Στην περιβόητη συνέντευξη του, την Τετάρτη σε τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι, ο Ταγίπ
Ερντογάν, ανάμεσα στις πομπώδεις δηλώσεις, ότι δηλαδή δεν φοβάται τίποτα και κανένα, και ότι δεν εξαρτάται από άλλες χώρες και είναι ανεξάρτητος, είπε και μία μεγάλη αλήθεια.
Ορθά «διέγνωσε» ότι ηττήθηκε από το «βαθύ κράτος», όπως χαρακτήρισε τους «υπασπιστές» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και τους Αμερικανούς γραφειοκράτες.
Έχασε και στο θέμα της Συρίας, μέσω της οποίας θα έλεγχε τα αμερικανικά πιόνια στην συγκεκριμένη περιοχή. Έχασε και στο θέμα του ρωσικού συστήματος S-400, για το οποίο ο Ντόναλντ Τράμπ, όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι, είχε αρχίσει να «μαλακώνει».
Η αλήθεια είναι ότι με τον Αμερικανό Πλανητάρχη δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για τίποτα. Αλλάζει γνώμη από τη μία στιγμή στην άλλη, αν και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είπε ποτέ στον Ταγίπ Ερντογάν ότι αποδέχεται την εγκατάσταση των S-400 στο τουρκικό έδαφος.
Ο κ. Ερντογάν είπε και κάτι άλλο: ότι θα επιδιώξει να μιλήσει τις επόμενες ημέρες με τον κ. Τραμπ ελπίζοντας ότι θα του αλλάξει γνώμη και για τη Συρία και για άλλα ζητήματα που άπτονται των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Εισήγαγε δε στην «κουβέντα» και τον γαμπρό του κ. Τραμπ, τον Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος υποτίθεται ότι ανέπτυξε «καλή σχέση» με τον γαμπρό του κ. Ερντογάν, τον υπουργό Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Ξεχνά κάτι πολύ σημαντικό ο πρόεδρος της Τουρκίας: ότι ο γαμπρός του Αμερικανού ομολόγου του, είναι δοσμένος στο Ισραήλ, γι’ αυτό και υπογείως κατηγορείται από αντιπάλους του, ότι αντί να εργάζεται για τα συμφέροντα της Αμερικής, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Εβραϊκού Κράτους. Από τη στιγμή που νιώθει περισσότερος Εβραίος απ’ οτιδήποτε άλλο, σίγουρα δεν θα εμπιστευθεί τον Ταγίπ Ερντογάν, ορκισμένο εχθρό του Ισράηλ. Έτσι για να έχουμε μία πιο καθαρή εικόνα…
Το αμερικανικό «βαθύ κράτος» ήταν αυτό που έσωσε την παρτίδα για την Αμερική τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ο κ. Τραμπ στη διάρκεια μίας ταραχώδους τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Ταγίπ Ερντογάν, «τα έδωσε όλα» στην Συρία. Αποφάσισε να αποχωρήσει, κάνοντας μεγαλύτερο λάθος από τον προκάτοχό του, Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος μετά την ‘Αραβική Άνοιξη» που κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος αποχώρησε από την περιοχή. Βέβαια, ο κ. Τραμπ κατάλαβε γρήγορα το λάθος του, αλλά έπρεπε να περάσει κάποιος καιρός για να διορθώσει τα πράγματα, με τρόπο που να μπορεί να ισχυριστεί ότι υλοποίησε μία υπόσχεσή του στο λαό, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Το «βαθύ κράτος» είχε μία καταπληκτική ιδέα που άρεσε στον Αμερικανό πλανητάρχη: να δημιουργηθεί η ζώνη ασφαλείας μεταξύ των Κούρδων της Συρίας και της Τουρκίας, η οποία όμως θα ελέγχεται από διεθνή δύναμη σταθερότητας, που θα αποτελείται από Αμερικανούς, Γάλλους, Βρετανούς και στρατιώτες και άλλων χωρών, δύο εκ των οποίων δεν είναι φιλικές προς την Τουρκία.
