Οταν στη κυβέρνηση ξεκίνησαν το πολιτικό σχέδιο «έξοδος από τα μνημόνια το 2018»,
είχαν στο νου τους ένα πολύ συγκεκριμένο βηματισμό.
Σε πρώτη φάση θα αποδέχονταν όλα τα μέτρα λιτότητας που απαιτούσαν οι δανειστές, ακριβώς ώστε να έχουν μόνο θετικές αξιολογήσεις.
Το σχέδιο ήταν μέχρι το καλοκαίρι του 2018 να έχουν περάσει όλα τα μέτρα και να εξασφάλιζαν την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Μάλιστα, είχαν εξαρχής αποφασίσει να μην δεχτούν καμία πρόταση για «πιστοληπτική γραμμή», μια που αυτό θα έδινε την εντύπωση «μνημονιακής επιτροπείας», αλλά να προτιμήσουν να πάρουν απλώς ένα υπόλοιπο του δανείου ως «χρηματοδοτικό μαξιλάρι».
Ο στόχος ήταν από το φθινόπωρο του 2018 και για έναν χρόνο περίπου θα προσπαθούσαν να διευρύνουν την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, παίζοντας το «αφήγημα» της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια» και προσπαθώντας να ανακτήσουν δεσμούς με κρίσιμα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Ο σχεδιασμός αυτός του επιτελείου του ΣΥΡΙΖΖΑ στηριζόταν σε ορισμένες παραμέτρους. Γνώριζαν ότι ήδη πολύ νωρίς μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 είχαν χάσει πολύ μεγάλο τμήμα της εκλογικής επιρροής, καθώς ήδη από τότε η ΝΔ εμφανιζόταν να έχει την πρωτοκαθεδρία.
Όμως, σχετικά νωρίς, ήδη από το 2016-2017 είχε αρχίσει να φαίνεται ένα μοτίβο: η ΝΔ να είναι πρώτο κόμμα, αλλά να μην μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο.
Να εξαντλεί τη συσπείρωση των ψηφοφόρων της αλλά να μην μπορεί να πετύχει ένα πολύ εκτεταμένο διεμβολισμό άλλων ψηφοφόρων.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξαρχής ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα συσπείρωσης, με τους δικούς του ψηφοφόρους να είναι κατεξοχήν αυτοί που έτειναν να είναι αναποφάσιστοι.
Σε αυτό το φόντο το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ότι όσο περνούσε ο καιρός και η κυβέρνηση έκανε μικρές αλλά στοχευμένες παρεμβάσεις και παροχές (ή και «επιτυχίες» όπως η μη μείωση των συντάξεων), σε συνδυασμό με μια στρατηγική πόλωσης απέναντι στη ΝΔ θα μπορούσε να συσπείρωνε τους ψηφοφόρους και να αντέστρεφε τον αρνητικό σε βάρος του συσχετισμό.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει μια σειρά από κινήσεις: την συστηματική προσπάθεια να εξασφαλίζονται έστω και μικρά επιδοματικά μέτρα για τις φτωχές κατηγορίες του πληθυσμού. Την προβολή μιας εικόνας φροντίδας για τους νέους επιστήμονες.
Την προσπάθεια να ανοίξουν ξανά οι διορισμοί στο δημόσιο.
Την υπερπροβολή της επιστροφής στην ανάπτυξη και της σχετικής υποχώρησης του δείκτη ανεργίας. Αλλά και την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να φανεί ως η νέα κεντροαριστερά στο πλαίσιο και της στρατηγικής για το «προοδευτικό μέτωπο».
Όμως, αυτό ο σχεδιασμός προσέκρουσε, όπως δείχνουν όλα τα πράγματα σε δύο βασικά εμπόδια.
Το Μακεδονικό και την τραγωδία στο Μάτι
Ως προς το Μακεδονικό όλα δείχνουν ότι αρχικά η κυβέρνηση το είδε ως κάτι που θα το ενέτασσε στο αφήγημά της. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν τις πρώτες ανακοινώσεις στις αρχές του 2018 είχαν προηγηθεί αρκετοί μήνες μυστικών διαπραγματεύσεων με αμερικανική μεσολάβηση.
