Τα γεγονότα του 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν το σημείο που
έκανε την Ελλάδα να αντιληφθεί με τον χειρότερο τρόπο ότι η τουρκική απειλή ήταν ένα μείζων πρόβλημα.
Οι απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν από το ’74 και μετά οδήγησαν στην μεταφορά δυνάμεων – κυρίως αρμάτων – στην Θράκη και στην ενίσχυση με στρατεύματα και οπλικά συστήματα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Γράφει ο Δημήτρης Ι. Μανακανάτας
Ωστόσο εκείνη την εποχή ο σχεδιασμός άμυνας των προαναφερθέντων περιοχών έγινε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιόδου, στο οποίο η πρωτεύουσα απειλή ήταν στα βόρεια σύνορα μας.
Στις επόμενες δεκαετίες και ειδικότερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 που κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ, ο κόσμος άλλαξε και μαζί του άλλαξε και προτεραιότητα της ελληνικής απειλής.
Στο σημερινό τοπίο μόνη κύρια στρατιωτική απειλή είναι η Τουρκία και οι συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος δεικνύουν ότι η Άγκυρα ακολουθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική που αποσκοπεί στην δημιουργία ψευδών εντυπώσεων για την δημιουργία «γκρίζων» ζωνών στην διεθνή κοινή γνώμη.
Ειδικά μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων η τουρκική προκλητικότητα δεικνύει μεγάλη «συνέπεια» σε ότι αφορά τις υπερπτήσεις επάνω από συγκεκριμένες μικρές νήσους και βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο με τις συνεχείς αναφορές της, περί καταπάτησης των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Θράκης.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, δεν φαντάζει αδιανόητο η Τουρκία να επιχειρήσει ένα θερμό επεισόδιο ή μάλλον ένα «μίνι πόλεμο», ώστε να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο επικοινωνιακό χάος, στην λογική του σεναρίου που έχει ακουσθεί κατά καιρούς και αναφέρει την ταυτόχρονη τουρκική επέμβαση στην Θράκη και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου.
Σε μια τέτοια λοιπόν υποθετική τουρκική ενέργεια το μεγάλο ερώτημα που τίθεται, είναι εάν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε θέση να αναχαιτίσουν μια επίθεση σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, ειδικά σε μια τέτοια αρνητική οικονομική κατάσταση και με τις ένοπλες δυνάμεις να έχουν αναλάβει πρωτεύονται ρόλο στο μεταναστευτικό.
Όπως είναι γνωστό η Tουρκία ακολουθεί ένα ακριβές μοτίβο προκλήσεων στην περιοχή των Δωδεκανήσων και κύρια στα μικρονήσια πέριξ της Καλύμνου και σε συνδυασμό με αυτές που γίνονται στο κεντρικό Αιγαίο, δείχνουν καθαρά ότι οι τουρκικές επιδιώξεις επικεντρώνονται στην δημιουργία «γκρίζων» ζωνών, σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν τα θαλάσσια σύνορα τους ειδικά στην περιοχή της Καλύμνου που τα μικρονήσια και οι ελληνικές βραχονησίδες βρίσκονται πολύ κοντά στα τουρκικά παράλια. Η Θράκη και ειδικότερα ο Έβρος αποτελεί μια ακόμη ευαίσθητη περιοχή στα εξ’ ανατολών σύνορά μας, αλλά σε κάθε περίπτωση η Τουρκία γνωρίζει ότι είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί θύλακας τον οποίο θα μπορεί να υποστηρίξει.
Το υποθετικό σενάριο που βασίζεται στο επιχείρημα της ταυτόχρονης επιθετικής ενέργειας στην περιοχή του Έβρου και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου έχει μάλλον ως σκοπό τον αποσυντονισμό του αμυνόμενου αλλά και την ευκαιριακή δέσμευση εδαφών, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως ανταλλακτικό μέσω στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Ας δούμε όμως την λογική μιας τέτοιας επιθετικής ενέργειας σύμφωνα με τις δυνάμεις των δύο πλευρών αλλά και την διεθνή στρατηγική.