Μου εξηγούσε χθες ένας διπλωμάτης πως άλλαξε σε ένα μήνα εικόνα. Μέχρι τις αρχές της νέας χρονιάς ο Ερντογάν ήταν ο απόλυτος νικητής, και δύο μήνες μετά είναι ο απόλυτος ηττημένος. Βέβαια, όπως λέμε πάντα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με απρόβλεπτους πολιτικούς, που αλλάζουν γνώμη από τη μία στιγμή στην άλλη.
Η κατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ παραμένει καταθλιπτική και άκρως επικίνδυνη. Η απόφαση του κ. Ερντογάν να μην ακυρώσει την παραγγελία των S-400, είναι ειλημμένη και όπως είπε δεν αλλάζει ότι και να κάνει η Αμερική. Από την άλλη πλευρά οι Αμερικανοί δηλώνουν δημόσια ότι θα ακυρώσουν την παραγγελία των μαχητικών F-35 και άλλων οπλικών συστημάτων, ενώ θα επιβάλουν και κυρώσεις.
Το «βαθύ κράτος», όπως χαρακτήρισε ο κ. Ερντογάν τους «υπασπιστές» του κ. Τραμπ, είναι ισχυρό και σκληρό: Και δεν συμπαθεί καθόλου αυτούς που κάθονται σε καρέκλες με πήλινα πόδια και νομίζουν πως διοικούν υπερδυνάμεις. Θα έλεγα ότι το «βαθύ κράτος» είναι και ανυπόμονο και θέλει να τελειώνει με την ερμαφρόδιτη κατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία. Το μοναδικό δίλημμα που τέθηκε είναι: Ή μαζί μας ή απέναντι μας. Όχι και με τη Μόσχα και με την Ουάσιγκτον… Οπότε καλά κάνει ο κ. Ερντογάν και φοβάται το «βαθύ κράτος».
Πηγή: hellasjournal.com
Ερντογάν, ανάμεσα στις πομπώδεις δηλώσεις, ότι δηλαδή δεν φοβάται τίποτα και κανένα, και ότι δεν εξαρτάται από άλλες χώρες και είναι ανεξάρτητος, είπε και μία μεγάλη αλήθεια.
Ορθά «διέγνωσε» ότι ηττήθηκε από το «βαθύ κράτος», όπως χαρακτήρισε τους «υπασπιστές» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και τους Αμερικανούς γραφειοκράτες.
Έχασε και στο θέμα της Συρίας, μέσω της οποίας θα έλεγχε τα αμερικανικά πιόνια στην συγκεκριμένη περιοχή. Έχασε και στο θέμα του ρωσικού συστήματος S-400, για το οποίο ο Ντόναλντ Τράμπ, όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι, είχε αρχίσει να «μαλακώνει».
Η αλήθεια είναι ότι με τον Αμερικανό Πλανητάρχη δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για τίποτα. Αλλάζει γνώμη από τη μία στιγμή στην άλλη, αν και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι είπε ποτέ στον Ταγίπ Ερντογάν ότι αποδέχεται την εγκατάσταση των S-400 στο τουρκικό έδαφος.