Ίσως εδώ να βρίσκεται και η αιτία της λανθασμένης εκτίμησης: μυστική διπλωματία σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει δημόσια συζήτηση ούτε και να γίνει προσπάθεια εκτίμησης των αντιδράσεων.
Η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι μετά από τόσα χρόνια θα ήταν μεγαλύτερο το τμήμα της κοινής γνώμης που θα θεωρούσε ότι είναι προτιμότερη η επίλυση μιας εκκρεμότητας και η ειρηνική συνύπαρξη από την εθνική γραμμή.
Μάλιστα, φαίνεται πως εκτιμούσαν ότι στο βαθμό που οι ΗΠΑ και η ΕΕ στήριζαν τόσο ανοιχτά – και πιεστικά – την προοπτική συμφωνίας δύσκολα η ΝΔ θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση.
Γι’ αυτό το λόγο και φαίνεται ότι στοιχείο του πολιτικού υπολογισμού του Μαξίμου ήταν ότι το Μακεδονικό θα αποτελούσε πόλο ανακατατάξεων στο χώρο της δεξιάς και πιθανώς και αφορμή για νέους σχηματισμούς «καθαρής δεξιάς» που θα απομείωναν ανάλογα τη ΝΔ.
Όμως, φάνηκε ότι επρόκειτο περί πλάνης σε όλες τις πτυχές.
Από τη μια το Μακεδονικό φάνηκε ότι προσλήφθηκε από ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ως μια ακόμη υποχώρηση.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα μνημόνια βιώθηκαν ως απώλεια εθνικής κυριαρχίας και μια τέτοια κίνηση φαντάζει ως ένα ακόμη βήμα «εθνικής υποχώρησης» και από τα κομμάτια που είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ (που μέχρι το 2015 είχε διεκδικήσει έντονα «πατριωτικό» προσδιορισμό).
Επιπλέον, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα η συμφωνία βιώθηκε ως μια ακόμη αρνητική εξέλιξη, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι πάντα εκεί υπάρχει το αντανακλαστικό ότι το «κράτος των Αθηνών» αποφασίζει σε βάρος των βορειοελλαδιτών.
Με αυτή την έννοια είχαμε μια συμφωνία που θα είχε εχθρική αντιμετώπιση σε συγκεκριμένες περιοχές και τμήματα του εκλογικού σώματος και ταυτόχρονα για πολλούς άλλους θα βιωνόταν ως μια ακόμη αχρείαστη υποχώρηση.
Αυτό το αντιλήφθηκε πολύ νωρίς και η αντιπολίτευση και αποφάσισε να μη χαρίσει αυτόν τον κόσμο στην ακροδεξιά.
Από τη στιγμή που η ΝΔ δήλωσε κατά της συμφωνίας, όπως και το προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ τμήμα του ΚΙΝΑΛ, περιθώριο να ανατραπούν προς τα δεξιά οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν υπήρχε και το σχέδιο διάσπασης της ΝΔ ακυρωνόταν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Από τη μια όντως ο κύριος όγκος των υποστηρικτών της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και ενός τμήματος στελεχών της κεντροαριστεράς με προέλευση την ανανεωτική αριστερά ήταν κοντά στην κυβέρνηση.
Όμως, ο συνολικός αριθμός των υποστηρικτών της συμφωνίας ήταν μειοψηφικός με τις περισσότερες έρευνες να δείχνουν ότι περίπου τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων ήταν αντίθετοι.
Ακόμη χειρότερα, για την κυβέρνηση είναι πολύ υψηλά τα ποσοστά απόρριψης της συμφωνίας, ακριβώς στα κομμάτια που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 2015 αλλά μετά αποστασιοποιήθηκαν από το κυβερνών κόμμα.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η τραγωδία στην Ανατολική Αττική.
Εδώ οι απώλειες αφορούν πολύ περισσότερο τους ψηφοφόρους της Αττικής, μιας περιοχής που βίωσε με πολύ άμεσο τρόπο την τραγωδία.
Το πρόβλημα ήταν ότι η κυβέρνηση έδειξε μια πρωτοφανή ανικανότητα να διαχειριστεί μια έκτακτη ανάγκη γιατί δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία ούτε είχε πάρει έγκαιρα μέτρα συντονισμού.
Το μέγεθος της τραγωδίας σε συνδυασμό με την προσπάθεια επικοινωνιακής συγκάλυψης επέτεινε την αίσθηση αυτή.
Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μια παράμετρο που από μόνη της εξηγεί εκλογική συμπεριφορά, αλλά όλα δείχνουν ότι σε συνδυασμό με τα συνολικότερα προβλήματαεπέτεινε την αίσθηση ότι είναι μια κυβέρνηση που δεν νοιάζεται πραγματικά για τους πολίτες.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως είχε να δώσει μια πολύ άνιση μάχη. Το 2015 κέρδισε τις εκλογές λαβωμένος πολιτικά και με τους περισσότερους ψηφοφόρους να δίνουν όχι μια θετική ψήφο αλλά μια ψήφο ανοχής στο έδαφος μιας εξέλιξης που βιώθηκε ως «το τέλος της ελπίδας».
Αυτή εξ αρχής αποξένωση δεν μπορούσε να αντιστραφεί εύκολα απλώς με κάποιες παροχές, ούτε μόνο με την προσπάθεια προβολής της εικόνας ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποκτήσει «εικόνα ηγέτη».
Η προβολή του «μπαμπούλα» της επιστροφής της δεξιάς μπορεί να είχε απήχηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες (π.χ. δημοσίους υπαλλήλους που φοβούνται νέο γύρο απολύσεων ή διαθεσιμοτήτων, με δεδομένη και την προϋπηρεσία του Κ. Μητσοτάκη στο υπουργείο Εσωτερικών, ή παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους) αλλά σε μια «κοινωνία μειωμένων προσδοκιών» δεν είναι το ίδιο σημαντική.
Ούτε η επένδυση στα ζητήματα «κάθαρσης» και «διαφθοράς» μπορεί να είναι καταλυτική σε μια κοινωνία που ούτως ή άλλως θεωρεί το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας σφαίρας διεφθαρμένο και δεν πείθεται πια για το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς».
Σε όλα αυτά προστέθηκαν ως «πολιτικά επιβαρυντικοί παράγοντες» το Μακεδονικό και το Μάτι, εξηγώντας και τον εκνευρισμό που σήμερα διακατέχει την κυβέρνηση που βλέπει ότι δεν περπατάει το σχέδιο διαρκούς αύξησης της εκλογικής συσπείρωσης.
είχαν στο νου τους ένα πολύ συγκεκριμένο βηματισμό.
Σε πρώτη φάση θα αποδέχονταν όλα τα μέτρα λιτότητας που απαιτούσαν οι δανειστές, ακριβώς ώστε να έχουν μόνο θετικές αξιολογήσεις.
Το σχέδιο ήταν μέχρι το καλοκαίρι του 2018 να έχουν περάσει όλα τα μέτρα και να εξασφάλιζαν την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Μάλιστα, είχαν εξαρχής αποφασίσει να μην δεχτούν καμία πρόταση για «πιστοληπτική γραμμή», μια που αυτό θα έδινε την εντύπωση «μνημονιακής επιτροπείας», αλλά να προτιμήσουν να πάρουν απλώς ένα υπόλοιπο του δανείου ως «χρηματοδοτικό μαξιλάρι».
Ο στόχος ήταν από το φθινόπωρο του 2018 και για έναν χρόνο περίπου θα προσπαθούσαν να διευρύνουν την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, παίζοντας το «αφήγημα» της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια» και προσπαθώντας να ανακτήσουν δεσμούς με κρίσιμα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Ο σχεδιασμός αυτός του επιτελείου του ΣΥΡΙΖΖΑ στηριζόταν σε ορισμένες παραμέτρους. Γνώριζαν ότι ήδη πολύ νωρίς μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 είχαν χάσει πολύ μεγάλο τμήμα της εκλογικής επιρροής, καθώς ήδη από τότε η ΝΔ εμφανιζόταν να έχει την πρωτοκαθεδρία.
Όμως, σχετικά νωρίς, ήδη από το 2016-2017 είχε αρχίσει να φαίνεται ένα μοτίβο: η ΝΔ να είναι πρώτο κόμμα, αλλά να μην μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο.
Να εξαντλεί τη συσπείρωση των ψηφοφόρων της αλλά να μην μπορεί να πετύχει ένα πολύ εκτεταμένο διεμβολισμό άλλων ψηφοφόρων.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξαρχής ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα συσπείρωσης, με τους δικούς του ψηφοφόρους να είναι κατεξοχήν αυτοί που έτειναν να είναι αναποφάσιστοι.
Σε αυτό το φόντο το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ότι όσο περνούσε ο καιρός και η κυβέρνηση έκανε μικρές αλλά στοχευμένες παρεμβάσεις και παροχές (ή και «επιτυχίες» όπως η μη μείωση των συντάξεων), σε συνδυασμό με μια στρατηγική πόλωσης απέναντι στη ΝΔ θα μπορούσε να συσπείρωνε τους ψηφοφόρους και να αντέστρεφε τον αρνητικό σε βάρος του συσχετισμό.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει μια σειρά από κινήσεις: την συστηματική προσπάθεια να εξασφαλίζονται έστω και μικρά επιδοματικά μέτρα για τις φτωχές κατηγορίες του πληθυσμού. Την προβολή μιας εικόνας φροντίδας για τους νέους επιστήμονες.
Την προσπάθεια να ανοίξουν ξανά οι διορισμοί στο δημόσιο.
Την υπερπροβολή της επιστροφής στην ανάπτυξη και της σχετικής υποχώρησης του δείκτη ανεργίας. Αλλά και την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να φανεί ως η νέα κεντροαριστερά στο πλαίσιο και της στρατηγικής για το «προοδευτικό μέτωπο».
Όμως, αυτό ο σχεδιασμός προσέκρουσε, όπως δείχνουν όλα τα πράγματα σε δύο βασικά εμπόδια.
Το Μακεδονικό και την τραγωδία στο Μάτι
Ως προς το Μακεδονικό όλα δείχνουν ότι αρχικά η κυβέρνηση το είδε ως κάτι που θα το ενέτασσε στο αφήγημά της. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν τις πρώτες ανακοινώσεις στις αρχές του 2018 είχαν προηγηθεί αρκετοί μήνες μυστικών διαπραγματεύσεων με αμερικανική μεσολάβηση.
Ίσως εδώ να βρίσκεται και η αιτία της λανθασμένης εκτίμησης: μυστική διπλωματία σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει δημόσια συζήτηση ούτε και να γίνει προσπάθεια εκτίμησης των αντιδράσεων.
Η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι μετά από τόσα χρόνια θα ήταν μεγαλύτερο το τμήμα της κοινής γνώμης που θα θεωρούσε ότι είναι προτιμότερη η επίλυση μιας εκκρεμότητας και η ειρηνική συνύπαρξη από την εθνική γραμμή.
Μάλιστα, φαίνεται πως εκτιμούσαν ότι στο βαθμό που οι ΗΠΑ και η ΕΕ στήριζαν τόσο ανοιχτά – και πιεστικά – την προοπτική συμφωνίας δύσκολα η ΝΔ θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση.
Γι’ αυτό το λόγο και φαίνεται ότι στοιχείο του πολιτικού υπολογισμού του Μαξίμου ήταν ότι το Μακεδονικό θα αποτελούσε πόλο ανακατατάξεων στο χώρο της δεξιάς και πιθανώς και αφορμή για νέους σχηματισμούς «καθαρής δεξιάς» που θα απομείωναν ανάλογα τη ΝΔ.
Όμως, φάνηκε ότι επρόκειτο περί πλάνης σε όλες τις πτυχές.
Από τη μια το Μακεδονικό φάνηκε ότι προσλήφθηκε από ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ως μια ακόμη υποχώρηση.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα μνημόνια βιώθηκαν ως απώλεια εθνικής κυριαρχίας και μια τέτοια κίνηση φαντάζει ως ένα ακόμη βήμα «εθνικής υποχώρησης» και από τα κομμάτια που είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ (που μέχρι το 2015 είχε διεκδικήσει έντονα «πατριωτικό» προσδιορισμό).
Επιπλέον, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα η συμφωνία βιώθηκε ως μια ακόμη αρνητική εξέλιξη, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι πάντα εκεί υπάρχει το αντανακλαστικό ότι το «κράτος των Αθηνών» αποφασίζει σε βάρος των βορειοελλαδιτών.
Με αυτή την έννοια είχαμε μια συμφωνία που θα είχε εχθρική αντιμετώπιση σε συγκεκριμένες περιοχές και τμήματα του εκλογικού σώματος και ταυτόχρονα για πολλούς άλλους θα βιωνόταν ως μια ακόμη αχρείαστη υποχώρηση.
