Η γενιά του Εμφυλίου, όλου του φάσματος, σε πείσμα των καιρών και του τρόμου σπούδασε,
πληρώνοντας δίδακτρα, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς χρήματα για βιβλία, χωρίς Ιντερνετ και χωρίς δημόσιες βιβλιοθήκες στην ελληνική επαρχία, τουλάχιστον στην πλειονότητα.
Κώστας Γεωργουσόπουλος
Μεγάλωσα σε μια δύσκολη εποχή, Κατοχής, Εμφυλίου, πληθωρισμού, σε μια ελληνική επαρχία που ιστορούσε, τουλάχιστον αρχιτεκτονικά, ένα παλαιό μεγαλοαστικό παρελθόν. Πόλη δικηγόρων, μηχανικών, δημοσίων υπαλλήλων και μεγαλεμπόρων με υφάσματα, υποδήματα, γυαλικά και είδη εφοδιασμού των παντοπωλείων των κωμοπόλεων και των χωριών της ενδοχώρας.
Εδρα στρατιάς, εφετείου, με πολλά φαρμακεία, ψησταριές – πέρασμα και στάση των λεωφορείων της ενδοχώρας. Ενα μόνο βιβλιοχαρτοπωλείο με κάποια μυγοφτυσμένα βιβλία στις εγκαταλειμμένες βιτρίνες ανάμεσα σε υδρόγειες σφαίρες, χάρτες των Βαλκανίων και πάνινες κυρίως σχολικές σάκες. Θυμάμαι πως όταν σκάρισε στη βιτρίνα πρόσφατα εκδομένο το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι στη μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου, τέσσερις φίλοι, παιδιά φανατικά για γράμματα και αξεδίψαστα, βάλαμε ρεφενέ το χαρτζιλίκι μας και το αγοράσαμε και η πρεμούρα μας να το διαβάσουμε μας οδήγησε να το διαλύσουμε και να το διαβάζουμε τμηματικά βάζοντας κλήρο ποιος θα διαβάσει τα πρώτα δεκαεξασέλιδα και ποιος τα τελευταία! Οταν ηρεμήσαμε ξαναδέσαμε τον τόμο και τότε το διαβάσαμε κανονικά.
Η πόλη εκείνη δεν είχε ωδείο. Ενας μουσικός μόνο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου και… ακορντεόν. Η πόλη μου δεν είχε μουσείο, ούτε λαογραφικό και ούτε έως τη δεκαετία του ’60 δημόσια βιβλιοθήκη, αλλά ούτε και κάποιου συλλόγου. Είχε δύο κινηματογράφους χειμερινούς και δύο θερινούς που ευτυχώς αραιά και πού πρόβαλλαν εκτός από μελό, καουμπόικα και αστυνομικά και κάποια φιλμ της μεγάλης νεορεαλιστικής ιταλικής σκηνής και σπανιότατα είδαμε και τον «Αμλετ» του Ολίβιε και τον «Κύριο Αρκάντιν» του Ουέλς. Πάντως τότε χαρήκαμε τον «Κλέφτη των ποδηλάτων», το «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη», Παζολίνι, πολύ Ντε Σίκα, Ροσελίνι, Βισκόντι.
Βέβαια η προσέγγιση τέτοιων έργων από παιδιά 12 και 14 ετών ήταν απαγορευμένη. Η κυκλοφορία μετά τις οκτώ το βράδυ σήμαινε αποβολή και στην πόλη περιφέρονταν ένας θεολόγος, ένας χωροφύλακας και ένας γυμναστής και κυνηγούσαν τους μαθητές που ξεχώριζαν με τα πηλήκια που έφεραν στο γείσο τον αριθμό μητρώου του μαθητή και το όνομα του σχολείου του. Κι εμείς να είμαστε ερωτευμένοι με την Αννα – Μαρία Πιεραντζέλι, την Λολομπρίτζιτα, τη Σοφία Λόρεν και την Μπίμπι Αντερσον.
Κι όμως η γενιά του Εμφυλίου, όλου του φάσματος, σε πείσμα των καιρών και του τρόμου σπούδασε, πληρώνοντας δίδακτρα, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς χρήματα για βιβλία, χωρίς Ιντερνετ και χωρίς δημόσιες βιβλιοθήκες στην ελληνική επαρχία, τουλάχιστον στην πλειονότητα.
Και τώρα με δωρεάν εκπαίδευση, δωρεάν βιβλία, πληθώρα βιβλιοπωλείων και κυρίως με απρόσκοπτη πρόσβαση στη γνώση μέσω των νέων τεχνολογιών, αφού μπορείς να «κατεβάσεις» σπάνιες εκδόσεις και δυσπρόσιτα βιβλία ακόμη και από τη βιβλιοθήκη του Βατικανού ή της Ουάσιγκτον, κανείς δεν διαβάζει. Το σχολείο είναι αναγκαίο κακό, λόγω της παροχής τίτλου σπουδών, αφού η πλειονότητα των μαθητών θητεύει σε φροντιστήρια (ακόμη και στο δημοτικό!) ή σε ιδιαίτερα κατ’ οίκον μαθήματα. Χωρίς να γίνεται βαθύς γνώστης της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της τέχνης, της οικονομίας. Το έχω κι άλλοτε επισημάνει. Παραιτήθηκα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας όταν στις προφορικές εξετάσεις του 2009 προσήλθαν φοιτητές, δέκα τον αριθμό, ακόμη και τεταρτοετής (ήταν ελεύθερο μάθημα επιλογής) και οι οκτώ δεν είχαν παρακολουθήσει ούτε μία θεατρική παράσταση όλο το έτος, ενώ είχαν πάσο ελευθέρας για τις 1.000 παραστάσεις του Λεκανοπεδίου.
Και θυμάμαι τον εαυτό μου και δεκάδες συμφοιτητές μου το 1957 να μην τρώμε το μεσημέρι ούτε στη φοιτητική λέσχη (με χαμηλή τιμή) για να μπορέσουμε να δούμε παραστάσεις του Εθνικού, του Κουν, του Μυράτ, της Κατερίνας και του Λογοθετίδη.
Καθηγήτρια επαρχιακού πανεπιστημίου μου έστειλε πριν από χρόνια φωτοτυπία γραπτού φοιτητή επί πτυχίω (με καλυμμένο το όνομα) όπου εκτός από το βλακώδες κείμενο μέτρησα 130 ορθογραφικά λάθη. Σε λίγο θα έβγαινε στην πιάτσα και θα διεκδικούσε ο πτυχιούχος μια θέση στην εκπαίδευση ως καθηγητής!
Και πώς αλλιώς φίλοι. Εχει να μπει σε αίθουσα διδασκαλίας επιθεωρητής, σύμβουλος εκπαίδευσης ακόμη και διευθυντής σχολικής μονάδας από το 1983! Αρα όσοι τότε διορίστηκαν έχουν συνταξιοδοτηθεί και κανένας δεν πληροφορήθηκε ποτέ τι και πώς και πόσο δίδασκαν στην τάξη.
Τώρα, λέει, θα αξιολογείται η σχολική μονάδα και όχι οι διδάσκοντες. Θα προάγονται, όπως εδώ και χρόνια χωρίς αξιολόγηση και θα αυξάνεται ο μισθός τους μόλις φτάσουν την τριετία. Ετσι ευημερούν τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα και εισάγονται σε ΤΕΙ υποψήφιοι με 5 και 4 στη βαθμολογία. Εισήλθε μάλιστα κάποιος σε ΤΕΙ, που τώρα έγινε πανεπιστημιακή σχολή με βαθμό 2 (δύο!) στην έκθεση!
πληρώνοντας δίδακτρα, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς χρήματα για βιβλία, χωρίς Ιντερνετ και χωρίς δημόσιες βιβλιοθήκες στην ελληνική επαρχία, τουλάχιστον στην πλειονότητα.
Κώστας Γεωργουσόπουλος
Μεγάλωσα σε μια δύσκολη εποχή, Κατοχής, Εμφυλίου, πληθωρισμού, σε μια ελληνική επαρχία που ιστορούσε, τουλάχιστον αρχιτεκτονικά, ένα παλαιό μεγαλοαστικό παρελθόν. Πόλη δικηγόρων, μηχανικών, δημοσίων υπαλλήλων και μεγαλεμπόρων με υφάσματα, υποδήματα, γυαλικά και είδη εφοδιασμού των παντοπωλείων των κωμοπόλεων και των χωριών της ενδοχώρας.
Εδρα στρατιάς, εφετείου, με πολλά φαρμακεία, ψησταριές – πέρασμα και στάση των λεωφορείων της ενδοχώρας. Ενα μόνο βιβλιοχαρτοπωλείο με κάποια μυγοφτυσμένα βιβλία στις εγκαταλειμμένες βιτρίνες ανάμεσα σε υδρόγειες σφαίρες, χάρτες των Βαλκανίων και πάνινες κυρίως σχολικές σάκες. Θυμάμαι πως όταν σκάρισε στη βιτρίνα πρόσφατα εκδομένο το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι στη μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου, τέσσερις φίλοι, παιδιά φανατικά για γράμματα και αξεδίψαστα, βάλαμε ρεφενέ το χαρτζιλίκι μας και το αγοράσαμε και η πρεμούρα μας να το διαβάσουμε μας οδήγησε να το διαλύσουμε και να το διαβάζουμε τμηματικά βάζοντας κλήρο ποιος θα διαβάσει τα πρώτα δεκαεξασέλιδα και ποιος τα τελευταία! Οταν ηρεμήσαμε ξαναδέσαμε τον τόμο και τότε το διαβάσαμε κανονικά.