Είναι αυτονόητο ότι η τουρκική επιθετική ενέργεια στην Θράκη θα γινόταν στην περιοχή του Έβρου με δυνάμεις αρμάτων και μηχανοκίνητες μονάδες πεζικού. Στην ευρύτερη περιοχή οι κύριες δυνάμεις που διαθέτει ο τουρκικός στρατός είναι 4 ταξιαρχίες αρμάτων (στις περιοχές ΜΑΛΚΑΡΑ, ΤΣΑΤΑΛΤΖΑ, ΜΑΛΤΕΠΕ και ΤΣΕΡΚΕΖΚΙΟΙ), 4 μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες (περιοχές ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, ΚΙΡΚΛΑΠΕΛΙ, ΚΕΣΣΑΝΗ και ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ) καθώς και μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στο ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ. Από ελληνικής πλευράς υπάρχει μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στην Καβάλα, μια Ταξιαρχία αρμάτων στην Ξάνθη, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στο Διδυμότειχο, μία Ταξιαρχία αρμάτων στην Κομοτηνή, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στην Αλεξανδρούπολη και στην ίδια περιοχή μια Ταξιαρχία αρμάτων. Όπως γίνεται αντιληπτό οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονται συγκεντρωμένες στην περιοχή είναι ικανές από πλευράς μεγέθους να αντιμετωπίσουν μια τουρκική εισβολή. Σε μια προσπάθεια αναπαράστασης μια τέτοιας αντιπαράθεσης οι εχθρικές δυνάμεις θα εισβάλουν από τον ποταμό Έβρο με υποτιθέμενο σημείο εισόδου την ευρύτερη περιοχή του Ορμενίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις έχοντας αντιληφθεί την επιθετική ενέργεια ξεκινούν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και υπολογίζοντας την ιδιαιτερότητες του εδάφους και της περιοχής η δύναμη άμυνας θα αποτελείται πιθανόν από μία ταξιαρχία που θα συγκροτείται σε τρία τακτικά συγκροτήματα δύο ισχυρά σε άρματα (ΕΜΑ) και ένα τρίτο με βάση το μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού.
Αν αναλογισθεί κανείς την εικόνα της κίνησης μιας τόσο μεγάλης δύναμης, είναι εντυπωσιακό καθότι θα κινούνται σε φαλλαγίδια περίπου 300 τεθωρακισμένα οχήματα τα οποία θα συγκροτήσουν φάλαγγες, και θα φαντάζουν ως ατσάλινος χείμαρρος.
Φυσικά εφόσον συγκροτηθούν σε φάλαγγες, η κάθε μία φάλαγγα θα ακολουθήσει συγκεκριμένα δρομολόγια που έχουν προεπιλεγεί από τον καιρό της ειρήνης και καλύπτουν κάθε σημείο από το οποίο μπορεί να κινηθεί ο εχθρός εφόσον εισβάλει σε ελληνικό έδαφος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη του εδάφους και στην επιλογή δρομολογίων, διότι η προσβασιμότητα είναι καταλυτική παράμετρος για τις επιχειρήσεις τεθωρακισμένων σχηματισμών και φυσικά αποτελούν και τον βασικό παράγοντα κίνησης του αντιπάλου. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η διαδρομή που θα ακολουθήσει η εχθρική αρματική – τεθωρακισμένη δύναμη είναι ήδη γνωστή στην ελληνική πλευρά. Στο καιρό της ειρήνης τα δρομολόγια αναγνωρίζονται σε τακτικά διαστήματα, αλλά πολλές φορές οι ελληνικοί σχηματισμοί αρμάτων εκπαιδεύονται και σε περιοχές που δεν έχουν αναγνωρισθεί και η μελέτη του εδάφους είχε γίνει μόνο από τον χάρτη, ώστε να πληρώματα να εκπαιδεύονται σε καθαρά ρεαλιστικές συνθήκες.
