Τα παραμύθια και τα αφήγηματα περί καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια τέλος...
Αίσθηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις Βρυξέλλες έχει προκαλέσει η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για τη χώρα μας, μέσα από την οποία το Ταμείο κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» για τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης ενώ εκφράζει την ανησυχία του για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έχουν αφιερώσει ειδική ενότητα σε ένα «καθοδικό σενάριο» (downside scenario), στο οποίο η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της από το 2021 και θα χρειαστεί δραστικά δημοσιονομικά μέτρα, αναδιάρθρωση χρέους ή νέα χρηματοδοτική στήριξη, δηλαδή νέο Μνημόνιο!
Το επίμαχο σενάριο προβλέπει χρηματοδοτική τρύπα 4,7 δισ. ευρώ το 2021, που θα διευρυνθεί στα 15,2 δισ. ευρώ το 2024.
Παράλληλα, το ΔΝΤ καταγράφει τους προβληματισμούς του για τις κινδύνους που ελλοχεύουνστο δημοσιονομικό τομέα εξαιτίας των αναμενόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείς (ΣτΕ).
Αναφορικά με το φλέγον θέμα των κόκκινων δανείων, το ΔΝΤ αναφέρει, ενισχύστε το νομικό οπλοστάσιο για να διευκολύνετε τη μείωση των κόκκινων δανείων με όρους ιδιωτικού τομέα πριν σκεφτείτε τις κρατικές ενισχύσεις και αποφύγετε τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, ενισχύοντας παράλληλα την εσωτερική τραπεζική διακυβέρνηση, διαμηνύει το Ταμείο.
Το ΔΝΤ εμμένει στην άποψή του για μείωση του αφορολογήτου το 2020 ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων.
Επίσης, το Ταμείο ζητά σχέδιο έκτακτης ανάγκης υπό τον κίνδυνο μαζικές δικαστικές αποφάσεις ακύρωσης μνημονιακών περικοπών να οδηγήσουν σε φαινόμενο χιονοστιβάδας με εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος έως και 9,5 δισ. ευρώ και μόνιμες επιβαρύνσεις της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ το χρόνο.
Μπορεί το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα σε ευθυγράμμιση με τους στόχους, που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους, πλην όμως υπογραμμίζει ότι το μίγμα πολιτικής πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί.
Υπενθυμίζει ότι καταργήθηκε η προνομοθετημένη ρύθμιση για μείωση των συντάξεων το 2010 με αποτέλεσμα να περιοριστούν και τα μέτρα επεκτακτικής δημοσιονομικής πολιτικής (θετικά μέτρα). Ο πήχης πέφτει επίσης για τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις ή υποκαθίσταται από ελαφρύνσεις στο φόρο ακινήτων και μείωση των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους.
Η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2020 θα είναι τελικά σταδιακή.
Το ΔΝΤ ζητεί να προετοιμαστεί προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών απειλών από τις δικαστικές αποφάσεις, να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ώστε να υπάρξει μείωση άμεσων φόρων και να επανεξεταστεί η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
Παράλληλα, επικρίνει την αύξηση του κατώτατου μισθού και χαρακτηρίζει ευάλωτη την κατάσταση των τραπεζών, ζητώντας να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου είτε, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση -non diluting capital instruments) και να δοθεί προτεραιότητα σε μέτρα μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς κρατική βοήθεια, προτού εξεταστεί η προοπτική χρήσης κρατικής βοήθειας.
Η έκθεση υπολογίζει το πιθανό δημοσιονομικό κόστος των δικαστικών αποφάσεων σε 9,4 δισ. ευρώ (4,9% του ΑΕΠ) για την καταβολή αναδρομικών, ενώ η πρόσθετη ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση που θα προκύψει εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ).
Από τα 9,4 δισ. ευρώ:
- 6,4 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει εάν κριθεί αντισυνταγματική η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2012 (νόμος 4093/2012)
– 2,6 δισ. ευρώ αφορούν τα αναδρομικά για την αποκατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο
– 0,4 δισ. ευρώ έχουν προβλεφθεί ως πιθανό εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος «λοιπών διεκδικήσεων».
Μείωση ΦΠΑ και καταπτώσεις εγγυήσεων
Οι αναλυτές του ΔΝΤ ξεχωρίζουν άλλους δύο δημοσιονομικούς κινδύνους, πέραν των δικαστικών αποφάσεων:
– Τις εξαγγελίες για μείωση του ΦΠΑ, οι οποίες εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με 0,4% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 750 εκατ. ευρώ, από το 2021.
– Τις καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων ύψους 2,1 δισ. ευρώ φέτος και 500 εκατ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2020-2024.
Το βασικό σενάριο της έκθεσης προβλέπει επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και στη συνέχεια πρωτογενές πλεόνασμα 3% το 2023 και 2,8% το 2024, ενώ σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει την πρόθεση να αποπληρώσει πρόωρα μέρος του χρέους της προς το Ταμείο.
Τα πέντε «αγκάθια»
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ εντοπίζουν πέντε κινδύνους:
Μεταρρυθμιστική κόπωση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019.
Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών
Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας
Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών
Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων
Αίσθηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις Βρυξέλλες έχει προκαλέσει η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για τη χώρα μας, μέσα από την οποία το Ταμείο κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» για τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης ενώ εκφράζει την ανησυχία του για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έχουν αφιερώσει ειδική ενότητα σε ένα «καθοδικό σενάριο» (downside scenario), στο οποίο η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της από το 2021 και θα χρειαστεί δραστικά δημοσιονομικά μέτρα, αναδιάρθρωση χρέους ή νέα χρηματοδοτική στήριξη, δηλαδή νέο Μνημόνιο!
Το επίμαχο σενάριο προβλέπει χρηματοδοτική τρύπα 4,7 δισ. ευρώ το 2021, που θα διευρυνθεί στα 15,2 δισ. ευρώ το 2024.
Παράλληλα, το ΔΝΤ καταγράφει τους προβληματισμούς του για τις κινδύνους που ελλοχεύουνστο δημοσιονομικό τομέα εξαιτίας των αναμενόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείς (ΣτΕ).
Αναφορικά με το φλέγον θέμα των κόκκινων δανείων, το ΔΝΤ αναφέρει, ενισχύστε το νομικό οπλοστάσιο για να διευκολύνετε τη μείωση των κόκκινων δανείων με όρους ιδιωτικού τομέα πριν σκεφτείτε τις κρατικές ενισχύσεις και αποφύγετε τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, ενισχύοντας παράλληλα την εσωτερική τραπεζική διακυβέρνηση, διαμηνύει το Ταμείο.
Το ΔΝΤ εμμένει στην άποψή του για μείωση του αφορολογήτου το 2020 ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων.
Επίσης, το Ταμείο ζητά σχέδιο έκτακτης ανάγκης υπό τον κίνδυνο μαζικές δικαστικές αποφάσεις ακύρωσης μνημονιακών περικοπών να οδηγήσουν σε φαινόμενο χιονοστιβάδας με εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος έως και 9,5 δισ. ευρώ και μόνιμες επιβαρύνσεις της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ το χρόνο.
Μπορεί το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα σε ευθυγράμμιση με τους στόχους, που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους, πλην όμως υπογραμμίζει ότι το μίγμα πολιτικής πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί.
Υπενθυμίζει ότι καταργήθηκε η προνομοθετημένη ρύθμιση για μείωση των συντάξεων το 2010 με αποτέλεσμα να περιοριστούν και τα μέτρα επεκτακτικής δημοσιονομικής πολιτικής (θετικά μέτρα). Ο πήχης πέφτει επίσης για τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις ή υποκαθίσταται από ελαφρύνσεις στο φόρο ακινήτων και μείωση των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους.
Η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2020 θα είναι τελικά σταδιακή.
Το ΔΝΤ ζητεί να προετοιμαστεί προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών απειλών από τις δικαστικές αποφάσεις, να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολογήτου ορίου από το 2020, ώστε να υπάρξει μείωση άμεσων φόρων και να επανεξεταστεί η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
Παράλληλα, επικρίνει την αύξηση του κατώτατου μισθού και χαρακτηρίζει ευάλωτη την κατάσταση των τραπεζών, ζητώντας να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυσή τους (είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου είτε, δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση -non diluting capital instruments) και να δοθεί προτεραιότητα σε μέτρα μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς κρατική βοήθεια, προτού εξεταστεί η προοπτική χρήσης κρατικής βοήθειας.
Η έκθεση υπολογίζει το πιθανό δημοσιονομικό κόστος των δικαστικών αποφάσεων σε 9,4 δισ. ευρώ (4,9% του ΑΕΠ) για την καταβολή αναδρομικών, ενώ η πρόσθετη ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση που θα προκύψει εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ).
Από τα 9,4 δισ. ευρώ:
- 6,4 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο δημοσιονομικό κόστος που θα προκύψει εάν κριθεί αντισυνταγματική η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2012 (νόμος 4093/2012)
– 2,6 δισ. ευρώ αφορούν τα αναδρομικά για την αποκατάσταση του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο
– 0,4 δισ. ευρώ έχουν προβλεφθεί ως πιθανό εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος «λοιπών διεκδικήσεων».
Μείωση ΦΠΑ και καταπτώσεις εγγυήσεων
Οι αναλυτές του ΔΝΤ ξεχωρίζουν άλλους δύο δημοσιονομικούς κινδύνους, πέραν των δικαστικών αποφάσεων:
– Τις εξαγγελίες για μείωση του ΦΠΑ, οι οποίες εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό με 0,4% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 750 εκατ. ευρώ, από το 2021.
– Τις καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων ύψους 2,1 δισ. ευρώ φέτος και 500 εκατ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2020-2024.
Το βασικό σενάριο της έκθεσης προβλέπει επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και στη συνέχεια πρωτογενές πλεόνασμα 3% το 2023 και 2,8% το 2024, ενώ σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει την πρόθεση να αποπληρώσει πρόωρα μέρος του χρέους της προς το Ταμείο.
Τα πέντε «αγκάθια»
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ εντοπίζουν πέντε κινδύνους:
Μεταρρυθμιστική κόπωση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019.
Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών
Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας
Ραγδαία επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών
Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων