Αν είναι κάτι που έμεινε από αυτή την πρωτοφανή κρίση που περνά η χώρα είναι η ατομική ευθύνη. Στην συντριπτική του
πλειοψηφία ο κόσμος έχει αντιληφθεί ότι ο αυτοπεριορισμός και η συναίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης σώζει ζωές.
Οι πολίτες δέχθηκαν πολλά και τώρα που βρισκόμαστε σε φάση απαγόρευσης κυκλοφορίας δέχονται ακόμη περισσότερα.
Ακόμη κι αν θέλουμε να εξωραΐσουμε όλα όσα ζούμε η αλήθεια είναι ότι η χώρα έχει μπει… στο γύψο.
Ο περιορισμός των ατομικών ελευθεριών, ακόμη και για λόγους δημοσίου συμφέροντος και υγείας, μοιάζει με έναν κόμπο στο στομάχι. Η Δημοκρατία -το επαναλαμβάνω, ακόμη και γιατί πρέπει να προστατευτεί ο κόσμος από τον κοροναϊό- βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο απόσπασμα.
Ούτε ο πατριωτισμός των Ελλήνων, ούτε ο φόβος, ούτε η ατομική ευθύνη μπορούν να βοηθήσουν στο να χωνέψει ο κόσμος τη δυστοπία που ζει από το πρωί της Δευτέρας.
Οι νομικοί λένε ότι δεν είναι αντισυνταγματικά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, αφού διακυβεύονται πολλά, αφού πρέπει να προστατευτεί η δημόσια υγεία.
Ενδεχομένως να έχουν δίκιο και γι’ αυτό δεν υπάρχουν πολλές αντιδράσεις. Ούτε καν η αντιπολίτευση δεν έχει αρθρώσει διαφορετική λέξη, όλοι φοβούνται –και ορθώς- ότι μπορεί να διαχυθεί στον πληθυσμό ο κοροναϊός και να έχουμε εκατοντάδες νεκρούς.
Κι αυτό δεν μπορεί να το αντέξει ούτε η κυβέρνηση ούτε γενικότερα το πολιτικό σύστημα.
Θα το… καταπιούμε, λοιπόν, το πικρό ποτήρι της ανελευθερίας που βιώνουμε και θα κάνουμε υπομονή περιμένοντας καλύτερες ημέρες.
Υπάρχει και το κρατικό έγκλημα
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σιωπήσουμε για το έγκλημα που έχει κάνει το κράτος διαχρονικά στους πολίτες.
Κι όταν εννοούμε κράτος βάζουμε μέσα όλες τις κυβερνήσεις, βάζουμε μέσα όλο το πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας.
Και αυτό το έγκλημα είναι η ωμή καταπάτηση των συνταγματικών υποχρεώσεων που έχει το κράτος απέναντι στους πολίτες. Είναι οι υποχρεώσεις για καλή δημόσια υγεία, για προστασία των πολιτών από τέτοιες καταστάσεις, για τη δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας και ασφάλισης για όλους, ειδικά για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Όταν διαχρονικά το πολιτικό σύστημα εγκατέλειψε το Εθνικό Σύστημα Υγείας στην τύχη του, έρχεται να πει στους πολίτες «κάντε υπομονή, βάλτε πλάτη, γίνετε πατριώτες, αποκτήστε ατομική ευθύνη».
Τα δημόσια νοσοκομεία είναι διαλυμένα εδώ και δεκαετίες. Υποστελεχωμένα, με γιατρούς και νοσηλευτές υποαμειβόμενους, που κάνουν εφημερίες του… θανάτου και λιώνουν καθημερινά σε χώρους εργασίας που είναι ντροπή για τον πολιτισμό μας.
Που ήταν το κράτος όταν τα κτίρια των νοσοκομείων που κτίστηκαν πριν από 40 χρόνια τώρα καταρρέουν;
Που είναι το κράτος όταν το νοσηλευτικό προσωπικό βγάζει κραυγή αγωνίας λέγοντας ότι δεν υπάρχουν γιατροί και προσωπικό για να εξυπηρετήσουν τους αρρώστους;
Που είναι το κράτος όταν εδώ και πολλά χρόνια οι αριθμοί για τις κλίνες ΜΕΘ δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος;
Όταν πεθαίνουν άνθρωποι επειδή δεν υπάρχουν κρεβάτια στις εντατικές;
Που είναι το κράτος να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις και να μην πεθαίνει ο κόσμος από νοσοκομειακές λοιμώξεις;
Που είναι το κράτος να φτιάξει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που θα αποτελεί το αποκούμπι των παιδιών μας, των εργαζόμενων, των απόμαχων της εργασίας που πήραν τη σύνταξή τους και θέλουν να απολαύσουν τους κόπους μιας ζωής;
Ανύπαρκτο κράτος, διαλυμένη Υγεία
Που είναι το πολιτικό σύστημα να αποτρέψει σκάνδαλα τύπου Novartis ή να σταματήσει τα «πιράνχας» της Υγείας που έφαγαν δεκάδες δισεκατομμύρια με τα οποία θα μπορούσαν να σωθούν ζωές;
Ανύπαρκτο ήταν το κράτος, οι πολιτικοί, όλες οι κυβερνήσεις. Όχι μόνο των παραδοσιακών κομμάτων, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ και του Πολάκη που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η προσωπική του προβολή.