έκανε την Ελλάδα να αντιληφθεί με τον χειρότερο τρόπο ότι η τουρκική απειλή ήταν ένα μείζων πρόβλημα.
Οι απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν από το ’74 και μετά οδήγησαν στην μεταφορά δυνάμεων – κυρίως αρμάτων – στην Θράκη και στην ενίσχυση με στρατεύματα και οπλικά συστήματα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Γράφει ο Δημήτρης Ι. Μανακανάτας
Ωστόσο εκείνη την εποχή ο σχεδιασμός άμυνας των προαναφερθέντων περιοχών έγινε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιόδου, στο οποίο η πρωτεύουσα απειλή ήταν στα βόρεια σύνορα μας.
Στις επόμενες δεκαετίες και ειδικότερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 που κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ, ο κόσμος άλλαξε και μαζί του άλλαξε και προτεραιότητα της ελληνικής απειλής.
Στο σημερινό τοπίο μόνη κύρια στρατιωτική απειλή είναι η Τουρκία και οι συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος δεικνύουν ότι η Άγκυρα ακολουθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική που αποσκοπεί στην δημιουργία ψευδών εντυπώσεων για την δημιουργία «γκρίζων» ζωνών στην διεθνή κοινή γνώμη.
Ειδικά μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων η τουρκική προκλητικότητα δεικνύει μεγάλη «συνέπεια» σε ότι αφορά τις υπερπτήσεις επάνω από συγκεκριμένες μικρές νήσους και βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο με τις συνεχείς αναφορές της, περί καταπάτησης των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Θράκης.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, δεν φαντάζει αδιανόητο η Τουρκία να επιχειρήσει ένα θερμό επεισόδιο ή μάλλον ένα «μίνι πόλεμο», ώστε να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο επικοινωνιακό χάος, στην λογική του σεναρίου που έχει ακουσθεί κατά καιρούς και αναφέρει την ταυτόχρονη τουρκική επέμβαση στην Θράκη και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου.
Σε μια τέτοια λοιπόν υποθετική τουρκική ενέργεια το μεγάλο ερώτημα που τίθεται, είναι εάν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε θέση να αναχαιτίσουν μια επίθεση σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, ειδικά σε μια τέτοια αρνητική οικονομική κατάσταση και με τις ένοπλες δυνάμεις να έχουν αναλάβει πρωτεύονται ρόλο στο μεταναστευτικό.
Όπως είναι γνωστό η Tουρκία ακολουθεί ένα ακριβές μοτίβο προκλήσεων στην περιοχή των Δωδεκανήσων και κύρια στα μικρονήσια πέριξ της Καλύμνου και σε συνδυασμό με αυτές που γίνονται στο κεντρικό Αιγαίο, δείχνουν καθαρά ότι οι τουρκικές επιδιώξεις επικεντρώνονται στην δημιουργία «γκρίζων» ζωνών, σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν τα θαλάσσια σύνορα τους ειδικά στην περιοχή της Καλύμνου που τα μικρονήσια και οι ελληνικές βραχονησίδες βρίσκονται πολύ κοντά στα τουρκικά παράλια. Η Θράκη και ειδικότερα ο Έβρος αποτελεί μια ακόμη ευαίσθητη περιοχή στα εξ’ ανατολών σύνορά μας, αλλά σε κάθε περίπτωση η Τουρκία γνωρίζει ότι είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί θύλακας τον οποίο θα μπορεί να υποστηρίξει.
Το υποθετικό σενάριο που βασίζεται στο επιχείρημα της ταυτόχρονης επιθετικής ενέργειας στην περιοχή του Έβρου και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου έχει μάλλον ως σκοπό τον αποσυντονισμό του αμυνόμενου αλλά και την ευκαιριακή δέσμευση εδαφών, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως ανταλλακτικό μέσω στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Ας δούμε όμως την λογική μιας τέτοιας επιθετικής ενέργειας σύμφωνα με τις δυνάμεις των δύο πλευρών αλλά και την διεθνή στρατηγική.