Αυτό το αντιλήφθηκε πολύ νωρίς και η αντιπολίτευση και αποφάσισε να μη χαρίσει αυτόν τον κόσμο στην ακροδεξιά.
Από τη στιγμή που η ΝΔ δήλωσε κατά της συμφωνίας, όπως και το προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ τμήμα του ΚΙΝΑΛ, περιθώριο να ανατραπούν προς τα δεξιά οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν υπήρχε και το σχέδιο διάσπασης της ΝΔ ακυρωνόταν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Από τη μια όντως ο κύριος όγκος των υποστηρικτών της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και ενός τμήματος στελεχών της κεντροαριστεράς με προέλευση την ανανεωτική αριστερά ήταν κοντά στην κυβέρνηση.
Όμως, ο συνολικός αριθμός των υποστηρικτών της συμφωνίας ήταν μειοψηφικός με τις περισσότερες έρευνες να δείχνουν ότι περίπου τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων ήταν αντίθετοι.
Ακόμη χειρότερα, για την κυβέρνηση είναι πολύ υψηλά τα ποσοστά απόρριψης της συμφωνίας, ακριβώς στα κομμάτια που είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 2015 αλλά μετά αποστασιοποιήθηκαν από το κυβερνών κόμμα.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η τραγωδία στην Ανατολική Αττική.
Εδώ οι απώλειες αφορούν πολύ περισσότερο τους ψηφοφόρους της Αττικής, μιας περιοχής που βίωσε με πολύ άμεσο τρόπο την τραγωδία.
Το πρόβλημα ήταν ότι η κυβέρνηση έδειξε μια πρωτοφανή ανικανότητα να διαχειριστεί μια έκτακτη ανάγκη γιατί δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία ούτε είχε πάρει έγκαιρα μέτρα συντονισμού.
Το μέγεθος της τραγωδίας σε συνδυασμό με την προσπάθεια επικοινωνιακής συγκάλυψης επέτεινε την αίσθηση αυτή.
Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μια παράμετρο που από μόνη της εξηγεί εκλογική συμπεριφορά, αλλά όλα δείχνουν ότι σε συνδυασμό με τα συνολικότερα προβλήματαεπέτεινε την αίσθηση ότι είναι μια κυβέρνηση που δεν νοιάζεται πραγματικά για τους πολίτες.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως είχε να δώσει μια πολύ άνιση μάχη. Το 2015 κέρδισε τις εκλογές λαβωμένος πολιτικά και με τους περισσότερους ψηφοφόρους να δίνουν όχι μια θετική ψήφο αλλά μια ψήφο ανοχής στο έδαφος μιας εξέλιξης που βιώθηκε ως «το τέλος της ελπίδας».
Αυτή εξ αρχής αποξένωση δεν μπορούσε να αντιστραφεί εύκολα απλώς με κάποιες παροχές, ούτε μόνο με την προσπάθεια προβολής της εικόνας ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποκτήσει «εικόνα ηγέτη».
Η προβολή του «μπαμπούλα» της επιστροφής της δεξιάς μπορεί να είχε απήχηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες (π.χ. δημοσίους υπαλλήλους που φοβούνται νέο γύρο απολύσεων ή διαθεσιμοτήτων, με δεδομένη και την προϋπηρεσία του Κ. Μητσοτάκη στο υπουργείο Εσωτερικών, ή παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους) αλλά σε μια «κοινωνία μειωμένων προσδοκιών» δεν είναι το ίδιο σημαντική.
Ούτε η επένδυση στα ζητήματα «κάθαρσης» και «διαφθοράς» μπορεί να είναι καταλυτική σε μια κοινωνία που ούτως ή άλλως θεωρεί το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας σφαίρας διεφθαρμένο και δεν πείθεται πια για το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς».
Σε όλα αυτά προστέθηκαν ως «πολιτικά επιβαρυντικοί παράγοντες» το Μακεδονικό και το Μάτι, εξηγώντας και τον εκνευρισμό που σήμερα διακατέχει την κυβέρνηση που βλέπει ότι δεν περπατάει το σχέδιο διαρκούς αύξησης της εκλογικής συσπείρωσης.
.lykavitos.gr