Τα ίδια ζήσαμε την προηγούμενη πενταετία. Ρεμούλα, διορισμοί κολλητών, διοικητές… βουλκανιζατεράδες, φακελάκια, διαλυμένα νοσοκομεία, χάος και ντροπή στα φαρμακεία.
Οποιος έχει χάσει δικό του άνθρωπο σε ελληνικό νοσοκομείο καταλαβαίνει γιατί πράγμα μιλάω.
Οποιος έχει χάσει δικό του σε μια ΜΕΘ παγωμένη καταλαβαίνει. Το συναίσθημα ότι ο άνθρωπός σου πεθαίνει μόνο του, χωρίς να μπορείς να τον αποχαιρετήσεις, δεν παλεύεται…
Κι εξοργίζεται τώρα που είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την καταπάτηση των ατομικών του ελευθεριών και να χάσει δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών.
Εξοργίζεται γιατί ξέρει ότι αν είχαμε καλύτερα νοσοκομεία, αν είχαμε καλύτερο σύστημα υγείας, αν προστατεύονταν ισότιμα όλοι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή τη χώρα, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα κάθε κοροναϊό.
Θα πει κανείς «μα και σε προηγμένες χώρες βλέπουμε εκατόμβες νεκρών. Στις ΗΠΑ, στην Ιταλία, στη Βρετανία τα ίδια είναι».
Σωστό, μόνο που εκεί έχουμε νεκρούς από έναν ύπουλο και αόρατο εχθρό που τώρα προσπαθούμε να πολεμήσουμε.
Δεν έχουν νεκρούς γιατί βρομάνε τα νοσοκομεία τους.
Δεν έχουν νεκρούς γιατί οι 80 ετών και πάνω ασθενείς πετάγονται στα σκουπίδια γιατί δεν αντέχει το σύστημα να τους περιθάλψει.
Δεν υπάρχουν νεκροί γιατί οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις θερίζουν όποιον πατάει το πόδι του στο νοσοκομείο.
Κι εν πάση περιπτώσει εκεί ο κόσμος αισθάνεται ότι δεν πήγαν χαμένα τα λεφτά που έδωσε σε φόρους ή κοινωνική ασφάλιση.
Εντάξει, λοιπόν. Να σιωπήσουμε και να δεχθούμε τον περιορισμό της ελευθερίας μας, αποδεικνύοντας ότι μπορούμε κι εμείς οι ατίθασοι Ελληνες να πειθαρχήσουμε.
Ότι μπορούμε να αναδείξουμε την ατομική μας ευθύνη και να βάλουμε το εμείς πάνω από το εγώ.
Να δεχθούμε ότι έρχεται μια ακόμη πιο άσχημη ημέρα στην οικονομία και να αντέξουμε γιατί έτσι πρέπει να γίνει.
Και να κλείσουμε τα στόματά μας, έστω και μοιρολατρικά και να μην ασκήσουμε κριτική στο κράτος, επειδή είναι έκτακτες συνθήκες.
Αλλά, όμως, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι το κράτος που έβαλε στο «γύψο» τη χώρα, να μην τηρεί τις δικές του υποχρεώσεις.
Το κράτος που μας πρόδωσε, να μας ζητά τώρα να μην το προδώσουμε.
Αυτό το κράτος πρέπει να το καταστρέψουμε και να φτιάξουμε ένα άλλο. Φιλικό, που θα σέβεται τον πολίτη και θα του συμπεριφέρεται όπως πρέπει.
Ένα κράτος που δεν θα απαιτεί μόνο, αλλά και που θα είναι η ομπρέλα για όλους τους πολίτες.
Ένα κράτος που δεν θα σκοτώνει τους δικούς μας κι εμάς τους ίδιους και αυτό θα το ανεχόμαστε μοιρολατρικά.
Γιατί αυτό δεν είναι κανονικότητα, είναι έγκλημα καθοσιώσεως.