτωση που θα έβγαινε θετικό! Η μη υπερψήφιση μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της ελληνικής έγκρισης για έναρξη της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, από μία, διαφορετική βέβαια, επόμενη κυβέρνηση.