Η πόλη εκείνη δεν είχε ωδείο. Ενας μουσικός μόνο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου και… ακορντεόν. Η πόλη μου δεν είχε μουσείο, ούτε λαογραφικό και ούτε έως τη δεκαετία του ’60 δημόσια βιβλιοθήκη, αλλά ούτε και κάποιου συλλόγου. Είχε δύο κινηματογράφους χειμερινούς και δύο θερινούς που ευτυχώς αραιά και πού πρόβαλλαν εκτός από μελό, καουμπόικα και αστυνομικά και κάποια φιλμ της μεγάλης νεορεαλιστικής ιταλικής σκηνής και σπανιότατα είδαμε και τον «Αμλετ» του Ολίβιε και τον «Κύριο Αρκάντιν» του Ουέλς. Πάντως τότε χαρήκαμε τον «Κλέφτη των ποδηλάτων», το «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη», Παζολίνι, πολύ Ντε Σίκα, Ροσελίνι, Βισκόντι.
Βέβαια η προσέγγιση τέτοιων έργων από παιδιά 12 και 14 ετών ήταν απαγορευμένη. Η κυκλοφορία μετά τις οκτώ το βράδυ σήμαινε αποβολή και στην πόλη περιφέρονταν ένας θεολόγος, ένας χωροφύλακας και ένας γυμναστής και κυνηγούσαν τους μαθητές που ξεχώριζαν με τα πηλήκια που έφεραν στο γείσο τον αριθμό μητρώου του μαθητή και το όνομα του σχολείου του. Κι εμείς να είμαστε ερωτευμένοι με την Αννα – Μαρία Πιεραντζέλι, την Λολομπρίτζιτα, τη Σοφία Λόρεν και την Μπίμπι Αντερσον.
Κι όμως η γενιά του Εμφυλίου, όλου του φάσματος, σε πείσμα των καιρών και του τρόμου σπούδασε, πληρώνοντας δίδακτρα, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς χρήματα για βιβλία, χωρίς Ιντερνετ και χωρίς δημόσιες βιβλιοθήκες στην ελληνική επαρχία, τουλάχιστον στην πλειονότητα.
Και τώρα με δωρεάν εκπαίδευση, δωρεάν βιβλία, πληθώρα βιβλιοπωλείων και κυρίως με απρόσκοπτη πρόσβαση στη γνώση μέσω των νέων τεχνολογιών, αφού μπορείς να «κατεβάσεις» σπάνιες εκδόσεις και δυσπρόσιτα βιβλία ακόμη και από τη βιβλιοθήκη του Βατικανού ή της Ουάσιγκτον, κανείς δεν διαβάζει. Το σχολείο είναι αναγκαίο κακό, λόγω της παροχής τίτλου σπουδών, αφού η πλειονότητα των μαθητών θητεύει σε φροντιστήρια (ακόμη και στο δημοτικό!) ή σε ιδιαίτερα κατ’ οίκον μαθήματα. Χωρίς να γίνεται βαθύς γνώστης της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της τέχνης, της οικονομίας. Το έχω κι άλλοτε επισημάνει. Παραιτήθηκα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας όταν στις προφορικές εξετάσεις του 2009 προσήλθαν φοιτητές, δέκα τον αριθμό, ακόμη και τεταρτοετής (ήταν ελεύθερο μάθημα επιλογής) και οι οκτώ δεν είχαν παρακολουθήσει ούτε μία θεατρική παράσταση όλο το έτος, ενώ είχαν πάσο ελευθέρας για τις 1.000 παραστάσεις του Λεκανοπεδίου.
Και θυμάμαι τον εαυτό μου και δεκάδες συμφοιτητές μου το 1957 να μην τρώμε το μεσημέρι ούτε στη φοιτητική λέσχη (με χαμηλή τιμή) για να μπορέσουμε να δούμε παραστάσεις του Εθνικού, του Κουν, του Μυράτ, της Κατερίνας και του Λογοθετίδη.
Καθηγήτρια επαρχιακού πανεπιστημίου μου έστειλε πριν από χρόνια φωτοτυπία γραπτού φοιτητή επί πτυχίω (με καλυμμένο το όνομα) όπου εκτός από το βλακώδες κείμενο μέτρησα 130 ορθογραφικά λάθη. Σε λίγο θα έβγαινε στην πιάτσα και θα διεκδικούσε ο πτυχιούχος μια θέση στην εκπαίδευση ως καθηγητής!
Και πώς αλλιώς φίλοι. Εχει να μπει σε αίθουσα διδασκαλίας επιθεωρητής, σύμβουλος εκπαίδευσης ακόμη και διευθυντής σχολικής μονάδας από το 1983! Αρα όσοι τότε διορίστηκαν έχουν συνταξιοδοτηθεί και κανένας δεν πληροφορήθηκε ποτέ τι και πώς και πόσο δίδασκαν στην τάξη.
Τώρα, λέει, θα αξιολογείται η σχολική μονάδα και όχι οι διδάσκοντες. Θα προάγονται, όπως εδώ και χρόνια χωρίς αξιολόγηση και θα αυξάνεται ο μισθός τους μόλις φτάσουν την τριετία. Ετσι ευημερούν τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα και εισάγονται σε ΤΕΙ υποψήφιοι με 5 και 4 στη βαθμολογία. Εισήλθε μάλιστα κάποιος σε ΤΕΙ, που τώρα έγινε πανεπιστημιακή σχολή με βαθμό 2 (δύο!) στην έκθεση!
.in.gr