Είναι αυτονόητο ότι η τουρκική επιθετική ενέργεια στην Θράκη θα γινόταν στην περιοχή του Έβρου με δυνάμεις αρμάτων και μηχανοκίνητες μονάδες πεζικού. Στην ευρύτερη περιοχή οι κύριες δυνάμεις που διαθέτει ο τουρκικός στρατός είναι 4 ταξιαρχίες αρμάτων (στις περιοχές ΜΑΛΚΑΡΑ, ΤΣΑΤΑΛΤΖΑ, ΜΑΛΤΕΠΕ και ΤΣΕΡΚΕΖΚΙΟΙ), 4 μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες (περιοχές ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, ΚΙΡΚΛΑΠΕΛΙ, ΚΕΣΣΑΝΗ και ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ) καθώς και μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στο ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ. Από ελληνικής πλευράς υπάρχει μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στην Καβάλα, μια Ταξιαρχία αρμάτων στην Ξάνθη, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στο Διδυμότειχο, μία Ταξιαρχία αρμάτων στην Κομοτηνή, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στην Αλεξανδρούπολη και στην ίδια περιοχή μια Ταξιαρχία αρμάτων. Όπως γίνεται αντιληπτό οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονται συγκεντρωμένες στην περιοχή είναι ικανές από πλευράς μεγέθους να αντιμετωπίσουν μια τουρκική εισβολή. Σε μια προσπάθεια αναπαράστασης μια τέτοιας αντιπαράθεσης οι εχθρικές δυνάμεις θα εισβάλουν από τον ποταμό Έβρο με υποτιθέμενο σημείο εισόδου την ευρύτερη περιοχή του Ορμενίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις έχοντας αντιληφθεί την επιθετική ενέργεια ξεκινούν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και υπολογίζοντας την ιδιαιτερότητες του εδάφους και της περιοχής η δύναμη άμυνας θα αποτελείται πιθανόν από μία ταξιαρχία που θα συγκροτείται σε τρία τακτικά συγκροτήματα δύο ισχυρά σε άρματα (ΕΜΑ) και ένα τρίτο με βάση το μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού.
Αν αναλογισθεί κανείς την εικόνα της κίνησης μιας τόσο μεγάλης δύναμης, είναι εντυπωσιακό καθότι θα κινούνται σε φαλλαγίδια περίπου 300 τεθωρακισμένα οχήματα τα οποία θα συγκροτήσουν φάλαγγες, και θα φαντάζουν ως ατσάλινος χείμαρρος.
Φυσικά εφόσον συγκροτηθούν σε φάλαγγες, η κάθε μία φάλαγγα θα ακολουθήσει συγκεκριμένα δρομολόγια που έχουν προεπιλεγεί από τον καιρό της ειρήνης και καλύπτουν κάθε σημείο από το οποίο μπορεί να κινηθεί ο εχθρός εφόσον εισβάλει σε ελληνικό έδαφος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη του εδάφους και στην επιλογή δρομολογίων, διότι η προσβασιμότητα είναι καταλυτική παράμετρος για τις επιχειρήσεις τεθωρακισμένων σχηματισμών και φυσικά αποτελούν και τον βασικό παράγοντα κίνησης του αντιπάλου. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η διαδρομή που θα ακολουθήσει η εχθρική αρματική – τεθωρακισμένη δύναμη είναι ήδη γνωστή στην ελληνική πλευρά. Στο καιρό της ειρήνης τα δρομολόγια αναγνωρίζονται σε τακτικά διαστήματα, αλλά πολλές φορές οι ελληνικοί σχηματισμοί αρμάτων εκπαιδεύονται και σε περιοχές που δεν έχουν αναγνωρισθεί και η μελέτη του εδάφους είχε γίνει μόνο από τον χάρτη, ώστε να πληρώματα να εκπαιδεύονται σε καθαρά ρεαλιστικές συνθήκες.