Ο κ. Ερντογάν είπε και κάτι άλλο: ότι θα επιδιώξει να μιλήσει τις επόμενες ημέρες με τον κ. Τραμπ ελπίζοντας ότι θα του αλλάξει γνώμη και για τη Συρία και για άλλα ζητήματα που άπτονται των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Εισήγαγε δε στην «κουβέντα» και τον γαμπρό του κ. Τραμπ, τον Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος υποτίθεται ότι ανέπτυξε «καλή σχέση» με τον γαμπρό του κ. Ερντογάν, τον υπουργό Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Ξεχνά κάτι πολύ σημαντικό ο πρόεδρος της Τουρκίας: ότι ο γαμπρός του Αμερικανού ομολόγου του, είναι δοσμένος στο Ισραήλ, γι’ αυτό και υπογείως κατηγορείται από αντιπάλους του, ότι αντί να εργάζεται για τα συμφέροντα της Αμερικής, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Εβραϊκού Κράτους. Από τη στιγμή που νιώθει περισσότερος Εβραίος απ’ οτιδήποτε άλλο, σίγουρα δεν θα εμπιστευθεί τον Ταγίπ Ερντογάν, ορκισμένο εχθρό του Ισράηλ. Έτσι για να έχουμε μία πιο καθαρή εικόνα…
Το αμερικανικό «βαθύ κράτος» ήταν αυτό που έσωσε την παρτίδα για την Αμερική τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ο κ. Τραμπ στη διάρκεια μίας ταραχώδους τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Ταγίπ Ερντογάν, «τα έδωσε όλα» στην Συρία. Αποφάσισε να αποχωρήσει, κάνοντας μεγαλύτερο λάθος από τον προκάτοχό του, Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος μετά την ‘Αραβική Άνοιξη» που κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος αποχώρησε από την περιοχή. Βέβαια, ο κ. Τραμπ κατάλαβε γρήγορα το λάθος του, αλλά έπρεπε να περάσει κάποιος καιρός για να διορθώσει τα πράγματα, με τρόπο που να μπορεί να ισχυριστεί ότι υλοποίησε μία υπόσχεσή του στο λαό, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Το «βαθύ κράτος» είχε μία καταπληκτική ιδέα που άρεσε στον Αμερικανό πλανητάρχη: να δημιουργηθεί η ζώνη ασφαλείας μεταξύ των Κούρδων της Συρίας και της Τουρκίας, η οποία όμως θα ελέγχεται από διεθνή δύναμη σταθερότητας, που θα αποτελείται από Αμερικανούς, Γάλλους, Βρετανούς και στρατιώτες και άλλων χωρών, δύο εκ των οποίων δεν είναι φιλικές προς την Τουρκία.
Μου εξηγούσε χθες ένας διπλωμάτης πως άλλαξε σε ένα μήνα εικόνα. Μέχρι τις αρχές της νέας χρονιάς ο Ερντογάν ήταν ο απόλυτος νικητής, και δύο μήνες μετά είναι ο απόλυτος ηττημένος. Βέβαια, όπως λέμε πάντα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με απρόβλεπτους πολιτικούς, που αλλάζουν γνώμη από τη μία στιγμή στην άλλη.
Η κατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ παραμένει καταθλιπτική και άκρως επικίνδυνη. Η απόφαση του κ. Ερντογάν να μην ακυρώσει την παραγγελία των S-400, είναι ειλημμένη και όπως είπε δεν αλλάζει ότι και να κάνει η Αμερική. Από την άλλη πλευρά οι Αμερικανοί δηλώνουν δημόσια ότι θα ακυρώσουν την παραγγελία των μαχητικών F-35 και άλλων οπλικών συστημάτων, ενώ θα επιβάλουν και κυρώσεις.
Το «βαθύ κράτος», όπως χαρακτήρισε ο κ. Ερντογάν τους «υπασπιστές» του κ. Τραμπ, είναι ισχυρό και σκληρό: Και δεν συμπαθεί καθόλου αυτούς που κάθονται σε καρέκλες με πήλινα πόδια και νομίζουν πως διοικούν υπερδυνάμεις. Θα έλεγα ότι το «βαθύ κράτος» είναι και ανυπόμονο και θέλει να τελειώνει με την ερμαφρόδιτη κατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία. Το μοναδικό δίλημμα που τέθηκε είναι: Ή μαζί μας ή απέναντι μας. Όχι και με τη Μόσχα και με την Ουάσιγκτον… Οπότε καλά κάνει ο κ. Ερντογάν και φοβάται το «βαθύ κράτος».
Πηγή: hellasjournal.com