Ένα άρθρο του δημοσιογράφου και πρώην δημοτικού συμβούλου, Χρήστου Μάτη για τον Δήμο Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε στην Μακεδονία
Η απόφαση του Γιάννη Μπουτάρη να ανακοινώσει στις αρχές Νοεμβρίου -επτά μήνες πριν από τις εκλογές- την απόσυρσή του από τη διεκδίκηση μιας τρίτης θητείας στο δήμο Θεσσαλονίκης ήταν μία κίνηση που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει μία περίοδο διοίκησης χωρίς το βάρος του πολιτικού κόστους, άρα μία περίοδο με δυνατότητα για έργο.
Έδινε παράλληλα τέλος σε περίοδο αβεβαιότητας δύο περίπου μηνών, κατά την οποία όλα στριφογύριζαν γύρω από την απόφαση του δημάρχου για νέα υποψηφιότητα.
Από την απόσυρση πέρασαν σχεδόν ενενήντα ημέρες και η κατάσταση της αβεβαιότητας εξακολουθεί όπως περίπου και τους προηγούμενους δύο μήνες.
Η παράταξη που διοικεί βρίσκεται σε μία βαθιά κρίση ταυτότητας, στόχων και επιδιώξεων, οι οποίες συναρτώνται με τις προσωπικές στρατηγικές των μελών της.
Ο δήμος είναι σε έναν αυτόματο πιλότο, τον οποίο ουδείς γνωρίζει ποιος σετάρισε.
Όμως η ζωή της πόλης είναι άμεσα συναρτημένη με αυτά που κάνει ο δήμος και οι δημότες ευλόγως από τη μία ανησυχούν για την επόμενη ημέρα τους και ευλόγως αδιαφορούν για τις εσωκομματικές ισορροπίες της παράταξης που διοικεί, ή τέλος πάντων όσων απέμειναν σε αυτήν, που είναι αμφίβολο αν είναι ακόμη και η πλειοψηφία του σώματος.
Εκείνο, όμως, που προξενεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι το κενό διοίκησης δείχνουν να μην το έχουν παρατηρήσει οι δεκαπέντε τουλάχιστον υποψήφιοι δήμαρχοι, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το μέλλον της πόλης.
Κάποιοι από αυτούς, διότι δεν γνωρίζουν καν πώς είναι το σύστημα διοίκησης ενός δήμου. Δεν είναι οι μόνοι, κατεβαίνουν και διεκδικούν τη δημοσιότητα, που αντιστοιχεί σε έναν υποψήφιο.
Κάποιοι άλλοι, διότι καλοβλέπουν και διαπραγματεύονται με διάφορους ανένταχτους συμβούλους της διοίκησης ως μετεγγραφές, αγνοώντας το γιατί είναι «ανένταχτοι». Διότι η παράταξη στην οποία ανήκαν διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη.
Και κάποιοι τρίτοι, διότι δεν θέλουν να έλθουν σε αντιπαράθεση με το δήμαρχο, διεκδικώντας το photo opportunity της συνάντησης, που δεν θα αρνηθεί.
Όμως για όλους τους υπόλοιπους από εμάς το ερώτημα παραμένει:
Ποιος διοικεί αυτήν την πόλη και ποιος θα πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις αν χρειαστεί;
Εκτός αν πρέπει να προσευχόμαστε να μη χρειαστεί...